Κριτική | «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» στο Σύγχρονο Θέατρο: «…μπορεί να το’ χουν πλανέψει…». Η Σοφία Καραγιάννη  έχει  συλλάβει και ψηλαφίζει  πότε απαλά με ποιητικό χάδι, πότε σκληρά με νατουραλιστική ωμότητα την εσωτερική δυναμική του έργου, οδηγώντας σοφά την παράσταση μακριά από την παγίδα ενός εύπεπτου τηλεοπτικού ρεαλισμού, αυτού  που έχει κατακυριεύσει τα τελευταία χρόνια το ελληνικό θέατρο  και ο οποίος έχει εκπέσει σε θεατρικό ριάλιτι

«Την ιστορία,  ή την αφήνεις να σαλιαρίζει ή την καις και την ξαναγράφεις». Η φράση αυτή ανήκει στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, διατυπωμένη στα «Τέσσερα πόδια του τραπεζιού» και είναι αυτή που θα κούμπωνε απόλυτα στο έργο (το πρώτο από μια αλυσίδα με ομοιογενή βιβλία-κρίκους) του «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς»  του Χρόνη Μίσιου.

Το έργο με το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα ο συγγραφέας (ίσως με κάποια καθυστέρηση), παρόλη την αυτοβιογραφική ματιά του, αφού με το πρόσχημα ενός  μονολόγου απέναντι σε έναν νεκρό συναγωνιστή του, και με αφορμή το δικό του χρονικό, διηγείται τη θητεία  σε τόπους εξορίας, φυλακές , τους βασανισμούς και τους διωγμούς που υπέστησαν όσοι πολέμησαν τον φασισμό  στην μεταπολεμική Ελλάδα. 

Και είναι το πρώτο από τα βιβλία, που παράλληλα με τη γλαφυρή αφήγηση των εφιαλτικών στιγμών που έζησε, αρχίζει δειλά να ξετυλίγει και την ιδεολογική του σκέψη, εκείνη που τελικά τον διαχώρισε από την αρχική αγωνιστική πορεία του για να τον υποβιβάσει σε έναν στείρο και χαοτικό επικριτή αυτών για τα οποία αγωνίστηκε. Τα επόμενα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου θα δηλώνουν όλο και πιο καθοριστικά τη χαώδη εξέλιξη της σκέψης του. Διαχωρίζοντας τη θέση του από τη ραχοκοκαλιά του ΕΑΜικού κινήματος, το ΚΚΕ, θα θητεύσει μια περίοδο στο διασπαστικό λεγόμενο ΚΚΕ εσ., για να εξαπολύσει μηνύματα σεξουαλικής απελευθέρωσης στις γραμμές μιας νεοχίππικης ιδεολογικής σύγχυσης, προτάσσοντας μια κάποια σεξουαλική επανάσταση (!) ως κινητήριο μοχλό της κοινωνίας και της ανθρώπινης ευημερίας.

Οικολόγος πλέον; Αναρχικός πια;  Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ακύρωσε κάθε προοπτική και αξία των δικών του θυσιών, προσφέροντας ίσως τις καλύτερες υπηρεσίες σε αυτούς που πολέμησε, διαγράφοντας με μονοκοντυλιά τους ίδιους τους αγώνες του. Διατυπώνοντας απόψεις όπως «το ΕΑΜ πρόδωσε την επανάσταση, όταν γύρισε την πλάτη του στη σεξουαλική χειραφέτηση ως το βασικό και κύριο αίτημα των καιρών» (οι καιροί είναι η ναζιστική κατοχή, και η μεταπολεμική Ελλάδα), ή τσιτάτα όπως «η επανάσταση δεν είναι εξέγερση αλλά διέγερση» φτιάχνει τη δική του ουτοπία φτάνοντας στο σημείο να αμφισβητεί και να χλευάζει την ίδια την επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη, στα πρότυπα των ηρώων του Μάη του 68 που πολύ γρήγορα οι εμπνευστές και οι πρωταγωνιστές του, όχι μόνο ενσωματώθηκαν στα καπιταλιστικά γρανάζια αλλά έγιναν οι κύριοι εκφραστές τους (για να θυμηθούμε τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ ή τον «δικό μας» Τάκη Θεοδωρικάκο που από γραμματέας της ΚΝΕ, αφού εργάστηκε για τη διάσπασή της, μεταλλάχθηκε σε υπουργό της ΝΔ!).

Έτσι, στο παρθενικό βιβλίο του, ενώ είναι διάχυτο το πνεύμα της πίκρας της ήττας (κατάσταση απολύτως κατονοητή και ανθρώπινη σε όγκο συναισθημάτων), ρίχνει ετεροχρονισμένες αιχμές προς την κομματική ηγεσία (αδιαφορώντας για τις σκοτεινές συνθήκες παρανομίας της εποχής), χλευάζει την κομματική πειθαρχία, αφού πλέον είχε αμφισβητήσει την αναγκαιότητα της οργανωμένης πάλης και είχε ομολογήσει ουσιαστικά τη δική του χρεωκοπία με τη χλευαστική επωδό «ευτυχώς που ηττηθήκαμε σύντροφοι». Είναι δε, τόσο χαοτική και μπερδεμένη η σκέψη του που στο ίδιο βιβλίο, ενώ ψέγει το ΚΚΕ, τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του, την περίφημη κομμουνιστική ηθική του, εκείνη που ενέπνευσε χιλιάδες αγωνιστών (και τον ίδιο μαζί τότε), εξυμνεί τον Νίκο Μπελογιάννη για αυτά ακριβώς που χλευάζει: τη συνέπειά του, την αφοσίωσή του στην οργανωμένο αγώνα, την κομματική πειθαρχία του, την επιμονή του στην κομμουνιστική ηθική!

Παρόλα αυτά, και χωρίς τους εκ των υστέρων αφορισμούς σε κάθε είδους κοινωνικοποίηση χάριν της εξύψωσης της ατομικότητας που κατέληξε να διακηρύττει ο συγγραφέας , το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» μεταφέρει ολόκληρο το πνεύμα μιας εποχής, τότε που όσοι υπερασπίστηκαν τα πανανθρώπινα δίκαια, κυνηγήθηκαν, συκοφαντήθηκαν, εξευτελίστηκαν διώχθηκαν, δολοφονήθηκαν. Και παρόλο που ο Χρόνης Μίσσιος ξέπεσε σε «γραφικά» στερνά, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει (εκτός ίσως από τον ίδιο) τα τιμημένα «πρώτα»του…

Η δυσκολία του εγχειρήματος της Σοφίας Καραγιάννη να κάνει θέατρο με  αυτό το έργο έγκειται ακριβώς στη δραματοποίηση του ιστορικού παρελθόντος, ενός ανόσιου ιστορικού παρελθόντος  που περιλαμβάνει σε ημερήσια διάταξη  πολιτικά εγκλήματα, τόπους εξορίας, γενοκτονίες, ανθρώπινα βασανιστήρια, καταπάτηση ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προσβολή του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Πώς να μιλήσεις, άλλωστε με δραματουργικούς συμβολισμούς, όταν η πραγματικότητα αυτού του παρελθόντος είναι τόσο σκληρή και αδυσώπητη;  Γιατί εδώ δεν πρόκειται απλά για ένα μύθο, πρόκειται για ιστορική παρακαταθήκη. Και μάλιστα εθνική. Και γι αυτό η σκηνική αποτύπωσή της αποτελεί έναν άθλο. Δεν ξεπέφτει στην ευκολία της αφήγησης, δε φλυαρεί στον ανερμάτιστο διάλογο, δε χάσκει στη στείρα ντοκουμενταρίστικη έκφραση, κάποιες στιγμές σε βάρος ίσως της εξομολογητικής νουβέλας, προς χάριν όμως της θεατρικοποίησης της (τη δραματουργική επεξεργασία επιμελήθηκε η ίδια με τη Μυρτώ Αθανασοπούλου)

Δημιουργεί έναν πίνακα νεκρής φύσης επί σκηνής, με ελλειπτικά μεν χαρακτηριστικά αλλά με έντονη προβολή του ερμηνευτικού υλικού  που διαθέτουν και οι τέσσερις ηθοποιοί της.  Είναι προφανές, πως στόχο δεν είχε απλά και μόνο μια σκηνική μεταφορά (από τις πολλές)  και μόνο ενός μη θεατρικού πονήματος στο θέατρο, αλλά να επιχειρήσει μια ολική κατάβαση στα μύχια της συνείδησης όσων με αυταπάρνηση διέθεσαν με γενναιοδωρία τη ζωή τους για μια καλύτερη κοινωνία. Με τα πισωγυρίσματά τους, τις αμφιταλαντεύσεις τους, τις αμφισβητήσεις τους, τις πλάνες τους, τους εγωισμούς τους, το πείσμα τους, την πίκρα της ήττας και του αδικαίωτου, την ανθρώπινη συντριβή, τις αντοχές τους, με όλα όσα διακρίνουν την ανθρώπινη υπόστασή τους.

Η Σοφία Καραγιάννη  έχει  συλλάβει και ψηλαφίζει  πότε απαλά με ποιητικό χάδι, πότε σκληρά με νατουραλιστική ωμότητα την εσωτερική δυναμική του έργου, οδηγώντας σοφά την παράσταση μακριά από την παγίδα ενός εύπεπτου τηλεοπτικού ρεαλισμού, αυτού  που έχει κατακυριεύσει τα τελευταία χρόνια το ελληνικό θέατρο  και ο οποίος έχει εκπέσει σε θεατρικό ριάλιτι. Η τεχνική του εναλλασσόμενου διάλογου, οι πυρετώδεις εναλλαγές των θεατρικών προσώπων από θύματα σε θύτες και τούμπαλιν, και η μεταφυσική λεπτομέρειά της,  οδηγούν σε μια υψηλή δραματουργική κορύφωση  μέσα από συγκινησιακές διαδρομές.

Για άλλη μια φορά ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης αποδεικνύει τη σκηνική στιβαρότητα του και την ικανότητα του στην απόδοση της εσωτερικότητας στην ερμηνεία του, πράγμα εξαιρετικό δύσκολο σε αυτήν την παράσταση αν σκεφτεί κανείς το γήινο των ηρώων που μεταλλάσσεται.  Ο Κωνσταντίνος Πασσάς γνωρίζει να ελίσσεται από το μαλακό στο σκληρό και από το φωτεινό στο σκοτεινό. Ο Δημήτρης Μαμιός, εδώ  βρίσκεται σε πιο συγκρατημένους τόνους, πιο στακάτος και χωρίς  ερμηνευτικές εξάρσεις, μετά το ρεσιτάλ της προηγούμενης δουλειάς του , στην «Πανούκλα» του Καμύ (σε σκηνοθεσία επίσης της Σοφίας Καραγιάννη). Αποκάλυψη της παράστασης ο Γιάννης Μάνθος, ηθοποιός  που διαθέτει «επί ποδός» σύσσωμα τα ερμηνευτικά εργαλεία του, την εναλλαγή βλέμματος, τη διαχείριση του σώματος,  και τη φωνητική ευελιξία του.  Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα οι φωτισμοί της Βασιλικής Γώγου και η τελετουργική κίνηση της Μαργαρίτας Τρίκκα με χειρονομιακή ακρίβεια, ετοιμότητα και κυριολεξία,  ενίσχυσαν το  σκοτεινό περιβάλλον ενός απόδειπνου με φόντο τη φωτεινότητα μιας μόνιμα ανταριασμένης θάλασσας, ένα εύστοχο  σχόλιο ρεαλιστικής αποτύπωσης των τόπων εξορίας αλλά και του ανήσυχου, γεμάτου σκέψεις πνεύματος. Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη πολιορκεί αισθητικά όλο αυτό το εξόχως εικαστικό και βαθιά συγκινητικό, θερμό θεατρικό σύνολο .

ΥΓ Η Σοφία Καραγιάννη και πολλοί ακόμα άξιοι σκηνοθέτες της γενιάς της γιατί βρίσκονται εκτός Εθνικού Θεάτρου, Φεστιβάλ Αθηνών –Επιδαύρου, ΚΘΒΕ κλπ την ίδια στιγμή που στον προγραμματισμό αυτών των φορέων συναντάμε (με όποια διοίκηση) κάθε χρόνο τους ίδιους και σε άλλους ρόλους; Ή μήπως η κριτική δεν πρέπει να θέτει τέτοια ζητήματα; (με τον φόβο εξώδικου ή επιστολής στον αρχισυντάκτη….)

Η παράσταση παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Σύγχρονο Θέατρο. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Μυρτώ Αθανασοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Μουσική: Μάνος Αντωνιάδης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Φωτισμοί: Βασιλική Γώγου
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθανασία Κυμπούρη
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: GAFF
Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος