Κριτική – Ρισελιέ – Η ταινία βγαίνει στις 28 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους.

Το Ρισελιέ (2023) εξερευνά τις συνέπειες του ανεξέλεγκτου καπιταλισμού και το προσωπικό κόστος που πρέπει να πληρώσουν όχι μόνο οι εκμεταλλευόμενοι, αλλά και εκείνοι που γίνονται μάρτυρες αυτής της εκμετάλλευσης. Η ταινία παρακολουθεί την ιστορία της Αριάν, μιας νεαρής γυναίκας που εργάζεται ως ισπανόφωνη διερμηνέας για τους εποχικούς εργάτες από τη Γουατεμάλα σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας σιτηρών στον Καναδά.

Φαίνεται να έχει μάθει πολλά από τις πολύτιμες διδαχές των αδερφών Dardenne ο Πιέρ-Φιλίπ Σεβινί, βάζοντας μάλιστα και δικές του πινελιές σε αυτό που προκύπτει σαν τελικό αποτέλεσμα, με στιγμές σασπένς που έχουν το ένα τους πόδι και στον κινηματογράφο είδους. Ποτέ όμως δεν εκτροχιάζεται το σενάριο από τον έντονα καταγγελτικό του τόνο, εκπέμποντας μηνύματα υπέρ των μη προνομιούχων τα οποία έχουν αυξημένη βαρύτητα σε καιρούς που επικρατεί ειδικά στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα ένα «διαίρει και βασίλευε».

Ακόμη και αν χρησιμοποιεί ενίοτε κάπως κλισέ σχήματα για να μιλήσει σε ένα ευρύτερο κοινό (όπως για παράδειγμα το ότι τοποθετεί ως επίκεντρο της πλοκής τη μεταφράστρια αντί για το σύνολο των εργατών που «κουβαλούν» την ψυχή της νοηματικής) δεν κάνει σε καμία περίπτωση εκπτώσεις για να γίνει λιγότερο δυσάρεστος σε κάποιους.

Ρισελιέ – Θετική εντύπωση αφήνει και το γεγονός ότι το σύνολο δεν παρασύρεται ποτέ από συναισθηματισμούς, ακόμη και όταν υπάρχει εστίαση στο προσωπικό και το ανθρώπινο δεν επιστρατεύονται τεχνάσματα για να βγει μια φτηνή συγκίνηση με το τσιγκέλι.

Ενώ και τα συμπεράσματα στα οποία φτάνει το σενάριο σχετικά με το modus operandi του ύστερου καπιταλισμού, με τις ιεραρχικές δομές που θυμίζουν τροφική αλυσίδα ως προς το πού οδηγούν οι πιέσεις που οι ανώτεροι θα ασκήσουν στους κατώτερους, δείχνουν μια «κοφτερή» αντίληψη εκ μέρους των συντελεστών.

Η πεσιμιστική ματιά που υιοθετείται γύρω από τα ζητήματα που θίγονται δεν είναι αντιπαραγωγική, το αντίθετο μάλιστα, στοχεύει στο να συνειδητοποιήσει ο πιο ανυποψίαστος θεατής την πλήρη έκταση των παθογενειών που περιγράφονται, να βγει από τη βολή της άγνοιας ή και να αναθεωρήσει για κάποια αφηγήματα που έχει ασπαστεί για διάφορους λόγους.

Η σφιχτοδεμένη χρονική διάρκεια των ενενήντα λεπτών δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω και βοηθάει στο να ανέβει η ένταση, με μια αγχώδη ατμόσφαιρα επείγοντος να αιωρείται σχεδόν πάντοτε προσδίδοντας έτσι μια χροιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θριλερική.

Τα μουντά, θλιμμένα χρώματα της φωτογραφίας του Gabriel Brault-Tardif είναι σαν να έχουν διαλεχθεί από ένα ηθικό πείσμα για να μην ωραιοποιηθεί ακόμη και σε εικαστικό επίπεδο η πραγματικότητα που εξιστορείται επί της οθόνης.

Η κεντρική ερμηνεία της Αριάν Καστεγιάνος, λόγω φύσης του ρόλου, εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει σε γνωστά αβανταδόρικα μονοπάτια που κυνηγούν τις πιασάρικες στιγμές για να αποθεωθούν με τετριμμένα σχόλια περί «ρεσιτάλ», ορθά όμως επιλέγεται ο δρόμος μιας πιο χαμηλότονης προσέγγισης, που εξυπηρετεί ταπεινά την ιστορία κι εκπέμπει μια ευγένεια η οποία δεν «κραυγάζει», καθιστώντας την έτσι μια ηρωίδα που κινείται σε πλαίσια αληθοφανή, γήινα και όχι εξιδανικευμένα για να τονιστεί κάπως επιτηδευμένα ένας ιδεαλισμός.

Εξαιρετικά σιγοντάρει ο Μαρκ-Αντρέ Γκροντέν ως ένα αντίπαλο δέος το οποίο χτίζεται γύρω από μια έννοια χρησιμοθηρικού κακού τρόπον τινά, αποφεύγοντας το μονοπάτι της καρικατούρας.

Πέρα από την ξεκάθαρη θέση που παίρνει απέναντι σε όσα διαπραγματεύεται, το «Ρισελιέ» είναι σινεμά κοινωνικού προβληματισμού που διαθέτει και γνωρίσματα ικανά να τραβήξουν την προσοχή του κινηματογραφόφιλου που δεν έχει απαραίτητα στις πρώτες του επιλογές δημιουργίες παρόμοιας θεματολογίας. Και παρότι λαμβάνει χώρα στον σχετικά «εξωτικό» από άποψη πολιτικών εξελίξεων Καναδά, χτυπάει «καμπανάκια» ιδιαίτερα επίκαιρα που αφορούν τον δυτικό κόσμο σήμερα, και όχι μόνο.

Σκηνοθεσία / Σενάριο: Πιέρ-Φιλίπ Σεβινί
Ηθοποιοί: Αριάν Καστεγιάνος, Μαρκ-Αντρέ Γκροντέν, Νέλσον Κορονάδο, Εβ Ντιρανσό