
Φεντερίκο Φελίνι – Ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, γεννήθηκε στο Ρίμινι στις 20 Ιανουαρίου του 1920, πέθανε στην ίδια πόλη στις 31 Οκτωβρίου 1993. Βαθιά επιδραστικός για τους μεταγενέστερους (επηρέασε μέχρι και τον Σκορσέζε) υπήρξε περισσότερο ένας λαϊκός σκηνοθέτης και λιγότερο ένας auteur με την έννοια των εξεζητημένων δημιουργών του κινηματογράφου.
Οι ταινίες του Φελίνι αποτελούν σημείο αναφοράς για την κινηματογραφική τέχνη μέχρι σήμερα.
Στην ζηλευτή καριέρα του συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων με τον συνθέτη Νίνο Ρότα, τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Ρομπέρτο Ροσελίνι, αλλά και τους παραγωγούς της Τσινετσιτά, Κάρλο Πόντι και Ντίνο ντε Λαουρέντις.
Ο Φελίνι τιμήθηκε τέσσερις φορές με Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας: το 1956 για το La Strada, το 1957 για τις Νύχτες της Καμπίρια, το 1963 για το 8 ½ και το 1974 για το Amarcord, ενώ προτάθηκε τέσσερις φορές για Όσκαρ Σκηνοθεσίας.
Το 1960 κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για τη Γλυκιά Ζωή. Το 1993 η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του απένειμε Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο του έργου του. Πέθανε στη Ρώμη στις 31 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.
•Ο Φεντερίκο Φελίνι στις 30 Οκτωβρίου του 1943 παντρεύτηκε την μούσα του Τζουλιέτα Μασίνα, με την οποία έζησαν μαζί για 50 χρόνια, μέχρι το θάνατό του.
Στην επιτυχία ο Φελίνι έφτασε αντλώντας έμπνευση αποκλειστικά από την ίδια τη ζωή του, χωρίς να σηκώνει το δάκτυλο. «Οι ταινίες μου δεν είναι φιλοσοφικά δοκίμια», έλεγε. «Το να δημιουργώ ταινίες και το να ονειρεύομαι, για μένα, είναι το ένα και το αυτό. Γιατί τα όνειρα γοητεύουν όσο μένουν στη σφαίρα του μυστηρίου, αν όμως πάει να τα εξηγήσει κανείς, αμέσως γίνονται ανιαρά». Ποιος θα το έλεγε ότι αυτό το νέο παιδί από την επαρχία ήταν γραφτό να κερδίσει τέσσερα Όσκαρ; Και όλα αυτά πάντα μένοντας πιστός στη δική του αλήθεια. «Πάντα αυτοβιογραφούμαι, ακόμα και όταν μιλάω για το τι θα φάω το βράδυ» δήλωσε κάποτε αναφερόμενος με κάποια δόση περηφάνιας αλλά και με πολύ ειλικρίνεια στη δημιουργικότητά του.
Το Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του στην έβδομη τέχνη, το έλαβε το ’93 από τα χέρια της Σοφία Λόρεν και από έναν εμφανώς συγκινημένο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Όλα αυτά έγιναν στο Λος Άντζελες, στο Dorothy Pavillon, ενώ στο κοινό καθόταν και η Τζουλιέτα Μασίνα, που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Σας παρακαλώ, μην σηκώνεστε, δεν χρειάζεται», είχε πει τότε ο Φελίνι. «Τι να πω; Ότι δεν το περίμενα; Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να ευχαριστήσω όλους τους συνεργάτες μου. Επειδή όμως δεν μπορώ να τους μνημονεύσω όλους, ας μου επιτραπεί να πω μονάχα ένα όνομα, πρόκειται για μια ηθοποιό που είναι και η γυναίκα μου. Ευχαριστώ, αγαπημένη μου Τζουλιέτα, και σε παρακαλώ πολύ, σταμάτα να κλαις!».
Οι ταινίες του τόσο δημιουργικού Ιταλού σκηνοθέτη κινούνται ανάμεσα στο όνειρο, τα κόμικς, το τσίρκο και τη φαντασία, δηλαδή σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τη μαγεία.
Σχεδόν όλα τα έργα του Φελίνι ευθυγραμμίζονται με αυτή τη σουρεαλιστική γραμματική, ήδη από το Λευκό σεΐχη, του 1952. Ιδιαίτερη ήταν και η σχέση του με τους ηθοποιούς. «Είχα ανάγκη από έναν Ιταλό, από έναν φίλο που να δέχεται σεμνά και ταπεινά να είναι η σκιά μου, που να μην φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν. Έτσι πήρα τον Μαστρογιάνι, τον ήξερα ήδη, ήταν καταπληκτικός: αφαιρετικός, διακριτικός, συμπαθής, αντιπαθής, τρυφερός, αλαζόνας. Έτσι κι αλλιώς. Είναι τέλειος», δήλωσε ο Φεντερίκο Φελίνι για το Μαστρογιάνι, πρωταγωνιστή του 8 1/2 και της Γλυκιάς ζωής, τον ηθοποιό-φετίχ του Φελίνι, το άλτερ έγκο του.
Για την τελευταία του ταινία, Η φωνή του φεγγαριού του 1990 πάντως, επέλεξε τον Πάολο Βιλάτζο και τον Ρομπέρτο Μπενίνι.
Παρότι επικριτικός με την καταναλωτική κοινωνία, ο Φελίνι δεν δίστασε να δουλέψει για την τηλεόραση και τη διαφήμιση, που τόσο σιχαινόταν ο Παζολίνι. Βέβαια, πάντα με το δικό του τρόπο, ονειρικό και συνάμα ειρωνικό και καυστικό, που βρίσκουμε και στα αριστουργήματά του.
•Το 8½ και ο Μαστρογιάνι
Η παραγωγή του 8½ ήταν προβληματική. Ο Φελίνι ως συνήθως δεν είχε στο νου κάτι συγκεκριμένο. Ήθελε μόνο να καταγράψει τις σκέψεις, τη φαντασία και τα όνειρα ενός ανθρώπου. Όλα ήταν προσωρινά, ακόμα και ο τίτλος, που προέκυψε από τις έξι ταινίες που είχε γυρίσει μέχρι εκείνη τη στιγμή συν τρεις «μισές», δηλαδή ταινίες που είχε σκηνοθετήσει μαζί με
άλλους. Έπειτα τα ξέχασε όλα. Η ασαφής ιδέα που είχε στο μυαλό του εξαφανίστηκε διαμιάς.
Ο Φελίνι έντρομος προσπάθησε να εξηγήσει στον παραγωγό το αδιέξοδό του, αλλά εκείνη την ημέρα ένας εικονολήπτης είχε γενέθλια και η γιορτινή ατμόσφαιρα διέκοψε τον σκηνοθέτη. Μέσα στο γενικό χαμό, ο Φελίνι κάθισε σε ένα παγκάκι και βρήκε τη λύση που
τόσο επίμονα αναζητούσε: ήρωας της ταινίας θα ήταν ένας σκηνοθέτης που θέλει να γυρίσει μια ταινία αλλά δεν θυμάται ποια.
Υπό τέτοιες συνθήκες, η στάση του Μαστρογιάνι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αποδείχτηκε η καλύτερη επιλογή: χωρίς προκαταλήψεις, ο νους του λες και ήταν άγραφος πίνακας, με μόνη του έννοια να αφήνεται στην καθοδήγηση του σκηνοθέτη. «Στο πλατό εγώ περιμένω, μαζί του περιμένω με μεγαλύτερη χαρά, γιατί όταν πάω στη δουλειά είναι λες και πάω στο θέατρο, και τότε δεν είμαι πια ηθοποιός αλλά θεατής του Φελίνι».
Έτσι ο Μαστρογιάνι από φίλος γίνεται άλτερ έγκο του Φελίνι, αφού μιμείται τέλεια τις κινήσεις του και το ταμπεραμέντο του. Σε μια συνέντευξή του ο ηθοποιός δήλωσε ότι την αληθοφάνεια της ερμηνείας του τη χρωστάει στις μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο που έκαναν μαζί. Ο Φελίνι σχολίασε σχετικά: «Χαίρομαι που έγινα φίλος του, που απέκτησα έναν καινούριο φίλο. Έχει κάτι το μαγικό αυτή η ταύτιση μαζί του, σε τέτοιο βαθμό που μερικές φορές όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη είναι
λες και βλέπω το πρόσωπό του».
