Ιστορίες Καλοσύνης – Δείχνοντας – ίσως και επιδεικνύοντας – την ακατάβλητη αυτοπεποίθησή του, ο Γιώργος Λάνθιμος, αφήνει πίσω του τα γοτθικά μονοπάτια και την καλλιτεχνική φαντασμαγορία των «Poor Things» και «Ευνοούμενης», για να επαναφέρει και να επιβάλει το δικό του σινεμά, αυτό του «Κυνόδοντα», εμπλουτισμένου, βεβαίως, με τη διεθνή εμπειρία του.

Εμπιστευόμενος και πάλι τον στενό συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο, που συνέγραψαν, θα ενώσει παιχνιδιάρικα τρεις ανεξάρτητες ιστορίες, με τίτλο και τίτλους τέλους. Οι ίδιοι ηθοποιοί ερμηνεύουν διαφορετικούς χαρακτήρες, εκτός από τον Γιώργο Στεφανάκο, που ερμηνεύει τον ίδιο ρόλο, ενός ασήμαντου ανθρωπάκου, που θα είναι τελικά και ο συνδετικός κρίκος, του αινίγματος για το πού ενώνονται τελικά αυτές οι ιστορίες. Υπάρχουν, όμως, και άλλες ομοιότητες, καθώς όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται στη Νέα Ορλεάνη, οι ήρωες είναι παντρεμένοι και πάσχουν από τις ψυχώσεις της εποχής, το σεξ δηλώνει εμφατικά «παρών», όπως και η χειριστική μορφή εξουσίας, αλλά και η υποταγή.

Η πρώτη ιστορία αφορά έναν σύζυγο στην ακμή της καριέρας του, που παίρνει εντολές από το τυραννικό αφεντικό του για τα πάντα, από το πότε θα κοιμάται και τι ώρα θα ξυπνάει, μέχρι τι θα τρώει και τι θα φοράει ή ακόμη και πώς θα κάνει σεξ με τη γυναίκα του. Όταν το αφεντικό του θα του ζητήσει κάτι που θα τον φέρει στα όριά του, ο υπάλληλος θα αρνηθεί και θα απολυθεί και παραδόξως δεν θα νιώσει, επιτέλους ελεύθερος, αλλά τρόμο.

Η δεύτερη ιστορία έχει στο επίκεντρό της έναν αστυνομικό που χάνει τη γυναίκα του σε ένα μυστηριώδες ναυάγιο και όταν εκείνη επιστρέφει, αυτός αντί να χαρεί, παρατηρεί όλες τις διαφορές στη συμπεριφοράς της, νιώθει άβολα από την αλλαγή της στάση της, που αμφισβητεί τον γάμο.

Η τρίτη ιστορία βάζει στο κέντρο μία γυναίκα, που παρατάει τον σύζυγό της για να ακολουθήσει το όνειρό της, να ικανοποιήσει τη δίψα της για επιτυχία, κόντρα στη χαμηλή αυτοεκτίμησή της. Οι απαιτήσεις της δουλειάς είναι τεράστιες, σχεδόν παρανοϊκές, ενώ αποκόβεται από την οικογένειά της. Ο άντρας της θα την τιμωρήσει και θα της δείξει τη θέση της – θα της αποδείξει ποιος κάνει το κουμάντο.

Ο ειρωνικός τίτλος της ταινίας κρύβει την αγριότητα ενός κόσμου που έχει απαρνηθεί κάθε έννοια της καλοσύνης, κάτι που ο Λάνθιμος μας σερβίρει με μία μηδενιστική διάθεση – ανελέητα μισάνθρωπη – και αφήνοντας στον θεατή το δικαίωμα να αναλύσει ή και να σκεφτεί πού χωρά ο ίδιος μέσα σε αυτές τις τρεις ιστορίες.

Ιστορίες Καλοσύνης – Το ιδιαίτερα εσωστρεφές ίσως και επιδεικτικά αφαιρετικό σενάριο και η ανατομική ματιά του σκηνοθέτη, θα επαναφέρει στις αγκάλες του εκείνους που είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από το σινεμά των δύο προηγούμενων ταινιών του. Με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και σκωπτικό βλέμμα, ο Λάνθιμος ξεψαχνίζει έναν κόσμο από την κλειδαρότρυπα, που μπορεί να μοιάζει υπερβολικός, αλλά μάλλον βρίσκεται δίπλα μας και πολλές φορές αποτελούν τη «νέα κανονικότητα». Άνθρωποι με αυτοκαταστροφικές επιθυμίες, που εύκολα διαλύουν τους πάντες δίπλα τους, έτοιμοι να θυσιάσουν χωρίς καμία ηθική αναστολή τα πάντα για το χρήμα, την εξουσία, ακόμη και τη βολή. Ένα δυστοπικό μέλλον που τρέχει με χίλια για να συναντήσει το σήμερα.

Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι αρκεί να δεις τα όσα γίνονται, σε παγκόσμιο επίπεδο, για την κοινωνική πρόνοια, τις δομές υγείας, την κοινωνική ασφάλιση και τις εργασιακές συνθήκες ή να ακούσει μια γιαγιά από κάποιο απόμερο Κυκλαδονήσι για την αλλαγή του κόσμου που το επισκέπτεται, για να καταλάβει πού οδεύει αυτός ο κόσμος. Όμως, το σινεμά, κατά βάση είναι θέαμα και ο Λάνθιμος, πρέπει να διηγηθεί τη δική του ιστορία μέσα από έναν αλληγορικό, νοηματικό λαβύρινθο, με τον Μίτο της Αριάδνης να έχει γίνει κομμάτια και ο Θησέας να γίνεται υποχείριο του Μινώταυρου.

Τεχνικά, το φιλμ φαίνεται να επιστρέφει στο σινεμά με το οποίο μας είχε συστηθεί ο Λάνθιμος, με τους αποστειρωμένους χώρους, την ψυχρή ατμόσφαιρα, τα ασθενικά ορισμένες φορές χρώματα, το νευρικό μοντάζ, τους πειραγμένους φακούς, τις λοξές λείψεις, να λειτουργούν προς την κατεύθυνση ενός ύπουλου και σαδιστικού έργου, ελλειπτικής και γκροτέσκας αισθητικής, εικόνων που δεν κανακεύουν αλλά ενοχλούν και αναδεικνύουν τη βαρβαρότητα των ιστοριών του.

Από το καστ ο Λάνθιμος θα πάρει για μια ακόμη φορά το καλύτερο, με την Έμα Στόουν να είναι έτοιμη να τσαλακωθεί ανεπιφύλακτα, τον Νταφόε να μεταμορφώνεται με ευκολία σε κάθε συνθήκη, τον Τζέσι Πλέμονς να αποδεικνύει ότι δεν είναι απλώς ένας καλός ηθοποιός, αλλά ένας σπουδαίος ερμηνευτής, διαθέτοντας μία τεράστια γκάμα τεχνικών επιλογών και ένα δαιμόνιο ταλέντο – κερδίζοντας και το βραβείο ερμηνείας στις Κάννες πριν από λίγες μέρες.

Εν κατακλείδι, η ταινία (με τις όποιες αδυναμίες της) δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς από τον Έλληνα δημιουργό, έπειτα από την εκτόξευσή του στα Χόλιγουντ, τα Όσκαρ και τα σαλόνια της κινηματογραφικής ελίτ. Είναι μάλλον μία ηθελημένη απομάκρυνση απ’ όλα αυτά, καθώς δεν ήταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει ότι τα μεταξωτά βρακιά, θέλουν και επιδέξια οπίσθια. Και αυτά, όπως φαίνεται, δεν είναι διατεθειμένος να τα χαρίσει, για το πολυπόθητο Όσκαρ σκηνοθεσίας ή κάποιες άλλες διακρίσεις. Και ασχέτως αν μας ταιριάζει ή όχι το σινεμά του ή υπάρχουν μεγάλες αμφιβολίες για το μέγεθος της αξίας του, η επιλογή του αυτή τον καθιστά έναν σημαντικό δημιουργό και έναν άνθρωπο από τα… περασμένα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τρεις ιστορίες για έναν άνθρωπο χωρίς επιλογές, ο οποίος προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του, έναν αστυνομικό που ανησυχεί επειδή η γυναίκα του, που είχε εξαφανιστεί στη θάλασσα, επέστρεψε και μοιάζει να είναι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, και μια γυναίκα που είναι αποφασισμένη να βρει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο με μια ιδιαίτερη ικανότητα, ο οποίος προορίζεται να γίνει ένας θαυμαστός πνευματικός ηγέτης.

πηγή: amna