Κριτική |Αληθινός Πόνος – Με 4 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα, η νέα ταινία του Τζέσε Άιζενμπεργκ έρχεται από 16 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους.

Δύο εντελώς αταίριαστα ξαδέρφια, ο David (Τζέσε Άιζενμπεργκ) και ο Benji (Κίραν Κάλκιν) ξαναβρίσκονται μετά από χρόνια ώστε να μεταβούν στην Πολωνία μετά τον θάνατο της γιαγιάς τους, ώστε να τιμήσουν την μνήμη της. Η ξενάγησή τους στο παρελθόν παίρνει εντελώς άλλη τροπή όταν έρχεται στο προσκήνιο η ταραγμένη ιστορία της οικογένειάς τους.

Αληθινός Πόνος – Το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι αψεγάδιαστο, αλλά έχει αρετές τέτοιες που μπορεί και να παρακινήσει σε επίπεδο πρακτικό αυτόν που θα το παρακολουθήσει, να ενθαρρύνει για ένα τηλεφώνημα που μπορεί να έχει αργήσει ακόμη και χρόνια, να εμπνεύσει για ενδοσκόπηση, να κάνει κάποιον να συνειδητοποιήσει την αξία όσων τον περιβάλλουν. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι μια κινηματογραφική εμπειρία από την οποία δύναται κανείς να κερδίσει κάτι, έστω και μικρό.

Αληθινός Πόνος  – Παρακολουθώντας το νέο σκηνοθετικό εγχείρημα του Τζέσε Άιζενμπεργκ, πέραν του συμπεράσματος ότι πιθανότατα έχει μελετήσει καλά το σινεμά του Αλεξάντερ Πέιν, μπορεί να προκύψει στο μυαλό ορισμένων θεατών το ερώτημα γιατί να τους αφορά η ιστορία δύο ανθρώπων που, παρά τις προσωπικές τους δυσκολίες, μοιάζουν αρκετά πιο προνομιούχοι σε σχέση με τον μέσο όρο εκεί έξω.

Η απάντηση δίνεται μέσα από ένα εξόχως καλογραμμένο σενάριο που αναδεικνύει την ψυχοσύνθεση του ντουέτου των εν λόγω χαρακτήρων και που μέσα σε μια εξαιρετικά μικρή χρονική διάρκεια τους καθιστά οικείους και συγκινητικούς στο κοινό παρότι μπορεί να μην υπάρξει απαραίτητα ταύτιση (ίσως και να μην είναι αυτό το ζητούμενο). Οι κωμικές νότες δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, υπάρχουν για να λειτουργήσουν κυρίως ως «ορεκτικό» προτού το δράμα των Benji και David ξεδιπλωθεί μέσα από εξομολογήσεις τους σε όλες του τις διαστάσεις.

Προφανώς ένα μεγάλο κομμάτι της προβληματικής αφορά το πώς αντιλαμβάνονται την ταυτότητά τους διαφορετικές γενιές της αμερικανοεβραϊκής κοινότητας, ειδικά κάτω από τη σκιά της φρίκης του Ολοκαυτώματος που γνωρίζουν μέσα από εξιστορήσεις γονέων και παππούδων που βίωσαν εκείνες τις εποχές είτε επιλέγοντας τον δρόμο της ξενιτιάς για να σωθούν από τη ναζιστική λαίλαπα είτε όντας οι ίδιοι επιζώντες των στρατοπέδων συγκεντρώσεως.

Όμως ο «Αληθινός Πόνος» είναι και η συναισθηματική οδύσσεια δύο αντρών που έχουν αρνηθεί να «μεγαλώσουν», από την άποψη ότι μοιάζουν να μην έχουν ξεπεράσει κάποια τραύματα που αφορούν τις σχέσεις με τον περίγυρό τους και τον οικογενειακό τους κύκλο, όπως κι έναν υπόγειο ανταγωνισμό που από μικρή ηλικία ελλόχευε ανάμεσά τους.

Ίσως δεν έχει και τόση σημασία ότι ο ένας ξάδερφος εκ των δύο φαίνεται να έχει προσαρμοστεί σε γενικές γραμμές στο «πόστο» του ως εργαζόμενος οικογενειάρχης και ο άλλος είναι σαν να ζει μια παρατεταμένη εφηβεία, από τη στιγμή που αμφότεροι σηκώνουν ιδιαίτερα μεγάλους «σταυρούς», στον βαθμό που θα ήταν άστοχο κανείς να αναφερθεί σε αυτούς χρησιμοποιώντας τετριμμένα δίπολα περί επιτυχίας και αποτυχίας στη ζωή.

Το επιμύθιο μάλλον συνοψίζεται στο ότι μια «εξ ολοκλήρου νίκη», στη μορφή μιας λύτρωσης απέναντι στα όσα επιβαρύνουν την ύπαρξη και προέρχονται από παρελθοντικά βιώματα, ενδεχομένως να είναι αδύνατη, αλλά είναι εφικτό μέσω της ουσιαστικής επικοινωνίας να δημιουργηθούν συνθήκες τέτοιες που να απαλύνουν κάπως σε καθημερινή βάση τον πόνο. Είναι βέβαια και αυτή η τελική λήψη, επώδυνη στο να την αναλογιστεί κάποιος στην ολότητά της, που θέτει το ερώτημα του τι γίνεται όταν το άτομο μένει μόνο με τον εαυτό του, κι επομένως με όλες εκείνες τις βασανιστικές σκέψεις που επανέρχονται όταν υπάρχουν πληγές που δεν έχουν επουλωθεί.

Στο πεδίο των ερμηνειών, η πλειοψηφία που έχει παρακολουθήσει το φιλμ αναφέρεται στον όντως υπέροχο Κίραν Κάλκιν, βασικό διεκδικητή καθώς φαίνεται του φετινού Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, που αποτυπώνει με ευαισθησία μια περίπτωση «θλιμμένου εξωστρεφούς», που τραβάει την προσοχή και παίρνει ρίσκα για να «μακιγιάρει» μια στενοχώρια που μπορεί μόνο να ξεχάσει προσωρινά, όχι να αντιμετωπίσει.

Η ενέργεια που μεταδίδεται από τον ίδιο είναι όντως ικανή να παρασύρει το μεγαλύτερο μέρος των σινεφίλ, γήινα όμως και όχι με αβανταδόρικο τρόπο. Ωστόσο δεν θα έπρεπε να αγνοηθεί και ο Τζέσε Άιζενμπεργκ, που καταφέρνει για πρώτη φορά μπροστά από τον φακό να μεταμορφώσει τη φλύαρή του μανιέρα σε κάτι που εκπέμπει μέχρι και ζεστασιά και είναι ικανό ακόμη και να συγκινήσει.

Σκηνοθεσία: Τζέσε Άιζενμπεργκ
Πρωταγωνιστούν: Κίραν Κάλκιν, Τζέσι Άιζεμπεργκ, Τζένιφερ Γκρέι, Ουίλ Σαρπ, Ελόρα Τόρτσια κα.