«Μαχαίρι στο κόκαλο» του Κώστα Μουρσελά. Κάπως έτσι, ο μικροαστικός κόσμος του αφηγήματος της εκσυγχρονισμένης Ελλάδας, μέσα από το πρόσχημα των συζυγικών αυτό-αλληλο-ταπεινώσεων, καταπέφτει στην απόλυτη λουμπενοποίηση του και στην αδίστακτη και χωρίς όρια και ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς (αντι)κοινωνική συμπεριφορά του.

Έχει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό ο Κώστας Μουρσελάς στο έργο του.  Ρεαλισμός, που αναγνωρίζεται μεν στην οικειότητα χαρακτήρων και γλώσσας που αυτοί μιλούν, αλλά ταυτόχρονα και ρεαλισμός που έχει δεχτεί γερές ενέσιμες δόσεις από το παράλογο, τη λεπτή ειρωνία, τον ανεπαίσθητο σχεδόν συμβολισμό της σκηνικής και εννοιολογικής σκευής του συγγραφέα. Σε ένα σχήμα που θα μπορούσε να πει κανείς «κατ’ευφημισμόν», ο ρεαλισμός του Μουρσελά εξουδετερώνει τον  ίδιο τον (συμβατικό) ρεαλισμό του.

Οι ήρωες στο «Μαχαίρι στο κόκαλο», ο Λεωνίδας και η Ελένη (καθόλου τυχαία τα φορτωμένα με ιστορική δόξα ονόματα), εγκατεστημένοι στον μεσαίο όροφο  της στενόχωρης πολυκατοικίας, σύμβολο μια «επιτυχημένης» ζωής, αναμένουν την επίσκεψη του Προέδρου, που μένει από πάνω τους και που θα είναι το σκαλοπάτι της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου τους, ο οποίος όμως δεν έρχεται ποτέ. Είναι το δωδέκατο διαμέρισμά τους, κάτω από τον δωδέκατο Πρόεδρο, που διεκδικούν για δωδέκατη φορά την ανέλιξή τους. Περιφρονούν δε, επιδεικτικά την όποια απόπειρα επαφής που επιδιώκει ο ένοικος του κάτω από αυτούς ορόφου. Και κάπου εδώ τελειώνουν οι αναφορές και αντιστοιχίσεις και το παράλογο δίνει τη θέση του στη σκληρή πραγματικότητα. Θα επισκεφτούν διαδοχικά οι ίδιοι τον Πρόεδρο με ό,τι αυτό σημαίνει για την ηθική τους υπόσταση και την όποια ατομική τους ευημερία.

Κάνοντας την αναγωγή στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» (αναφορές του οποίου εντοπίζουμε συχνά στο έργο του Μουρσελά με χαρακτηριστικότερο όλων το «Εκείνος κι Εκείνος») όπου το ξεραμένο δέντρο δίνει τη θέση του στο μίζερο διαμέρισμα της πολυκατοικίας και ο Πρόεδρος γίνεται ο Γκοντό που δεν εμφανίζεται, αυτή η  τελευταία ελπίδα των εξαθλιωμένων ηθικά και απελπισμένων μικροαστών του έργου του Μουρσελά, βλέπουμε με πόση ευφυΐα ο συγγραφέας καταγράφει τη συνθήκη και ιδιαίτερα την ταξικότητα των ηρώων του.

Οι μικροαστοί ήρωες γίνονται ρεαλιστικά σύμβολα ενός κόσμου που στην προσπάθεια της ατομικής ανόδου του, είναι αποφασισμένος να κατέβει όλα τα σκαλοπάτια του υπανθρωπισμού.
Κάπως έτσι, ο μικροαστικός κόσμος του αφηγήματος της αναδομούμενης Ελλάδας, μέσα από το πρόσχημα των συζυγικών αυτό-αλληλο-ταπεινώσεων, καταπέφτει στην απόλυτη λουμπενοποίηση του και στην αδίστακτη και χωρίς όρια και ηθικούς ή αξιακούς φραγμούς (αντι)κοινωνική συμπεριφορά του. Αυτή η σύγκρουση του ατομικού και του κοινωνικού, αυτή η σταδιακή απομάκρυνση από τα ιδεώδη της κοινωνικής συνύπαρξης σε όφελος του ατομικισμού, είναι τα θέματα που θα απασχολήσουν το συγγραφέα στο σύνολο σχεδόν του έργου του.

Ο Βασίλης Καλφάκης, είναι φανερό πως στην παράσταση του στο Θέατρο 104 «Μαχαίρι στο κόκαλο» διάβασε αυτήν παραδοξότητα στο έργο του συγγραφέα και αυτήν ακριβώς ανέδειξε, προσεγγίζοντας εμφανώς το σκηνικό και αισθητικό παράλογο και τονίζοντας τις αυτές τις μπεκετικές αντιστοιχίσεις του έργου, και –πολύ σημαντικό- έδωσε κλιμακούμενο ρυθμό και ένταση μέσα από λόγια, παύσεις και σιωπές.

Στο εξπρεσιονιστικό σκηνικό περιβάλλον (σκηνικά-κοστούμια Ηλιάνα Μπαφέρου) μέσα στην πληθώρα των πλαστικών λουλουδιών, και τα κοστούμια να φωτογραφίζουν την πασοκική περίοδο των 80ς της επίπλαστης δανεικής ευημερίας και με τον πίνακα της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου του Θεόδωρου Βρυζάκη να δεσπόζει, εντείνει τις ειρωνικές αιχμές του συγγραφέα. Και επειδή το έργο παραμένει διαχρονικό στην ουσία του, στην εκκίνησή του, στις αναφορές του αλλά και στο «δια ταύτα» του, ίσως αυτό που χρειαζόταν ήταν μια έξυπνη επικαιροποίηση των συμβόλων του (το αμερικανόφερτο φλιτ, η τηλεφωνική συσκευή, το πικάπ, το «χρουτς» των δίσκων μουσικής κλπ) ώστε ακριβώς να επαναπροσδιορίσει την ευγλωττία του στο σύγχρονο κοινό και να μην περιοριστεί στην καταγραφή μιας εποχής που σήμανε την αρχή της σημερινής κοινωνικής κατάντιας. 

Ξεπερνώντας αυτό το αναχρονιστικό παραστασιογραφικό αγκάθι ενός έργου γραμμένου το 1973 και παιγμένου το 2023, είδαμε στην παράσταση του Βασίλη Καλφάκη και σχέδιο και όραμα και δουλειά. Ο ίδιος στο ρόλο του Λεωνίδα με την παρτενέρ του Σάντρα Λειβαδάρα στο ρόλο της Ελένης συντάχθηκαν αποστασιοποιητικά στους χαρακτήρες, ξεφεύγοντας από μια στείρα ρεαλιστική ερμηνευτική τοποθέτηση, φέρνοντας στη σκηνή συμπεριφορές και χαρακτηριστικά ενός γενικού συνόλου χωρίς εξατομικεύσεις και ενισχύοντας τους ήρωες με γκροτέσκο χαρακτηριστικά και με μια επίπλαστη σοβαροφάνεια που αρμόζει στην ευτελή κατάπτωσή τους. Η Νατάσα Σιέτου στην κίνηση συνεπικουρεί καθοριστικά σε αυτήν την γκροτέσκο αισθητική, σε στιγμές με κάποια υπερβολή είναι η αλήθεια, σε μια προσπάθεια καταγραφής στερεοτυπικών πατριαρχικών σωματικών συμπεριφορών. Ο Ανρί Κεργκομάρ στη μουσική ακολουθεί και συνοδεύει το πνεύμα της παράστασης, ενώ τα φώτα του Βασίλη Γιαννακόπουλου δίνουν με άριστο τρόπο την κατάλληλη έμφαση αυτού του ωφελιμιστικού συζυγικού ανταγωνισμού.

Η παράσταση, με αυτές τις μικρές επισημάνσεις, αποτελεί μια ευτυχή συνύπαρξη της συγγραφικής οξυδέρκειας του Κώστα Μουρσελά και μιας  σύγχρονης ανάγνωσής της, με ιδιαίτερο βάρος στην ερμηνευτική διαφοροποίηση και αναλυτική καταγραφή ταξικών συμπεριφορών από τον υποσχόμενο Βασίλη Καλφάκη.

Διασκευή – σκηνοθεσία: Βασίλης Καλφάκης
Μουσική: Ανρί Κεργκομάρ
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσα Σιέτου
Επιμέλεια σκηνικών-κοστουμιών: Ηλιάνα Μπαφέρου
Φωτισμοί: Βασίλης Γιαννακόπουλος
Φωτογραφίες-trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας.
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν: Σάντρα Λειβαδάρα και Βασίλης Καλφάκης.

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Σάββατο και Κυριακή στις 20:30
Από 16 Σεπτεμβρίου και για 8 παραστάσεις.
Τιμές εισιτηρίων:
Κανονικό: 15 ευρώ.
Φοιτητικό/ανέργων: 10 ευρώ.
Ατέλεια ηθοποιών – σπουδαστών καλλιτεχνικών σχολών: 8 ευρώ.
Διάρκεια:70 λεπτά
Προπώληση: more.com

Θέατρο 104.
Στάση Μετρό: «Κεραμεικός».
Τηλέφωνα: 695 126 9828, 210 3455020.
E-mail: [email protected]