
Κριτική | «Το φως μιας λίμνης»: θέατρο ή εμπειρία;
Το σχόλιο για την τέχνη (και ειδικότερα τη θεατρική), την εξέλιξή της, το σύστημα μέσα στο οποίο εξελίσσεται, χρηματοδοτείται και εργαλειοποιείται είναι προφανές και έκδηλο. «Μοιάζει με βαλσαμωμένο ελάφι» θα μα πει το ισπανοελβετικό δίδυμο κάποια στιγμή, «πανέμορφο εξωτερικά, κούφιο από μέσα». Η τέχνη του «WOW» (δηλαδή του ψευτοεντυπωσιασμού και της επιφανειακής θελκτικότητας), όπως την ορίζουν μας έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα και της έχουμε ανοίξει.
Αταξινόμητη η παράσταση των El Conde de Torrefiel, ένα ισπανοελβετικό δίδυμο, οι οποίοι έκαναν τη δεύτερή τους επίσκεψη στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου (μετά τη «Plaza» τους το 2018) με «Το φως μιας λίμνης».
Με μια εντελώς αφαιρετική αλλά ταυτόχρονα κομψή αισθητική, έδωσαν μια σκηνική ανα-παράσταση όπου απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά η ανα-παράσταση! Δεν υπάρχουν ηθοποιοί (ή μάλλον υπάρχουν αλλά εμφανίζονται ως σιωπηλοί βοηθοί σκηνής), δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές, δεν υπάρχουν σκηνικές φόρμες, ερμηνευτικές τοποθετήσεις, ατάκες και περιπεπλεγμένη δραματουργία. Αγνή αφήγηση και πολύ φως.
Οι Tanya Beyeler και Pablo Gisbert, προτείνουν ή μάλλον για την ακρίβεια, προβλέπουν , μιαν άλλη, διαφορετική θεατρική γλώσσα, στα χρόνια της τεχνητής νοημοσύνης, όπου το έμψυχο, ανθρώπινο δυναμικό θα περιορίζεται σε βοηθητικό, συνδρομητικό ρόλο της θεατρικής διαδικασίας.
Η θεατρική πλοκή στο «Φως μιας λίμνης» αφορά σχεδόν αποκλειστικά την ηχητική εμπειρία του θεατή σε συνδυασμό με μια οπτική που χρησιμοποιεί αποκλειστικά την «τεχνολογία» παραγωγής εφέ για να διαμορφώσει την αισθητική της. Ακούμε και διαβάζουμε σε διαφορετικά διαμορφωμένα και τοποθετημένα κάθε φορά ταμπλό, τέσσερις διαφορετικές ιστορίες που τελικά δένονται σε μια ενιαία δομική αφήγηση, με ένα πολύ έξυπνο τρόπο. Μοιάζει με ένα κρύσταλλο που έσπασε και μέσα από την παράσταση επιχειρείται η διστακτική επανασυγκόλληση των θραυσμάτων του.
Η συνάντηση δύο νέων στο Μάντσεστερ του 1996, σε μια συναυλία του συγκροτήματος Massive Attack, η υπόθεση της πρώτης ιστορίας, που στην δεύτερη ιστορία αποκαλύπτεται ότ είναι η υπόθεση μιας ταινίας που ένα παράνομο ομοφυλόφυλο ζευγάρι παρακολουθεί δίνοντας τα ερωτικά ραντεβού του σε έναν παρακμιακό κινηματογράφο της χρεωκοπημένης Αθήνας του 2012, υπό το βάρος των διαδηλώσεων και της οικονομικής κρίσης. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης, της δεύτερης ιστορίας, είναι οι ήρωες του βιβλίου που διαβάζει η Μαριάννα, η ηρωίδα της τρίτης ιστορίας, βιολόγος και γυναίκα από αλλαγή φύλου στο μετρό του Παρισίου το 2024 , λίγο πριν επανέρθει στο τελευταίο γράμμα της αγαπημένης της γιαγιάς. Η Μαριάννα και η ιστορία της, είναι το θέμα της όπερας που έχει πρεμιέρα στη Βενετία του 2036, μια επεισοδιακή πρεμιέρα που σημαδεύτηκε από τη «βεβήλωση» της από ακτιβιστές που διαμαρτύρονται για την κατάντια της τέχνης.
Μουσική συναυλία, κινηματογραφικό έργο, λογοτεχνικό βιβλίο, θεατρική παράσταση, όλα τους είναι μορφές τέχνης και αυτός είναι ο συνδετικός αρμός που ενώνει τις τέσσερις ιστορίες σε μια, με την πρόφαση (όπως μας αναφέρεται στην εισαγωγή) ότι πρόκειται εντέλει για μια ενιαία ταινία.
Το σχόλιο για την τέχνη (και ειδικότερα τη θεατρική), την εξέλιξή της, το σύστημα μέσα στο οποίο εξελίσσεται, χρηματοδοτείται και εργαλειοποιείται είναι προφανές και έκδηλο. «Μοιάζει με βαλσαμωμένο ελάφι» θα μας πει το ισπανοελβετικό δίδυμο κάποια στιγμή, «πανέμορφο εξωτερικά, κούφιο από μέσα». Η τέχνη του «WOW» (δηλαδή του ψευτοεντυπωσιασμού και της επιφανειακής θελκτικότητας), όπως την ορίζουν μας έχει ήδη χτυπήσει την πόρτα και της έχουμε ανοίξει.
Παρόλο που προβληματιστήκαμε, αν μια αφήγηση αποτελεί εντέλει θεατρική πράξη, αν αυτό που είδαμε είναι μια πρόταση ή μια προειδοποίηση ενός μετα-θεατρικού θεάτρου, ένας ασπασμός ή μια καταγγελία και αν πρόκειται για μια performance ή ένα εικαστικό γεγονός, θαυμάσαμε την απλή, αστόλιστη και ανεπιτήδευτη γλώσσα των αφηγήσεων, τα καλογραμμένα κείμενα, τη μετάδοση μιας ήρεμης και γαλήνιας ατμόσφαιρας που λειτούργησε στην «ψυχολογία του κοινού» ως δύναμη ποιητικού (ανα)στοχασμού. Με ταξικό πρόσημο και οι τέσσερις ιστορίες, τοποθετούν θέματα όπως ο έρωτας, η εργασία, η ταυτότητα, η μνήμη, η επικοινωνία σε μια ανθρώπινη κοινωνιολογική διάσταση, αποδεικνύοντας με τρόπο ψύχραιμο, λογικό και έμπρακτο πως στην ουσία δεν υπάρχει άτομο αλλά κοινωνία που διαμορφώνει άτομα (καταρρίπτοντας την αντίθετη Θατσερική αποστροφή).
Σε κάθε περίπτωση, οι El Conde de Torrefiel, μας πρόσφεραν αυτό που ονομάζουμε εμπειρία: μια νέα γνώση παρατήρησης και εξάσκησης στη εργαλειοθήκη της σκέψης μας, προτάσσοντας ένα αισθητικό σύμπαν στα όρια του πειραματισμού. Που ίσως (θέλουμε – δεν θέλουμε) αποτελέσει και το μέλλον της θεατρικής πράξης. Ρίχνοντας, χωρίς να φωνασκεί, χωρίς να επιδεικνύει και χωρίς να ασχημονεί (ακόμα και στις σοκαριστικές σκηνές της βεβήλωσης) ένα άλλο, διαφορετικό φώς στις λίμνες της ψυχής μας.
Η παράσταση παίχτηκε 12 έως 14 Ιουνίου στον Χώρο Ε της Πειραιώς 260.
Ιδέα – Δημιουργία El Conde de Torrefiel
Σκηνοθεσία – Δραματουργία – Κείμενο Tanya Beyeler & Pablo Gisbert
Σκηνικά El Conde de Torrefiel & Isaac Torres
Υλικά και διαμόρφωση χώρου El Conde de Torrefiel & La Cuarta Piel
Τεχνική διεύθυνση Isaac Torres
Σχεδιασμός φωτισμού Manoly Rubio García
Σχεδιασμός ήχου Rebecca Praga & Uriel Ireland
Σύμβουλος αναφορών και έμπνευση Marta Azparren
Τεχνικοί περιοδείας Uriel Ireland, Guillem Bonfill, Uli Vandenberghe, Roberto Baldinelli
Διεύθυνση Uli Vandenberghe
Εκτέλεση παραγωγής CIELO DRIVE SL / Alessandra Simeoni
Υποστήριξη παραγωγής ICEC – Generalitat de Catalunya
Συμπαραγωγή Festival GREC (Ισπανία), CC Conde Duque (Ισπανία), Théâtre St. Gervais (Ελβετία), Teatro Municipal de Porto (Πορτογαλία), Festival d’Automne (Γαλλία), Festival delle Colline Torinesi (Ιταλία), Festival Contemporanea (Ιταλία), VIERNULVIER (Βέλγιο)
Το έργο υποστηρίζεται εν μέρει με επιχορήγηση από τον κρατικό οργανισμό Acción Cultural Española (AC/E).