Από τον Ελευθέριο Λεβαντή //


Chopin – Polonaise, Op. 53 (Kissin)

 

Ξημέρωνε  Κυριακή και αυτή τη φορά ήταν οι τρείς τους: εκεινος και οι δυο φίλες του. Σηκώθηκε να φτιάξει καφέ και να φέρει κρουασάν και εφημερίδες  – τότε τις πρόσεξε,  αγκαλιά στο κρεβάτι,  γυμνές και ευτυχισμένες.

Παρέα με τα νέα της εβδομάδας και  τον καφέ του ,  άναψε ένα κυριακάτικο   robustο και απόλαυσε τον καπνό και το όμορφο θέαμα.

Τότε μόλις πρόσεξε ότι του χαμογελούσαν καλοσυνάτα και οι δύο  – μάλλον έτοιμες για όλα τις έκοψε ..

Τις πλησίασε με το δίσκο με το πρωινό :  κρουασάν , μαρμελάδα , μέλι,  τυρί ,  αυγά , φρέσκο χυμό και  πολύ – πολύ φρέσκο δυνατό καφέ  . Έφαγαν και οι τρεις με πολύ όρεξη και ξέπλυναν με αρκετό χυμό,  νερό και καφέ το  χθεσινό τους μεθύσι , καθώς  απολάμβαναν  το γλυκό πιάσιμο στους μυς  – της επαύριον ενός καλού FFM – με την ευγενική χορηγία ενός γερού blow ..

Μετά από ένα κάλο σάντουιτς  μασάζ στην καμπίνα του ντους,  ντύθηκαν και βγήκαν βόλτα .

Ας πάμε στη θάλασσα πρότεινε ο γέρος : o καιρός  είναι καλός και έχω ένα 37αρι  jeaneau στη μαρίνα κοντά στο σπίτι σας.

Μπήκαν στ αυτοκίνητο  του γέρου και σε λίγο βρισκόντουσαν  και οι τρεις  στην μαρίνα , μπροστά από ένα καλά συντηρημένο Jeannau.

21

Υπήρχαν νιτσεράδες για όλους  , ο γέρος έβγαλε πορεία και μετά από τις  απαραίτητες υποδείξεις απέπλευσαν . Φύσαγε ένα καλό τριαρακι, , αλλά ο ήλιος επάνω στο σκάφος έκαιγε. Σε λίγο έβγαλαν τις νιτσεράδες και καθώς πλησίαζαν την Αίγινα ,  η μια τυπα ζήτησε να βουτήξει .Πράγματι ο γέρος ήξερε έναν όμορφο όρμο καλά κρυμμένο στην βραχώδη ακτογραμμή του νησιού και μετά από λίγο άραζαν.Η καλλονή και η άλλη έβγαλαν  τα ρούχα της γρήγορα και βούτηξαν  στο νερό.

Ο γέρος  άναψε ένα cohiba  singlo για την περίσταση και τις κοίταζε ακούγοντας στην διαπασών Chopin κοιτάζοντας τις νεαρές γυναίκες να κολυμπούν χαρούμενες .

Όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται εκείνες της ολοστρόγγυλες μακριές γάμπες και τα μοναδικής διεισδυτικότητας οπίσθια της καλλονής,  που πάλλονταν πριν από λίγο μπροστά του ,σαν να χτυπούσαν παλαμάκια.

Έτσι  βούτηξε και κείνος και κολυμπώντας γρήγορα έφτασε δίπλα τους και τις αγκάλιασε. Τώρα ήταν πια σαφές, ήταν ζευγάρι κα θα τις έπαιρνε μαζί!

Γύρω του τα δροσερά νερά πρασίνιζαν διάφανα πάνω στην χρυσαφί άμμο του βυθού, που κείτονταν και κείνη ακίνητη σαν να λιαζόταν κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο του Αργοσαρωνικού ,μαζί με τις ελιές και τους τζίτζικες.

Θυμόταν τώρα εκείνο το Θαλάσσιο Πάρκο στην νότια  πλευρά του Μαυρικίου – εκείνο όμως είχε πιο πράσινα νερά – που είχε επισκεφτεί πριν χρόνια με δυο καλούς του φίλους από το Πανεπιστήμιο και το αυτοσχέδιο ντους που τους έβλεπε  να κάνουν στην αυλή του καταφυγίου, μετά ένα πολύωρο μπάνιο και κατάδυση στην περιοχή στο όρια του reef – με τον θάνατο να παραμονεύει δίπλα τους με την μορφή του λευκού καρχαρία του Ινδικού ..

Και εκείνη την εντυπωσιακή έγχρωμη παρουσία  στο Sands Resort, που κάτι έψαχνε, που εκείνος τουλάχιστον δεν θα μάθαινε ποτέ τι ήταν. Πάντα έτσι δεν  γίνεται άλλωστε; Δεν μάθαινε ποτέ τι ήταν αυτό που ήθελαν οι άλλες..

Πλησίασε τις λουόμενες. Φύγαμε για Ύδρα τους είπε. Να δέσουμε πριν το δειλινό , για να βρούμε και θέση !