Γιάννης Σπανός – Ο συνθέτης, ο άνθρωπος, ο πιανίστας με τη διεθνή ακτινοβολία άφησε την τελευταία του ανάσα αναπάντεχα στο Κιάτο Κορινθίας στις 30 Οκτωβρίου 2019. 

Εκείνη την περίοδο προγραμμάτιζε τις εμφανίσεις που θα έδιναν στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο με τους  Μίμη Πλέσσα και Γιώργο Κατσαρό. Τα νέα γύρω από τον θάνατό του κυκλοφόρησαν όταν η τραγουδίστρια και συνεργάτις του Γιάννη Σπανού, Πένυ Ξενάκη, έγραψε στο facebook την είδηση του θανάτου του. Η απώλεια για το ελληνικό τραγούδι είναι μεγάλη. Έφυγε ένας αναντικατάστατος.

Ο Γιάννης Σπανός, ο πατέρας του Νέου Κύματος, γεννήθηκε στο Κιάτο, το 1934. Και εκεί περνούσε τον περισσότερο χρόνο του από επιλογή, στο κτήμα του, όπου ήταν ο δικός του κήπος της Εδέμ. Εκείνο ήταν το απάγκιο του.

Στην Αθήνα οι γείτονές του τον θυμούνται να κυκλοφορεί με άνεση στα στενά της Κυψέλης. Στο μπαρ “Φοίβος” της  Φωκίωνος Νέγρη καθόταν με τις ώρες και μιλούσε φιλικά, απλά, κατανοητά με γνωστούς και φίλους για μουσική. Δεν είχε σημασία ο τύπος της μπορεί να ήταν ροκ, μπορεί έντεχνη ελληνική. Εκείνος μπορούσε να ξημερωθεί μιλώντας για την αφεντιά της.

Ο γονείς του Σπανού ήταν εύποροι, δεν στάθηκαν ιδιαίτερο εμπόδιο στη φυσική του κλίση που φάνηκε από πολύ νωρίς. Από το Ελληνικό Ωδείο στην Κόρινθο, πιανίστας στη Σχολή Χορού Ηρώς Σισμάνη, έπαιζε επίμονα, ατέλειωτες ώρες με αποτέλεσμα να πάθει ζημιά στα δάχτυλά του. Μετά το στρατιωτικό και την εκμάθηση ξένων γλωσσών, εγκατάλειψε τη Νομική (τη σχολή που απαραίτητα έπρεπε να σπουδάσουν τα παιδιά των αστών της εποχής) και σε ηλικία 20 ετών εγκαθίσταται στο Παρίσι.

Η παρέα των καλλιτεχνών της αριστερής Όχθης του Σηκουάνα τον συναρπάζει. Εκεί γνώρισε τη Nouvelle Vague, την τζαζ μουσική και έκανε τον ακομπανιαντέρ για πολλούς διάσημους αστέρες της Γαλλικής σκηνής. Ο Σερζ Γκενσμπούργκ και ο Μισέλ Λεγκράν ήταν κάποιοι από αυτούς. Δεν είναι πολύ γνωστό κι όμως τραγούδησε τραγούδια του η Μπριζίτ Μπαρντό (παρόλο που δεν συναντήθηκαν ποτέ) αλλά και η μούσα των υπαρξιστών, Ζιλιέτ Γκρεκό.

Ο Γιάννης Σπανός επέστρεψε στην Ελλάδα στις  αρχές της δεκαετίας του ’60, έπειτα από προτροπή του Γιώργου Παπαστεφάνου που τον γνώρισε στον Αλέκο Πατσιφά, ο οποίος τότε δημιουργούσε την εταιρεία δίσκων Λύρα. Η γνωριμία τους καρποφόρησε με τον συνθέτη να δημιουργεί ένα καθαρά δικό του μουσικό κλίμα, τη δική του ηχητική τάση. Τον Σπανό ενδιέφεραν οι νέες φωνές, οι ακατέργαστες, όχι αυτές που ακούγονταν συνέχεια, οι καλλιεργημένες. Ήθελε κάτι περισσότερο από αυτό.

Ο Γιάννης Σπανός μπήκε στη δισκογραφία με το τραγούδι «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Ο Μιχάλης Βιολάρης, η Πόπη Αστεριάδη, η Αρλέτα, η Καίτη Χωματά, η Αλέκα Μαβίλη, ήταν οι φωνές που χρησιμοποίησε για να βγει ο νέος ήχος που ήθελε και να ξεκινήσει ένα ολόκληρο ρεύμα που πρώτος ο ίδιος αποκάλεσε και πρότεινε στον Πατσιφά να το πουν «Νέο Κύμα», μετάφραση από το γαλλικό Nouvelle Vague.

Ο συνθέτης μάς είχε δηλώσει: «Κάποια στιγμή επέστρεψα από τη Γαλλία στην Ελλάδα. Συνεργάστηκα για το πρώτο μου άλμπουμ με τον μουσικό παραγωγό Γιώργο Παπαστεφάνου. Δεν γνωρίζαμε πώς θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το είδος της μουσικής μου. Σκεφτήκαμε το «νέο κύμα», είχα μόλις επιστρέψει από τη Γαλλία και το ύφος ήχου που σάρωνε τα πάντα λεγόταν «nouvelle vague».

Μετά το Νέο Κύμα ακολουθούν οι σημαντικοί δίσκοι του όπως οι τρεις «Ανθολογίες», το «Εκείνο το καλοκαίρι» (Α΄ Βραβείο Μουσικής Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1971) και η «Οδός Αριστοτέλους».

Εκείνη την εποχή αρχίζει να μεταστρέφει τη μουσική του και την οδηγεί προς τα λαϊκά, μ’ έναν όμως εντελώς δικό του φιλτραρισμένο ήχο, απεξαρτημένο από τους βαρείς «δρόμους» της Ανατολής. Έπαιξε ρόλο βέβαια και ο Τάκης Λαμπρόπουλος, ο έτερος πυλώνας του ελληνικού τραγουδιού, με τον οποίο υπέγραψε συμβόλαιο για την Columbia. Γιώργος Ζαμπέτας, Βίκυ Μοσχολιού, Χάρις Αλεξίου, Ελενη Δήμου, Κώστας Κάραλης, Γιάννης Πάριος, Μανώλης Μητσιάς, Αλέκα Κανελλίδου, Γιώργος Νταλάρας, Άλκηστις Πρωτοψάλτη («Έξοδος Κινδύνου»), Δήμητρα Γαλάνη, Τάνια Τσανακλίδου, ερμήνευσαν τραγούδια του, σε στίχους σπουδαίων στιχουργών, όπως οι Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιώργος Παπαστεφάνου, Κώστας Κωτούλας, Πυθαγόρας, Μάνος Ελευθερίου (το εμβληματικό τραγούδι «Μαρκίζα») αλλά και ποιητών, όπως ο Βασίλης Ρώτας, ο Γιώργος Βιζυηνός, ο Νίκος Καββαδίας, ο Μίλτος Σαχτούρης.

Από τα πιο γνωστά τραγούδια του είναι τα: «Σαν με κοιτάς», «Οδός Αριστοτέλους», «Σπασμένο καράβι», «Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες», «Μαρκίζα», «Είπα να φύγω», «Βροχή και σήμερα», «Θα με θυμηθείς», «Στην αλάνα», «Μια Κυριακή».

•Συνεσταλμένος. Πολυτραγουδισμένος. Μοναχικός από επιλογή. Όχι αυτός που θα λέγαμε συνθέτης της “πρόσκαιρης” επιτυχίας. Ο Γιάννης Σπανός κατάφερε να γίνει απαραίτητος για τις ακαταμάχητες μελωδίες που έγραφε στο πιάνο του. Η σχέση που είχε μαζί του θα μπορούσε και να ειπωθεί ως ερωτική.

Οι ώρες που περνούσε μπρος στα πλήκτρα ήταν ατελείωτες. Όπως ο ίδιος είχε πει ήταν αδύνατον να συνυπάρξει με άλλον άνθρωπο γιατί απλά δεν θα ανεχόταν τις ώρες που θα περνούσε αναλογιζόμενος νότες, μουσικές φράσεις. Ο Γιάννης Σπανός είχε δύο πλευρές. Τη μοναχική του. Τον διάλογο με τον εαυτό του που ακολουθούσε συνειδητά και με θρησκευτική προσήλωση. Γινόταν άλλος άνθρωπος όταν έβγαινε έξω.

“Πλέον σπάνια το κοινό απολαμβάνει τη μουσική ήρεμα” είχε δήλωνε ο Γιάννης Σπανός περιγράφοντας το παρόν της μουσικής.