Κριτική | «Μένγκελε» από την Αναστασία Κουμίδου: τα «παιχνίδια» ενός Ναζί. Αναμφισβήτητα, αυτό το παιχνίδι ταυτότητας, αυτό το είδος «θέατρο στο θέατρο», αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο ίντριγκας για κάθε σκηνοθέτη. Και εδώ η Αναστασία Κουμίδου, δούλεψε στην πράξη πάνω σε αυτό.
Ο Θανάσης Τριαρίδης γράφει το «Μένγκελε» με τη θέση ότι ο Μένγκελε εκπροσωπεί «το μεγαλύτερο ιστορικό κακό». Θέση που δε χωράει αμφισβήτηση, αν αναλογιστεί κανείς τις θηριωδίες του «Αγγέλου του Θανάτου» όπως ονομάστηκε, που χρησιμοποίησε παιδιά ως πειραματόζωα στο Άουσβιτς. Ναζιστής μέχρι τέλους, υπέρμαχος της θεωρίας των ανώτερων φυλών, εκμηδένισε την ανθρώπινη υπόσταση με σαδιστικούς τρόπους, όλα στο όνομα της «επιστήμης».
Η συνάντηση δυο αγνώστων στο βαγόνι ενός τρένου (ανατρέχτε στα βαγόνια που φορτώνονταν οι εκτοπισμένοι Εβραίοι, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι κλπ προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσής τους) θα δώσει το ερέθισμα να ξεκινήσει ένα παιχνίδι ταυτότητας ανάμεσά τους, όπου εκείνος θα γίνει ο Μένγκελε και εκείνη θα γίνει η Εσθήρ, μια ανήλικη Εβραιοπούλα. Η ιδιότητά της, ως ιστορικός που ερευνά τα έργα και τις ημέρες του εγκληματία λοχαγού, αποτελεί το έναυσμα και το ερέθισμα.
Ο Θανάσης Τριαρίδης, για μια ακόμη φορά εμπλέκει σε έργο του, το αγαπημένο του ψυχολογικό παιχνίδι ρόλων και ταυτότητας, «Αν είμαι, είσαι», ανακατεύοντας την τράπουλα ιστορικοκοινωνικών φαινομένων και μετατρέποντας τη συλλογική μνήμη σε προσωπική. Και παρόλο που αυτό το παιχνίδι, το οποίο συναντάται κατά κόρον στην εργογραφία του, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τη διαχείριση, την εκτίμηση και αποτίμηση του ιστορικού ή μυθολογικού υλικού, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς τον κίνδυνο που ελλοχεύει να υποπέσει σε μια αναθεωρητική (τουλάχιστον) και αντιιστορική επεξήγησή του. Ενώ σε πρώτη ανάγνωση η άποψη του συγγραφέα ότι «ο Μένγκελε ήταν αυτός που ήταν επειδή μπορούσε» (με τη ψυχολογία, την ψυχιατρική, τη λίμπιντο κλπ να αποτελούν εργαλεία της εξερεύνησης του) φαίνεται σωστή τοποθέτηση, μάλλον τελικά στρέφει την κουβέντα σε μια παραπλανητική και λανθασμένη κατεύθυνση.
Και για να λέμε τα πράγματα νέτα-σκέτα χωρίς φιοριτούρες, ο Μένγκελε, ήταν αυτό που ήταν γιατί ήταν αμετανόητα Ναζί. Εκπροσωπούσε δηλαδή τη χειρότερη ιδεολογικοπολιτική μορφή του καπιταλισμού και δούλευε στην υπηρεσία του. Ούτε αυτός, ούτε ο Χίτλερ, διέπραξαν τα εγκλήματά τους, επειδή ήταν ψυχασθενείς, σεξουαλικά ακόρεστοι ή ανίκανοι, μεθυσμένοι από την εξουσία και άλλες λοιπές θεωρίες, ξεπλύματος του ναζισμού. Το αποτύπωμά τους στην ιστορία δεν ήταν ψυχολογικό, ούτε βεβαίως ανθρωπολογικό. Ήταν ξεκάθαρα πολιτικό. Η θεωρία που διατυπώνεται ότι «ο ο άνθρωπος αποφεύγει να αντικρίσει τη φρίκη του είδους του», είναι μέρος ενός «τσουβαλιάσματος» της ανθρώπινης συμπεριφοράς, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τους οικονομικοκοινωνικούς όρους που την καθορίζουν, και γι΄αυτό εντέλει αποπροσανατολιστική και αντιεπιστημονική.
Στα αμιγώς θεατρικά τώρα, η Αναστασία Κουμίδου είχε να διαχειριστεί στην πραγματικότητα ένα δύσκαμπτο, αντιθεατρικό υλικό. Η θεατρικότητα στο έργο του Θανάση Τριαρίδη, ακριβώς επειδή αποτελεί ένα πρόσχημα ανάπτυξης της σκέψης του, περνάει σε δεύτερο μέρος. Τα περισσότερα έργα του, είναι θεατρικά από σύμβαση, μπορούν να σταθούν αυθύπαρκτα, μόνα τους ως δοκίμια ή να εκφωνηθούν ως διαλέξεις χωρίς να έχουν ιδιαίτερη ανάγκη την παραστατική τέχνη. Και ο «Μένγκελε» δεν αποτελεί εξαίρεση, μιας και η απουσία δράσης είναι απόλυτα εμφανής, η στατικότητα αποτελεί χαρακτηριστικό του και η σκηνή αποτελεί απλά το όχημα της ψυχογραφικής πολυσύνθετης γραφής του συγγραφέα. Αναμφισβήτητα, αυτό το παιχνίδι ταυτότητας, αυτό το είδος «θέατρο στο θέατρο», αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο ίντριγκας για κάθε σκηνοθέτη. Και εδώ η Αναστασία Κουμίδου, δούλεψε στην πράξη πάνω σε αυτό. Ύψωσε καθρέφτες -τζάμια (εικαστικό περιβάλλον Κωνσταντίνος Παυλίδης), σε ένα εξαιρετικό εύρημα-σχόλιο, παίζοντας με αυτό που κανείς μπορεί να δει σε σχέση με αυτό που υπάρχει να δει και επενδύοντας στην ίδια τη δομή του έργου. Το Yοucali του Κουρτ Βάιλ τοποθετείται ως ειρωνικό ηχοτόπιο της παράστασης (Θεόδωρος Λώτης – Claude Poltis). Τα φώτα του Γιώργου Αγιαννίτη συμπράττουν καταλυτικά στη μεστότητα της ατμόσφαιρας. Η σκηνοθεσία της Αναστασίας Κουμίδου νοηματοδοτεί διαλεκτικά το κείμενο, βρίσκοντας ερείσματα στα ερωτηματικά και τους υπαινιγμούς του. Το ψυχρό και κλειστοφοβικό βαγόνι, με το βραχυκυκλωμένο σκοτάδι του, καθρεφτίζει την τραγική συνένωση πραγματικότητας και φαντασίας, επαναπροσδιορίζοντας αποκαλυπτικά το παιχνίδι ως πρόσχημα εγκλήματος. Όπως ακριβώς χρησιμοποίησε ο Μένγκελε την Επιστήμη, δηλαδή.
Η μεγάλη δυσκολία της παράστασης είναι τα δύο ερμηνευτικά επίπεδα στα οποία θα πρέπει να εγκολπωθούν οι ηθοποιοί. Ο Λυκούργος Μπάδρας, εκτός από τη γοητεία που προσδίδει στο ρόλο, αυτήν τη γοητεία του «κακού» που ελκύει, διαθέτει μια εργαλειοθήκη που του επιτρέπει να ελίσσεται και να βουτάει σε αυτές τις δύσκολες ερμηνευτικές μεταστροφές του ρόλου και να μην γίνεται «χαλκομανία» του. Η Βέρα Μακρομαρίδου, σε χαμηλότερους τόνους , δείχνει να παρασύρεται από την, στο πλαίσιο του δραματουργικού παιχνιδιού «θυματοποίηση» του ρόλου της, καταφεύγοντας εξαρχής στην απόδοση μιας ανάγλυφης ευθραυστότητας, η οποία όμως παραμένει σε ευθεία γραμμή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Έχει ισορροπία η ερμηνεία της , δεν έχει όμως σπινθήρα στην αποτύπωσή της.
Η παράσταση ανεβαίνει στο Θέατρο Noūs-Creative space κάθε Τετάρτη & Πέμπτη στις 21:00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ
Συγγραφέας: Θανάσης Τριαρίδης
Δραματουργική επεξεργασία / Σκηνοθεσία: Αναστασία Κουμίδου
Ηχητική επεξεργασία: Θεόδωρος Λώτης
Ήχοι: Claude Poltis
Ηχογραφήσεις: Victor Mastela
Εικαστική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παυλίδης
Κίνηση: Χριστίνα Βασιλοπούλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Αγιαννίτης
Βοηθός Σκηνοθέτιδας: Ευαγγελία Καλογιάννη
Φωτογραφίες/ trailer: Γρηγόρης Καρκαλής
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: Θέατρο Noūs-Creative space
Ερμηνεία: Λυκούργος Μπάδρας, Βέρα Μακρομαρίδου