
Κώστας Β. Ζήσης
Τι αξία έχει να καταπιάνεται το θέατρο με ιστορικά ζητήματα ή προσωπικότητες εάν δεν επιχειρεί να φωτίσει άγνωστες πτυχές τους; Υπάρχει κανένας λόγος να παρακολουθήσει κανείς ένα θέατρο στείρο σε διάλογο, άγονο σε προβληματισμό, άφορο στην επιστημονική διερεύνηση, στο οποίο εμμονικά επαναλαμβάνονται τα τσιτάτα που ακούμε επί χρόνια σε σχολικές επετειακές γιορτές;
Η αλήθεια είναι ότι με μεγάλο ενδιαφέρον ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα των συντελεστών, να παρακολουθήσω την παράσταση του Μουσείου Μπενάκη (που χρηματοδοτεί και το Υπουργείο Πολιτισμού), η οποία με τη μορφή θεάτρου-ντοκουμέντου (παρόλο που ο νεαρός σκηνοθέτης Αλέξανδρος Διαμαντής διστάζει να το ονομάσει έτσι, ταλαντευόμενος σε όρους όπως «μουσειακό» ή «ερευνητικό» θέατρο για να καταλήξει τελικά ότι δεν είναι τίποτε από αυτά ) επιχειρεί να φωτίσει την προσωπικότητα του Λόρδου Μπάιρον, μέσα από τη διοργάνωση της εκατονταετηρίδας από το θάνατο του το 1924 στην Ελλάδα, αμέσως μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ενδιαφέρον που εξανεμίστηκε, όταν συνειδητοποίησα πως η παράσταση δεν είχε να κάνει με τίποτα σχετικό με την επιστημονική έρευνα, αλλά επιχειρεί και πάλι απλά μια παράθεση «διαχρονικών» πηγών οι οποίες εξυπηρετούν μονοσήμαντα τα εθνικά αφηγήματα που δημιουργήθηκαν για να ανασυνταχθεί (η σχεδόν ανύπαρκτη) το 1821 εθνική συνείδηση, στη συγκρότηση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Και αν την περίοδο της επανάστασης, όπως και το 1924 με την Μεγάλη Ιδέα να καθορίζει την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας, κρίνονταν απαραίτητο αυτό, αναρωτιέμαι για ποιο λόγο σήμερα και ποιον εξυπηρετεί τελικά, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση, και 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πνευματικά ιδρύματα όπως το Μουσείο Μπενάκη να αρνούνται να κοιτάξουν κατάματα την ιστορία ώστε να κρίνουμε, να αξιολογήσουμε, να διδαχθούμε και το εύκολο κουκούλωμα και η προσφυγή σε αυτιστικά εθνικά αφηγήματα, που ενισχύουν ψευδεπίγραφα «εθνικές ανατάσεις», να αποτελούν μόνιμη επιλογή. Γιατί φοβόμαστε την ιστορία μας;
Ο Λόρδος Μπάιρον, υπήρξε αναμφισβήτητα μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Το κείμενο της κ. Πανωραίας Μπενάτου, υπεύθυνης της βιβλιοθήκης του Μουσείου Μπενάκη, αμφισβητεί ακόμα και αυτό, επιχειρώντας μια ακόμα μονόπλευρη αγιογραφία του Άγγλου φιλέλληνα ποιητή. Αξιολογώντας τις πηγές της, προφανώς θεωρεί πιο χρήσιμο για τον σημερινό θεατή να παραθέσει για παράδειγμα την ανθρωπογεωγραφία του Μεσολογγίου παραθέτοντας ονόματα δημάρχων και λοιπών παραγόντων της εποχής, από το να επιχειρήσει (έστω και επιδερμικά) μια εντρύφηση στην προσωπικότητα του ιστορικού προσώπου που ήταν και το θέμα της παράστασης. Κρατώντας επιλεκτικά, ό,τι εξυπηρετεί την αστική πολιτική ορθότητα ενός ψευτοακαδημαϊσμού, γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη σε ιστορικές αναφορές που θεωρεί ότι καταρρίπτουν το διαμορφωμένο «πρότυπο –Λόρδος Μπάιρον» (όπως για παράδειγμα δεν έγινε καμία αναφορά στην εκφρασμένη ανοιχτά ομοφυλοφυλία του ποιητή, από φόβο μήπως επέλθει ρωγμή στο προβαλλόμενο ηρωικό πρότυπο, την ίδια στιγμή που το ειδύλλιο με την Κόρη των Αθηνών, Θηρεσία έλαχε εκτενούς αναφοράς).
Το βασικότερο όμως είναι ότι η παράσταση δεν αναρωτιέται καν αν πράγματι τελικά ήταν τόσο φιλέλληνας ο Λόρδος, όσο προβάλλεται εδώ και 200 χρόνια. Το αποδέχεται à priori και όλη η παράσταση εδράζεται σε αυτήν την παραδοχή. Έτσι μαθαίνουμε για τις επισκέψεις στην Ελλάδα, για τον ρομαντικό χαρακτήρα του, την ποίηση του, για την γλαφυρότητα των περιγραφών του για τη χώρα και το λαό, για την αφειδή χρηματοδότηση Μεσολογγιτών, για την (χωρίς περαιτέρω σχολιασμό) σχέση του με τον Μαυροκορδάτο, και μια γενική αναφορά ότι ήρθε για να βοηθήσει στην εκταμίευση του αγγλικού δανείου. Βεβαίως δεν ακούσαμε λέξη για τη συγκρότηση προσωπικής φρουράς του από Σουλιώτες (τους οποίους αργότερα κατηγόρησε), δεν μάθαμε ότι επέβαλλε την ίδρυση πορνείου στο Μεσολόγγι από άπορα κορίτσια, ώστε να «εξυπηρετείται» η κουστωδία του, δεν ακούσαμε λέξη ότι για τα χρήματα που μοίραζε ως βοήθεια ζητούσε την υποθήκευση των αλυκών – το αλάτι τότε ήταν πολύτιμη πλουτοπαραγωγική πηγή, όπως σήμερα το φυσικό αέριο (ο Λόρδος Μπάιρον πάντα δάνειζε, δε δώριζε, έδωσε ακόμα και δάνειο ώστε να μεταβεί η ελληνική επιτροπή για το αγγλικό δάνειο στο Λονδίνο), πέρασε στα «ψιλά» ότι ήρθε ως εκπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης να «ελέγξει» τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης για την αποπληρωμή του δανείου, αποφεύγεται να δηλωθεί κατηγορηματικά ότι ουδέποτε ο Μπάιρον πήρε το όπλο και πολέμησε για την Ελλάδα στο Μεσολόγγι, (παρόλο που απεικονίζεται με φουστανέλες, σπαθιά, καρυοφύλλια και ελληνορθόδοξα λάβαρα), δεν υπάρχει καμία αναφορά στην εμπλοκή του στον εθνικό διχασμό και βεβαίως δεν αναφέρεται ούτε ως υποσημείωση η φιλοδοξία του να γίνει με την απελευθέρωση ο Βασιλεύς των Ελλήνων, πράγμα που μάλλον θα ακύρωνε το αφήγημα για τα «αγνά φιλελληνικά» του αισθήματα. Ασφαλώς, μιλιά για το που πήγαν τα λεφτά του ληστρικού και με δυσμενείς όρους για την Ελλάδα δανείου και δεν φωτίζεται η σχέση του με το λεγόμενο «αμαρτωλο τρίγωνο» της επανάστασης Μαυροκορδάτου-Κώλέττη-Κουντουριώτη.
Μια σύγχρονη παράσταση-ντοκουμέντο, αφιερωμένη στον Λόρδο Μπάιρον, όφειλε να θέσει, να καταγράψει, και να εκθέσει όλον αυτόν τον προβληματισμό και την αμφισημία του θέτοντας την σε προτεραιότητα από το να αναμασήσει «λέξεις του Σπυρίδωνα Τρικούπη», «αναφορές του Κωστή Παλαμά», θέσεις του Στυλιανού Σεφεριάδη, και το «Λευτεριά για λίγο πάψε…» του Σολωμού σε απαγγελία, όλων αυτών δηλαδή που καθιέρωσαν την εθνική λατρευτική προσήλωση στην αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του, επειδή (αναφέρθηκε και πριν) αυτό εξυπηρετούσε τα επικρατούντα εθνικά προτάγματα.
Δε θα ακολουθήσω την υπόδειξη συντελεστή της παράστασης να «εισπράξω» την παράσταση «εν συνόλω» χωρίς να τη διαχωρίσω στα επιμέρους στοιχεία της, γιατί μάλλον θα είμαι άδικος σε μια καθόλα διακριτική και με σεβασμό στο χώρο και την ιστορία του, λειτουργική σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Διαμαντή που δεν φωνασκεί το κείμενο, και την γεμάτη ζωντάνια ερμηνεία/δράση των ηθοποιών, Μάνιας Παπαδημητρίου, Όμηρου Πουλάκη και Δανάης Παπουτσή, όπου με διαφορετικά ερμηνευτικά εργαλεία ο καθένας, συναντιούνται παραπληρωματικά και συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο.
Βεβαίως, η παράσταση χρηματοδοτήθηκε από το Μουσείο Μπενάκη, εξυπηρετεί τους σκοπούς του (την ανάδειξη της συλλεκτικής συγκρότησης από μέρους του Εμμανουήλ Μπενάκη της βιβλιοθήκης του μουσείου) και προάγει την ιδεολογική του ταυτότητα. Μια παράσταση που μάλλον θα ικανοποιήσει όσους αρέσκονται στα πατριωτικά αφηγήματα. Για όσους αποζητάν, ένα σύγχρονο «κοίταγμα» της ιστορίας και των προσώπων της, απαλλαγμένο από στερεότυπα και ταμπού και με ερευνητική προσέγγιση, είναι μάλλον χάσιμο χρόνου.
Υγ. Ιστορικός δεν είμαι, δεν έχω σπουδάσει Ιστορία. Η άποψη που εκφράστηκε σε προσωπικό διάλογο ότι «μόνο αν έχω σπουδάσει ιστορία, μπορώ να έχω άποψη», δεν είναι μόνο άκυρη αλλά και επικίνδυνη. Τον προβληματισμό και μόνο αποζητώ από αυτήν χωρίς την εκ προοιμίου αποδοχή θεσφάτων. Και, αλίμονο στη χώρα που η ιστορία της αποτελεί μόνο θέμα των «ειδικών» της και όχι του λαού της…