Κριτική | Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι με τη Μαριόν Κοτιγιάρ. Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου
Στον πυρήνα του, το «Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι» (2023) που πρωταγωνιστεί η Μαριόν Κοτιγιάρ είναι πολύ πιο «βατό» από αυτό που υποδηλώνουν οι πιο αντισυμβατικές πλευρές του.
Θυμίζει μια συνεδρία ψυχοθεραπείας που εκτείνεται σε πολλά πεδία, ενίοτε επώδυνη γιατί ανασύρει καταστάσεις που δεν έχουν επιλυθεί, που όμως βγάζει τον σινεφίλ στην άλλη πλευρά περισσότερο συνειδητοποιημένο, ίσως και με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση.
Πρόκειται για σινεμά ειλικρίνειας (εννοείται βέβαια πως δεν απουσιάζει ένα απαραίτητο φιλτράρισμα) σε βαθμό που ενδέχεται να έχει και μια επίδραση απελευθέρωσης σε μεγάλη μερίδα των θεατών.
Στο ξεκίνημά του, το φιλμ της σκηνοθέτιδας Μόνα Ασάς δείχνει να ενδιαφέρεται πολύ για το «παιχνίδι» που επιχειρεί με το θόλωμα ανάμεσα σε αναπαράσταση και πραγματικότητα, σε τεχνητό και βιωματικό.
Θα μπορούσε κανείς να το κατηγορήσει γι’ αυτή του τη ροπή προς τον φορμαλισμό ως ένα απόμακρο κινηματογραφικό πείραμα.
Όσο προχωράνε όμως τα λεπτά και ξετυλίγονται όλες οι λεπτομέρειες των προσωπικών διαδρομών των τριών γυναικών που συνθέτουν ένα πορτρέτο γενεών με περισσότερες ομοιότητες τελικά παρά διαφορές (της ίδιας της σκηνοθέτιδας, της μητέρας της, Carole, και της γιαγιάς της, Monique Lange), τόσο πιο ξεκάθαρη γίνεται η εξομολογητική κι επείγουσα φύση του συνόλου, σαν ένα ταξίδι της Ασάς προς μια κάποια λύτρωση μέσω της αναμέτρησης με βιώματα δικά της αλλά και των κοντινών της ανθρώπων.
Όμως αυτό που προκύπτει κινηματογραφικά δεν είναι μια υπόθεση που να αφορά μόνο τη δημιουργό, κι εκεί είναι που κερδίζεται το στοίχημα. Σίγουρα υπάρχουν πολλά περιθώρια ταύτισης ανάμεσα στο κοινό και σε όσα εξιστορούνται, όχι απαραίτητα σε επίπεδο εμπειριών αλλά συναισθημάτων, που είναι και το ζητούμενο σε τέτοιες διαδικασίες.
Θίγονται ζητήματα ευαίσθητα, από το πώς το τραύμα στην παιδική ηλικία φτάνει να καθορίζει σχεδόν όλες τις πτυχές της ενήλικης ζωής που έρχεται αργότερα, μέχρι τον τρόπο με τον οποίο τα ίδια λάθη επαναλαμβάνονται από τον γονέα στο παιδί όταν μετέπειτα στην προσωπική του πορεία εκείνο υιοθετεί τον ρόλο του πρώτου.
Και το «κολάζ» διαφορετικών τεχνικών στον δρόμο προς τη σύνθεση μιας ολιστικής θεώρησης των αναμνήσεων που εξετάζονται, με την ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ το αρχειακό υλικό, τις ηχογραφήσεις, τις επισημάνσεις της Ασάς που έχουν έναν ενδοσκοπικό χαρακτήρα, έχει πραγματικά τον αέρα ενός ενιαίου οράματος και όχι μιας σειράς σκόρπιων ιδεών, ενώ λειτουργεί και ως ένα σχόλιο για τις πολλαπλές οδούς μέσω των οποίων ενεργοποιείται η μνήμη.
Τα συμπεράσματα πολλά, ξεκινούν από το πώς η ταυτότητα ενός ατόμου, ειδικά σε βάθος χρόνου, είναι κάτι υπερβολικά ρευστό και σύνθετο για να χωρέσει κάτω από μια συνοπτική ταμπέλα και καταλήγουν μεταξύ άλλων και στο ότι η ωριμότητα έρχεται πολλές φορές μέσα και από τη συγχώρεση.
Ως προς το πορτρέτο που σκιαγραφεί η Μαριόν Κοτιγιάρ γύρω από την υπαρκτή προσωπικότητα της Καρόλ Ασάς, έχει εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον το πώς κάνει ορατές τις «ραφές» της τεχνικής της, ειδικά από τη στιγμή που η σκηνή που την εντάσσει στο φιλμ έχει μια πολύ συγκεκριμένη αυτοαναφορική φύση, καθιστώντας έτσι τη δική της συνεισφορά όχι μόνο μια απόδοση μιας πολυσχιδούς γυναίκας, αλλά και μια μελέτη επάνω στη σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τον ρόλο.
Άρα θα γινόταν κάποιος να μιλήσει ακόμη και για «μετα-ερμηνεία» με αυτά τα δεδομένα; Είναι σίγουρα κάτι που «σηκώνει» συζήτηση.
Σκηνοθεσία: Μόνα Ασάς
Σενάριο: Κάρολ Ασάς, Μόνα Ασάς
Πρωταγωνιστούν: Μαριόν Κοτιγιάρ. Μαρί Μπινέλ, Ντιντιέ Φλαμάν