Το κείμενο αφορά την παράσταση που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου

Κώστας Β. Ζήσης

Με κεντρικό της θέμα τον ξεπεσμό της πνευματικής δημιουργίας στην πόλη της Αθήνας ως απόρροια του βάλτου στον οποίο έχει περιέλθει η κοινωνία, η κωμωδία «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη διδάχτηκε το 405 π.Χ. Έχει προηγηθεί ο θάνατος των δύο τραγικών ποιητών Σοφοκλή και Ευριπίδη, ενώ την επόμενη χρονιά η Αθήνα θα νικηθεί οριστικά στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αυτό είναι το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της κωμωδίας αυτής, η οποία κέρδισε το πρώτο βραβείο παρόλο που το θέμα της αφορούσε πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες μιας εποχής που τα γεγονότα και οι τάσεις της δεν ευνοούσαν ιδιαίτερα τέτοιου είδους αναζητήσεις. Πιθανότατα, ιδιαίτερο ρόλο σε αυτήν την βράβευση θα έπρεπε να έπαιξε η Παράβαση του έργου, μέσα από την οποία εξυμνείται και προτείνεται ηθικά και πολιτικά η συμφιλίωση ως φάρμακο για το κλείσιμο των πληγών του πολέμου.

Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη: Στη διαδρομή, πορεία και άφιξη του μεταμφιεσμένου σε Ηρακλή, Διονύσου και του υπηρέτη του Ξανθία στον Άδη, και στην αντιπαράθεση Αισχύλου-Ευριπίδη για το ποιος θα πρέπει να επιστρέψει στην Αθήνα ώστε να τη βγάλει από την πνευματική ένδεια στην οποία έχει περιπέσει. Ίσως είναι η πιο «σοβαρή» κωμωδία του Αριστοφάνη με την έννοια ότι το κωμικό στοιχείο, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, βρίσκεται γερά θαμμένο και ανασύρεται μέσα από την εναλλαγή με το σοβαρό, και αυτό την κάνει πιο δύσκολη στη σκηνική αποτύπωσή της.

Οι «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Αργυρώς Χιώτη παρουσιάζονται στις 7 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2021

Η Αργυρώ Χιώτη και η ομάδα της VASISTAS μάς έχουν χαρίσει ήδη μερικές εξαιρετικές θεατρικές στιγμές (αρκεί να αναφέρω μόνο το υψηλό αισθητικό επίπεδο στις «Χοηφόρες» που παρουσίασε στην Μικρή Επίδαυρο το 2018) και φέτος ρίχτηκαν πραγματικά «στα βαθιά» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, όπου οι απαιτήσεις (τόσο τεχνικά όσο και μορφολογικά) μιας παράστασης είναι διαφορετικές. Η παράστασή της βασίζεται σε δύο αιχμές, από τη μια στην ανασύστασή της σε μια εκσυγχρονισμένη σκηνικά μορφή, απαλλαγμένη από λαϊκισμούς και γραφικότητες και, από την άλλη, στην ένταξή της  της σε ένα ιδιαίτερο μουσικό περιβάλλον με ενιαία κινησιολογική φόρμα. Σε κάποια σημεία πέτυχε, σε κάποια δυσκολεύτηκε.

Για παράδειγμα, δε θα συναντήσουμε σε αυτήν (τα σχεδόν επιβεβλημένα σε Αριστοφανική παράσταση) λαογραφικά στοιχεία και εικόνες. Δε θα αντιληφθούμε καν την με λαϊκό έρεισμα καρναβαλική διάθεση του έργου, η οποία εδώ προσομοιάζει περισσότερο με ατμόσφαιρα μιας επαγγελματικής παράστασης ενός τσίρκου. Οι υποκριτές μετέχουν εν συνόλω στην παράσταση σαν ξεκούρδιστες μαριονέτες, σαν μέλη ενός και μόνο καρουζέλ που περιστρέφεται αδιάκοπα και σχεδόν μονότονα. Η κίνηση (με ακροβατικά στοιχεία με την επιμέλεια του Μανούκ Καρυωτάκη) ενίσχυσε αυτή τη σκηνοθετική άποψη. Η σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη, ο διπλός ανισόπεδος και επικλινής διάδρομος που ξεκινά από τη γη στο κέντρο της Ορχήστρας και καταλήγει σε γκρεμό-τραμπολίνο που οδηγεί στον Άδη, «ασφάλισε» την παράσταση μονοδιάστατα να περιστρέφεται επάνω και αυστηρά γύρω από αυτόν. Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη πολύχρωμα, παρόλη τη ζωντάνια τους δεν κατάφεραν να απεγκλωβίσουν και να απελευθερώσουν το «μάτι» του θεατή από τον αυτό-περιορισμό της παράστασης στον σκηνικό διάδρομο. Το δυνατό σημείο της παράστασης είναι η μουσική του Jan Van Angelopoulos. Μουσική που δένει γερά με την προτεινόμενη αισθητική της, υπηρετώντας πιστά τη θεατρική πράξη, δημιουργώντας κάθε φορά τις ταιριαστές ατμόσφαιρες ανάλογα με τα επί της σκηνής τεκταινόμενα. Κύριο χαρακτηριστικό της η ποικιλομορφία στο είδος – ακούσαμε από δημοτικούς-έντεχνους σκοπούς μέχρι τζαζ και μπλουζ και λυρικά αρπίσματα κιθάρας. Τα φώτα του Τάσου Παλαιορούτα, σχεδιάζουν, ορίζουν και φωτίζουν τοπικές εναλλαγές και πρόσωπα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το ρόλο του Διονύσου αναλαμβάνει γυναίκα ηθοποιός (αν θυμαμαι καλά η Ρένη Πιττακή τον είχε υποδυθεί το 1992 στην παράσταση του Μίμη Κουγιουμτζή στο Θέατρο Τέχνης, αλλά και πρόσφατα η Σοφία Φιλιππίδου στην παράσταση του Κώστα Φιλίππογλου). Άλλωστε, για έναν τέτοιο Θεό, θεωρείται λογική μια τέτοια επιλογή. Η Μαρία Κεχαγιόγλου ερμηνεύει των υψηλών απαιτήσεων αυτόν ρόλο, μπαινοβγαίνοντας στη διττή υπόστασή του: κωμικός ως άνθρωπος, μελαγχολικός ως Θεός. Η άνοδος της στον Κοίλον του θεάτρου, η περιπλάνησή της ανάμεσα στους θεατές αποτελεί την κορυφαία στιγμή της παράστασης, ένα εύστοχο σχόλιο της σκηνοθέτιδας, τόσο για την λαϊκή καταγωγή και αφετηρία του Διονύσου, την ένωση Θεού και Ανθρώπου, όσο και για την αναγωγή του κοινού σε μοναδικό κριτή της θεατρικής πράξης. Έχει δύναμη και παλμό η ερμηνεία και της και κυρίως έχει συντονισμό με την Εύα Σαουλίδου που ερμηνεύει με ενέργεια και οίστρο τον ρόλο του Ξανθία. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου, ηθοποιός που αξιοποιεί με πλήρη επάρκεια σωματικές και υποκριτικές ικανότητες, έχω την εντύπωση πως αν είχε περισσότερη ελευθερία από τη δεσμευτικότητα της φόρμας, θα αναδείκνυε την κωμικότητα του ρόλου του Ηρακλή πέρα από την εικόνα. Διέκρινα κοινό ερμηνευτικό άξονα χωρίς διαφοροποίηση και στους τρεις ρόλους (Χάρος, Αιακός, Πλούτων) που υποδύθηκε ο Ευθύμης Θέου, πλαστικός στην κίνηση ο Μανούκ Καρυωτάκης, απολαυστική η Δήμητρα Βλαγκοπούλου στον ρόλο του Υπηρέτη, απόλυτα ενταγμένες και με υποδειγματική συνέπεια οι Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη και η Χαρά Κότσαλη. Ευθυτενής, με ακρίβεια και εμπειρία, και με φωνή που δεν χάνεται αλλά φτάνει και μένει στις κερκίδες, ο κορυφαίος του Αντώνη Μυριαγκού. Οι ίδιοι ηθοποιοί (εκτός του διδύμου Κεχαγιόγλου-Σαουλίδου) συγκροτούν και τον καλοκουρδισμένο (με την μορφή ακούρδιστων κουκλών) χορό όπου παίζει και ζωντανά τη μουσική. Μαζί τους είναι και ο Σπύρος Μάστορας.

Οι Ακύλλας Καραζήσης και Νίκος Χατζόπουλος, και η μεταξύ τους σκηνική αναμέτρηση ως Ευριπίδης και Αισχύλος αντίστοιχα, ήταν η πολυαναμενόμενη σκηνή της παράστασης. Τόσο για τον τρόπο που ο Αριστοφάνης σχεδιάζει και «στήνει» αυτήν την αναμέτρηση, με αναφορές στα έργα τους και στα ίδια τους τα κείμενα, όσο και για την a priori κωμικότητα μιας τέτοιας σύγκρουσης. Ο Αριστοφάνης στην ουσία «γλεντάει» και τους δύο τραγικούς, ασκώντας μια καίρια και οξυδερκή κριτική στα έργα τους. Θα ομολογήσω μια σκηνική αδυναμία να αποτυπωθεί αυτή η αναμέτρηση, στην καθαρότητα του κωμικού μεγαλείου της. Η ερμηνευτική δύναμη και αξία των ηθοποιών (πόσο εύστοχη επιλογή) από μόνη της, θα αρκούσε να την αναδείξει, αποφεύγοντας για παράδειγμα την ενδυματολογική φλυαρία (και ευκολία θα τολμήσω να πω) της έκδυσης και παρένδυσης του Ευριπίδη. Οι δύο ηθοποιοί «παίζουν μπάλα» με πάσες, προσποιήσεις, φάουλ και τάκλιν σε ένα γήπεδο που το γνωρίζουν καλά. Περιπαίζονται και αλληλοαναιρούται, με σαββοπουλική διάθεση.

Η Αργυρώ Χιώτη ενέταξε την παράσταση σε ένα αρκετά σαφές και αυστηρό στην τήρησή του πλαίσιο σε μια προσπάθειά της να φανεί συνεπής σε μια σύγχρονη αισθητική και ανάγνωση. Με το σοβαρό και το αστείο να περιπλέκεται μέσα στο έργο, ίσως έπρεπε να επεξεργαστεί περισσότερο τα κωμικά στοιχεία του για να την ισορροπήσει. Και ενώ δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την ποιότητα της δουλειάς της στο τελικό αποτέλεσμα – έδωσε μια παράσταση με στίγμα και χαρακτήρα, σίγουρα όμως μπορεί να διακρίνει την αδυναμία της παράστασης να επικοινωνήσει και να διαλεχθεί με το κοινό. Και αυτό στον Αριστοφάνη, είναι ένα πρόβλημα…