Κώστας Β. Ζήσης

Η ανασύσταση του «Dogville» του Λαρς φον Τρίερ από την Βραζιλιάνα στην καταγωγή Christiane Jatahy­η οποία δραστηριοποιείται καλλιτεχνικά στην Γαλλία, δεν έκρυβε και πολλές εκπλήξεις, πέρα από την προσαρμογή του με μικρές αλλαγές ώστε να έχει άμεση αναφορά στην πολιτική ζωή της Βραζιλίας με την επικράτηση ακροδεξιών αντιλήψεων στην κυβέρνηση της χώρας.

Το σκηνικό περιβάλλον αναμενόμενο, στα χνάρια της ταινίας (που έτσι κι αλλιώς ήταν και αυτό θεατρικοποιημένο σε αφαιρετική μορφή), κάπως πιο πληθωρικό. Αναμφισβήτητα, αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης σκηνοθετικής αντίληψης, που σε αντίθεση με την λακωνικότητα σε μορφή, διαλόγους, και εικόνες  της ταινίας, προτιμήθηκε η επικράτηση της φλυαρίας σε όλα τα επιμέρους στοιχεία της παράστασης.

Ξεκινώντας από την ερμηνευτική φόρμα, όπου σε στιγμές «είμαι εγώ και όχι ο ρόλος» ή σε άλλες «είμαι ο ρόλος και όχι εγώ», περνώντας στις μακροσύρτες σιωπές αλλαγών σκηνών, στη χρήση της τεχνολογίας  με τη ζωντανή μαγνητοσκόπηση και προβολή να αναμειγνύεται δημιουργικά με προμαγνητοσκοπημένα φιλμ, επίσης φλύαρα και υπερτονισμένα, με πλάνα μέσα σε πλάνα και χαρακτήρες μέσα στους χαρακτήρες, δυστυχώς η παράσταση λεπτό το λεπτό έχανε την επαφή με την κερκίδα. Ακόμα και το απροσδόκητο φινάλε, με τη διακοπή της πλοκής και της εξέλιξης της παράστασης και με το  αντιφασιστικό διάγγελμα με τους ηθοποιούς καθήμενους σε παράταξη, έμοιαζε φορεμένο, επιτηδευμένο και δραματουργικά φάνταζε  ως μια αποφασιστική κίνηση από τη σκηνοθέτιδα να λυτρώσει την παράσταση (και το κοινό) από το τέλμα που είχε οδηγηθεί. Οι ρόλοι και οι χαρακτήρες μοιάζουν παγιδευμένοι μέσα στην ίδια την ιστορία τους, σε έναν ρεαλισμό που μόνο στην ερμηνευτική αμεσότητα αποτυπώνεται, χωρίς να μεταγγίζεται στον θεατή.

Είναι αλήθεια, ότι πέρα από τα προφανή αντιφασιστικά και αντιρατσιστικά μηνύματα, δυστυχώς η παράσταση μοιάζει να μην είχε στόχο, λόγο και προορισμό. Και βεβαίως, ούτε λόγος να γίνεται για νέες μορφές θεατρικής έκφρασης, ανανεώσεις και καινοτομίες. Παρέμεινε πιστή στην μανιέρα του μικροφώνου, της κάμερας, της σχετικής αποστασιοποίησης και της ευκολίας (ακόμα και στις μουσικές επιλογές της). Τόσο βαρετά κοινότυπη, που ευχηθήκαμε να βλέπαμε σε αυτόν το χρόνο την αυθεντική ταινία, και όχι  μιμητικά κομμάτια της.