Η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939 και “έφυγε” από τη ζωή τη Τρίτη 21 Ιανουάριου 2020. 

Γνωστή και ως πνευματική κόρη του Νίκου Καζαντζάκη μόλις στα 17 της χρόνια δημοσίευσε, μετά από παρότρυνσή του, στο περιοδικό Καινούργια Εποχή το ποιήμά της «Μοναξιά».  Ήταν εκείνος, ο Καζαντζάκης, που έστειλε γράμμα στον Γιάννη Γουδέλη, τον διευθυντή της Καινούργιας Eποχής γράφοντας: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μία κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Από τότε άνοιξε ο δρόμος για την ενασχόληση της με την ποίηση και τη μετάφραση.

•H Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Darmouth, N.Y.State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Το 2014 βραβεύτηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ λειτούργησε από την πρώτη της ποιητική συλλογή ως «προπομπός της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (της λεγόμενης γενιάς της αμφισβήτησης)». Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποιητικής της είναι η «σωματικότητα των αισθημάτων και η κατάφαση στη μοναξιά ως του βαθύτερου γνωρίσματος της ύπαρξης», ενώ στα πιο πρόσφατα έργα της η έμφαση δίνεται στις αυτοβιογραφικές αναφορές και σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον θάνατο.

Υπαρξιακές ερωταποκρίσεις

Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ’ όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.