Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;*»

1966. Στρατόπεδο “Παλάσκα”. Μια διμοιρία  από νεοσύλλεκτους  κάνει αγγαρείες. Ο επικεφαλής  και αυτός ίδια σειρά, αλλά βύσμα του κέρατα, χτισμένος από πάνω μέχρι κάτω από τη γυμναστική, πρωταθλητής σε ένα μάτσο αγωνίσματα του κλασικού στίβου.

– Ποιος ξέρει ποιον μπάρμπα στην Κορώνη είχε και είπε και τον έκαναν έφεδρο δόκιμο και όχι μόνό περνούσε πίπα χαρισάμενη αλλά  την είδε  και ναύαρχος  στους υπόλοιπους, φωνές και διαταγές συνέχεια χωρίς λόγο. Οι άλλοι  στην αρχή “στραβόγιαννα”  και ο γαλατάς να πέρναγε από μπροστά τους  δηλαδή, θα κάθονταν προσοχή, δέχονταν  ό,τι τους έλεγε χωρίς αντίρρηση, αλλά όσο πέρναγαν οι μέρες  το μάτι τους στράβωνε άσχημα στο τουπέ του Εφέδρου. Εκείνη τη μέρα τους έβαλε να ασβεστώσουν 100 μέτρα τοίχο μέσα στον ήλιο και το είχε παρακάνει: ” Μουλάρια, ζώα, πάρτε τα πόδια σας … “

Πετάγεται λοιπόν ένας από τους νεοσύλλεκτους ξαφνικά μέσα από το μπούγιο.

– Άκου να σου πω, σε κάνανε Έφεδρο γιατί είσαι πρωταθλητής στίβου, αλλά εμένα θα με σέβεσαι γιατί είμαι και εγώ πρωταθλητής στίβου. Στο 400άρι

–  Τι είσαι εσύ; Kάνει ο έφεδρος ξερά

Ο δόκιμος  κοίταξε  τον νεοσύλλεκτο από πάνω μέχρι κάτω. Δεν έμοιαζε με πρωταθλητή. Είχε και λίγη κοιλίτσα, κινήσεις αργές , είχε και ένα πακέτο τσιγάρα να εξέχει προκλητικά από την τσέπη, και ένα από αυτά ήδη αναμμένο στο στόμα του. Τι σόι πρωταθλητής είναι αυτός που καπνίζει.

– Είσαι τώρα εσύ αθλητής  τετρακοσάρης …

– Ναι αμέ στον Πανελλήνιο.

–  Τρέξε τώρα  να σε δω…

– Εδώ που είμαστε είναι όλο κοτρόνες και δεν τρέχω σε χωματόδρομους, έκανε ο νεοσύλλεκτος βγάζοντας το τσιγάρο από το στόμα και τον καπνό τσογλανίστικα. “Αλλά και πάλι  μονός μου δεν έχει ενδιαφέρον”. Λίγο πιο κάτω είναι ο στίβος του στρατοπέδου, έλα να το πάμε μια μαζί οπότε θες.

– Εσύ θα τρέξεις με εμένα… Εσύ είσαι ψοφίμι ρε, φαίνεσαι, ζήτημα αν έχεις περπατήσει δέκα μέτρα στη ζωή σου.

Ο νεοσύλλεκτος, τράβηξε άλλη μια  μπλαζέ ρουφηχτή από το τσιγάρο και μετά το χόντρυνε.

– Εντάξει,λογικό να διστάζεις είναι  η θέση σου λεπτή άμα χάσει τέτοιος αθληταράς και έφεδρος αξιωματικός μπροστά σε τόσους ναύτες… Συμβαίνουν όμως αυτά στον πρωταθλητισμό.

-Πρόσεχε, σου δίνω μια ευκαιρία ακόμα  να κόψεις την πλακίτσα εδώ, λέει ο έφεδρος.

-Χρυσό μετάλλιο στα 400 , λέει ξανά ο νεοσύλλεκτος αμετακίνητος.

–  Συνεχίζεις. Τώρα θα σου πω εγώ…

Με το που τελειώνουν οι εργασίες ο έφεδρος στέλνει τους άλλους για φαΐ και λέει στον νεοσύλλεκτο να τον ακολουθήσει στο γραφείο. Ο νεοσύλλεκτος στρέφεται  σε μια γωνία και ο έφεδρος παίρνει επιτόπου τηλέφωνο στην Αθλητική Ομοσπονδία:

– Πήγαινε στον κατάλογο με τους πρωταθλητές στίβου και δες αν υπάρχει ένα όνομα…λέει από το ακουστικό στον υπάλληλο της Γραμματείας. Όσο περιμένει ρίχνει κοφτές ματιές στον νεοσύλλεκτο που κοιτάζει το ταβάνι ατάραχος …

-Υπάρχει είπες;  Το είδες καλά;… Ο έφεδρος ρίχνει, παραξενεμένος αυτή τη φορά, άλλη μια ματιά στον νεοσύλλεκτο που με ένα χαμογελάκι ύπουλου θριάμβου φτιάχνει αδιάφορα το μαλλί του.

Και λέει χρυσό μετάλλιο στα τετρακόσια … ρε συ μου κάνεις πλάκα … Ποια χρονιά;

-1963, Σάββατο βράδυ. Πάρτι σε σπίτι Νικοπόλεως και Πατησίων. Τώρα τελευταία κάνει παρέα με έναν δυο χρόνια μεγαλύτερο και αυτό μετράει πολύ γιατί τον αφήνουν πιο εύκολα από το σπίτι να περνάει τις γραμμές του τραίνου και τα όρια του Κολωνού και να τραβιέται προς Πατήσια και Κυψέλη. Ο φίλος του έχει καλό όνομα στη γειτονιά του, δεν καπνίζει, παίρνει καλούς βαθμούς και είναι και αθλητής του Πανελλήνιου. Αυτό το τελευταίο δεν είναι καθόλου λίγο για παιδί που ζει στις φτωχικές συνοικίες της μουστάρδας ΒΕΜ στο γυάλινο ποτήρι, ακουμπισμένη πάνω στο τραπέζι δίπλα στο κοτόπουλο, που το ψήσαμε αξημέρωτα Κυριακής στον φούρναρη της γωνίας.

-Στο πάρτι ο 16χρονος βρίσκεται να χορεύει με μια 15χρονη, ξεπεταγμένη για την ηλικία της, λίγο κοντούλα αλλά με μαλλί γκαρσόν βαμμένο κορακί, μάτι από χρώμα το πράσινο το Αβαγκαρντνερί και καπνίζει Παπαστράτος φάτσα κάρτα στον δρόμο χωρίς να τη νοιάζει, κόρη ναυτικού, από το Μετς. Μοντέρνα πράγματα …

Τους διακόπτει κάποιος με υφάκι δύο χρόνια μεγαλύτερου που ζητεί το λόγο.

– Ποιος είσαι εσύ ρε … που χορεύεις με την κοπέλα χωρίς να μου ζητήσεις άδεια;

– Εντάξει δεν ήξερα ότι είναι μαζί σου…

Ο περίεργος κάνει νόημα στην γκόμενα και την παίρνει από το μπράτσο και ο 16χρονος τραβιέται και αυτός σε μια γωνία. Το μαθαίνει ο φίλος του που χορεύει πιο πέρα και του ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι.

-Ρε γράψτον στ’ αρχίδια σου, γαμώ την Κυψέλη του γαμώ. Ούτε γκόμενά του είναι, ούτε γυναίκα του.

-Τον ξέρεις;

 – Κάνει στίβο κι αυτός στον Πανελλήνιο. Ήρθε να πουλήσει φιγούρα στο γκομενάκι ο μαλάκας. Τέλος πάντων χόρεψε με όποια θες και άμα σου ξαναρθεί αυτός έλα πες μου.

Η κοπέλα με το γκαρσόν μαλλάκι φαίνεται να γουστάρει γιατί δεν αργεί να την πείσει να συνεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει.

Χορεύουν πάλι αργά και αγκαλιασμένοι για δυο-τρία λεπτά μέχρι να ξαναεμφανιστεί ο μυστήριος να χωθεί στη μέση και να τσαμπουκαλευτεί πιο άσχημα μπροστά σε όλους

– Τι θα γίνει ρε φίλε τώρα;  Έτσι θα πάει η δουλειά; Σου είπα να πάρεις άδεια πρώτα.

-Μα δεν σου είναι τίποτα η κοπέλα, γιατί πουλάς μαγκιές;

 – Είσαι πολύ τυχερός που δεν θέλω να σε τσουβαλιάσω στο ξύλο και να κουραστώ γιατί αύριο έχω αγώνα …

– Και αυτός τρέχει ρε!!!

Πετάχτηκε τότε ξαφνικά από το πουθενά ο φίλος του δεκαεξάχρονου

– Τι εννοείς τρέχει; Ποιος είναι αυτός; Ρωτάει ο μυστήριος παραξενεμένος.

-Αύριο τρέχει στους “Λαϊκούς “.

 – Αυτός εδώ;

-Ναι αυτός, είπε με τσαμπουκά ο φίλος του 16χρονου, στα 400.

– Αυτός είναι χώμα ρε, είπε ο μυστήριος.

Ο 16χρονος δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλάνε οι δυο τους αλλά χώθηκε στη μέση σαν να ήξερε γιατί στο μεταξύ το γκομενάκι με το γκαρσόν μαλλί εκτός από πράσινα μάτια είχε και αυτιά και άκουγε να τον φωνάζουν χώμα:

 – Θα τα πούμε αύριο και να σε δω εκεί να μου κάνεις μαγκιές … είπε στον μυστήριο που με το ζόρι καταδέχτηκε να του ρίξει μια ειρωνική μάτια και απομακρύνθηκε.

Ο 16χρονος συνεχίζει να μην καταλαβαίνει και πολλά από όσα είχαν συμβεί.

– Αύριο έχει αγώνες στον Πανελλήνιο του λέει ο φίλος του. Αν δεν θέλεις να έρθεις στα παπάρια σου, το θέμα είναι που του την έσπασες και σε άκουσαν όλοι κι όλες. Αλλά αν είναι να έρθεις τραβά κοιμήσου αμέσως και αύριο ξύπνα πρωί. Θα είμαι και εγώ βοηθός προπονητή θα είναι και οι αδελφοί Κ. οι γείτονές σου, είναι και αυτοί στην ομάδα.

 –Λες; Ρε φίλε, έχω ελπίδες;

-Κοίτα, είναι 400αρης καλός, δεν θα σου πω ψέματα, αλλά έλα και στην τελική ό,τι γίνει.

Σκέψου το …

Το πρωί ο Στίβος του Πανελλήνιου ήταν γεμάτος αθλητές. Ο 16χρονος πηρέ από τον Γ.Π. ένα σορτσάκι και το φόρεσε μαζί με ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια. Πιο πέρα, ο μυστήριος από το πάρτι κοίταγε ειρωνικά ενώ έκανε ζέσταμα. Ο 16χρονος άρχισε να διστάζει ξαφνικά:  “Μαλάκα θα ξεφτιλιστώ” σκέφτηκε. Οι αδελφοί Κ. πλησίασαν μαζί και ο φίλος του. Τον πήραν και τον σύστησαν στον προπονητή.

–Καπνίζεις; Τον ρώτησε ο προπονητής και τσεκάρισε ερευνητικά το σουλούπι του.

-Ναι

 -Εχτές κάπνισες δηλαδή;

-Ναι

 –Ναι. Ρε κόπανοι τι τον φέρατε αυτόν εδώ, θα βρούμε κανά μπελά, θα σκάσει σαν μπαλόνι στο τετρακοσάρι.

-Κύριε προπονητή, είπε ο 16χρονος, θέλω να δοκιμάσω.

 -Θέλει να δοκιμάσει είπε και ο φίλος του, άστον. Του είπαν το σκηνικό.

-Λοιπόν άκου, αν θέλεις να τρέξεις, τρέξε. Ο άλλος είναι καλός να το έχεις υπόψη σου. Το σύστημά του είναι να ξεκινάει χαλαρά, να μαζεύει δυνάμεις και στα τελευταία 100 να επιταχύνει. Ο μόνος τρόπος να τον παίξεις είναι να τα δώσεις όλα στα πρώτα 200 μέτρα και από εκεί και πέρα ο Θεός βοηθός. Άμα σου βγει, βγήκε.

– Ο 16χρονος έφυγε σφαίρα, όπως του είπε ο προπονητής. Ο μυστήριος ξεκίνησε χαλαρά. Είναι σίγουρο πως ήθελε πρώτα να δει τον 16χρονο να σκάει και μετά να πατεί το πτώμα του και να τερματίζει. Έτρεχαν άλλοι τέσσερις που τους είχε σίγουρα. Μετά τα 200 και επάνω στο πέταλο τα πράγματα άρχιζαν σιγά -σιγά να ζορίζουν. Ο 16χρονος ένιωθε τα πόδια του έτοιμα να σπάσουν. Όσο για τα πνευμόνια του είχαν φουσκώσει επικίνδυνα. Πού εισπνοές, πού εκπνοές; Στον γάμο του Καραγκιόζη. Ποιος να του τα πει αυτά; Τι ήθελε ο μαλάκας και έμπλεκε; Τώρα θα του έβγαινε η ψυχή, ο μυστήριος θα σκούπιζε τα πόδια του επάνω του λες και ήταν χαλάκι πόρτας γιατί ήταν προπονημένος και σίγουρος. Και θα τα έλεγε όλα στη χαμούρα με το γκαρσόν κούρεμα που τέτοια ώρα σίγουρα κοιμάται και χέστηκε που άλλοι φτύνουν τα συκώτια τους δηλαδή, αλλά το βράδυ που θα ξύπναγε και θα έβγαινε με τα κωλόπαιδα στη Φωκίωνος θα σπάγανε όλοι μαζί πλακά με τον μάλακα από τον Κολωνό που ήρθε να το παίξει μάγκας στους μάγκες, ο ξεβράκωτος στ’ αγγούρια …. Όταν έσκασε απότομα πάνω στον φράχτη, είχε περάσει τη γραμμή τερματισμού τουλάχιστον πριν 10 μέτρα. Έπεσε στα τέσσερα και εκτός από την καρδιά του και τη νικοτίνη που ούρλιαζε στα πνευμόνια, γαμώ τα τσιγάρα και τον Ντιν Μάρτιν τον μαλάκα που καπνίζει ντυμένος καουμπόης και μας παίρνει στο λαιμό του, το μόνο που άκουγε ήταν η φωνή αυτού που μανατζάριζε τον μυστήριο:

-Ρε έχασες!!! Έχασες ρε; Από ποιον έχασες; Ποιος είναι αυτός, τον ξέρει η μάνα του, πες μου…

-Ο φίλος, οι αδελφοί Κ. και ο προπονητής από την άλλη σαν να ήθελαν να δώσουν απάντηση στο τσαντισμένο ερώτημα, βούτηξαν τον λιπόθυμο 16χρονο και τον σήκωσαν στα χέρια ουρλιάζοντας θριαμβευτικά το επώνυμό του. ‘Ό,τι έμεινε από εκείνη τη μέρα είναι μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία που κάποιος τράβηξε την ώρα του τερματισμού. Φαίνεται καθαρά η σκιά του “μυστήριου”, ακριβώς από πίσω να πλησιάζει με άψογη τεχνική σε απόσταση αναπνοής. Λίγα μέτρα παραπάνω να ήταν ο τερματισμός ο 16χρονος θα είχε χάσει.

*Για τον πατέρα μου

16128868_10208296326672972_102297134_n