γράφει ο Στέλιος Μακρής, ψυχολόγος //

Οι ιστορίες των ανθρώπων και των κοινωνιών δεν αποτελούν γραμμικές αναπτύξεις που βαθμηδόν χαράζουν την εξέλιξή τους. Αντίθετα βρίθουν προόδων, οπισθοδρομήσεων και επαναλήψεων σε μια πορεία με χαρακτηριστική πλαστικότητα και αναφορικότητα. Η γραμμικότητα θα εικονοποιούσε μια πορεία από την απόλυτη βρεφική εξάρτηση σε συνθήκες ‘‘έκτακτης ανάγκης’’ στην αυτονομία ως ύψιστο ψυχικό και συλλογικό πρόταγμα. Ωστόσο οι ψυχικές κινήσεις, όπως και οι κοινωνικές, χαρακτηρίζονται από διαρκή κίνηση, ένα αδιάκοπο μπρος-πίσω, άλλοτε προς όφελος κι άλλοτε εναντίον του εαυτού ή του κοινωνικού συνόλου. Από τη μία η επιθυμία για το τύλιγμα στην κουβέρτα ως επιστροφή στην ενδομήτρια γαλήνη, στην άλλη άκρη η ψυχική καθήλωση στο σύμπτωμα, που μιλά για μια ασυνείδητη επανάληψη αυτού που βιώθηκε σωματοψυχικά εκεί και τότε.

Σκεπτόμενοι το ζήτημα της οντολογικής εξέλιξης θα μπορούσε κανείς να δει στον πρωτόγονο άνθρωπο τον αρχέγονο εαυτό, το βρέφος, με βασικό διακύβευμα της ζωής και των δύο την ‘‘έκτακτη ανάγκη’’ με βασικό κληροδότημά της την επιθυμία. Αυτό που ωθεί τον πρωτόγονο σε τολμηρούς ‘‘απογαλακτισμούς’’ από την κλειστή αιμομεικτική κοινότητα προς τη διαφοροποιημένη και πολύμορφη κοινωνική οργάνωση (με εμβληματικό παράδειγμα την πολυπολιτισμική Νέα Υόρκη και αντιπαράδειγμα τα περίκλειστα ολοκληρωτικά καθεστώτα) είναι σύντονο με ό,τι ωθεί το βρέφος από την πρόσδεση στο μητρικό αντικείμενο ανάγκης προς την εύθραυστη οδό της επιθυμίας.

•Το ανθρώπινο γένος έχει ξαναζήσει πολλές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και τραβώντας κανείς τα πράγματα στο άκρο τους δεν μπορεί να αποφύγει – με όποιο κίνδυνο γεννά η αναγωγή – την ιστορική συνάντηση με το στρατόπεδο συγκέντρωσης, μια οριακή εμπειρία μεταξύ ζωής και θανάτου, όπου ακόμα και το χαμόγελο των κρατουμένων θεωρούνταν από τους ίδιους ύβρις

Η αδιάκριτη εφαρμογή των κανόνων του στρατοπέδου επέβαλε μια ομογενοποίηση που καταπατούσε σε ακραίο βαθμό την ατομικότητα της προσωπικότητας, συνθλίβοντάς τη, και τοποθετώντας την στο βάραθρο μεταξύ θανάτου και ανάγκης, εκεί όπου ένα κουμπί ανταλλασσόταν με μια φέτα ψωμί ή κάτι άλλο, ανάλογα με την ισοτιμία που επέβαλλαν τα αποθέματα ανάγκης της ημέρας.

•Σκεπτόμενος κανείς το παράδειγμα αυτό και έχοντας στο μυαλό τις ψυχικές οπισθοδρομήσεις που σε καταστάσεις κινδύνου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, θα μπορέσει να διακρίνει στη σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης της κρίσης του κορονοϊού, στοιχεία παλινδρομήσεων και των κινδύνων που αυτά φέρουν: το έντονο άγχος απώλειας, τις παρανοειδείς διεργασίες, την ανάγκη εξιδανίκευσης των υποκατάστατων γονεϊκών μορφών στα πρόσωπα των ιθυνόντων, την εφαρμογή αδιάκριτων κανόνων για όλους, την αύξηση της έντασης ναρκισσιστικών εθνικιστικών φωνών (σε αυτό συμπεριλαμβάνεται και η άξαφνη αποσιώπηση του δράματος στη Μόρια και αλλού), την ομογενοποίηση και συγχωνευτικότητα των ψυχικών κινήσεων: ‘‘μόνο ενωμένοι (σιαμαίοι δηλαδή;) θα βγούμε από την κρίση’’.

Ακόμη την κυριαρχία των αναγκών, με το άδειασμα των ραφιών από γάλατα, τροφές και χαρτιά υγείας που φανερώνει το σκηνικό της κυριαρχίας στοματικών και πρωκτικών σημαινόντων, και τέλος την απειλή για την επιθυμία: της κίνησης, της δράσης, της ενορμητικής εκδίπλωσης και εκτόνωσης του φορτίου του Έρωτα που αναστέλλεται είτε ωθείται στην αναπροσαρμογή των μετουσιωτικών του δυνατοτήτων (χόμπι, φιλίες, εργασιακή ενασχόληση κλπ).

Η έκτακτη αυτή ανάγκη ωστόσο δείχνει να έχει και ένα χαρακτηριστικό που τη διαφοροποιεί. Την ανάδειξη της ανάγκης διατήρησης της γενεαλογικής αλυσίδας, με την αυξημένη μέριμνα για τους ευπαθείς ηλικιωμένους, που οριοθετούν την ταυτότητα, τροφοδοτούν τις ταυτίσεις και εμπλουτίζουν το βιοπολιτισμικό δυναμικό. Η ανάγκη αυτή φέρει το ελπιδοφόρο στοιχείο της αλληλέγγυας έγνοιας για τον Άλλον κόντρα στο ‘‘εγώ δεν παθαίνω τίποτε’’. Πόσο γλαφυρά τοποθετεί ο ιός το παιδί στη θέση του παντοδύναμου φορέα-κινδύνου για τον ευπαθή ενήλικο. Και πόσο εύγλωττα αποκαθιστά αυτό κάποια ισορροπία, προς όφελος μιας πιο καθαρής θέασης της πορείας του όντος: από την παντοδύναμη παιδική θέση, στη θέση αποδοχής του ευνουχισμού, της ναρκισσιστικής ευθραυστότητας ως εφαλτήριο (κυρίως και απαραιτήτως) δημιουργικότητας και σύνθεσης.

•Η συνθήκη αυτή λοιπόν μπορεί να αποτελέσει κινητήριο δύναμη όχι μόνο για παλινδρομήσεις αλλά και για προϊούσες ψυχικές κινήσεις, να μεταβάλλει τον αποκλεισμό στο σπίτι, σε δημιουργική απόσυρση στον εαυτό (‘‘αναγκαστικό φρενάρισμα’’ είπε ένας αναλυόμενος) που θα πελεκήσει το σκληρό ναρκισσιστικό κέλυφος της παντοδυναμίας και θα μετασχηματίσει τη δυσάρεστη αυτή εμπειρία: από τον κίνδυνο συνάντησης με τον εαυτό και αύξησης των σωματοψυχικών συμπτωμάτων, σε θερμοκήπιο επώασης επιθυμιών και επαναπροσδιορισμού της ανθρώπινης κατάστασης προς το ανθρωπινότερο.