γράφει ο Γιώργος Κατραντσιώτης – Μεταπτυχιακός φοιτητής Διεθνών Σχέσεων στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου

Σχετικά με την αγόρευση της εισαγγελέως στην υπόθεση του βιασμού της Ελένης Τοπαλούδη, δεν θα σταθώ στο κατά πόσο η τοποθέτηση της ήταν εξωθεσμική ή όχι, καθώς αυτό απαντήθηκε πλήρως και αρτίως από τον Θανάση Καμπαγιάννη, μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση. 

Θέλω να σταθώ στην «ευθιξία» συγκεκριμένων ατόμων αναφορικά με την έννοια της δικαιοσύνης και την αμεροληψία αυτής. Αναφερόμενος στο γνωστό αξίωμα του Robert Cox, πως «η θεωρία είναι για κάποιον και για κάποιον σκοπό» (Cox, 1981), θεωρώ πως κάτι ανάλογο ισχύει και με την δικαιοσύνη. Δεν είναι λίγες οι φορές που η δικαιική πρακτική έδρασε μεροληπτικά εξυπηρετώντας ένα συγκεκριμένο αφήγημα και μία συγκεκριμένη τάξη ή πολιτικό κατεστημένο.

•Φαντάζομαι όλοι θυμόμαστε τα γελοιωδέστατα λογικά άλματα που συνέδεαν ταξίδια στη Βαρκελώνη με συμμετοχή σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπου λίγο έλειψαν να καταστρέψουν τη ζωή δύο νέων ανθρώπων και που ουσιαστικά καταστάθηκαν εχθροίτης καθεστηκυίας τάξης και του συστήματος. Ομοίως, η αγόρευση της εισαγγελέως στη δίκη της Χ.Α, παρά την ύπαρξη αδιάσειστων στοιχείων, εν ολίγοις έκλεινε το μάτι στην εγκληματική οργάνωση προοικονομώντας ευνοϊκή μεταχείριση

Σε αμφότερες περιπτώσεις τηρήθηκε σιγή ιχθύος από τους αντιδρώντες στην προσέγγιση της εισαγγελέως στην παρούσα δίκη. Το αίσθημα περί πλήρους αντικειμενικότητας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης λοιπόν, είναι de facto παντελώς ψευδεπίγραφο, αποτελεί ψευδαίσθηση. Συνεπώς, δηλώσεις όπως η παρακάτω: «Η εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου προϋποθέτει δικαστικούς λειτουργούς που αποφεύγουν τις συναισθηματικές ταυτίσεις ακόμη και με τα θύματα των πιο ειδεχθών εγκλημάτων. Ακριβώς διότι δεν πρέπει να αφήνουν καμία χαραμάδα αμφιβολίας ότι κρίνουν με βάση προσωπικές απόψεις και ευαισθησίες ή με το κατά που δείχνει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε άλλωστε σημαντική ανασφάλεια δικαίου. » καθίστανται άτοπες, εκτός αν ως δικαιοσύνη νοείται μόνο αυτή της αστικής τάξης, στην οποία ανήκει και ο ένας εκ των δύο δολοφόνων-βιαστών. Οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι δικηγόροι δεν είναι και δεν μπορούν να είναι πλήρως πολιτικά και ηθικά αποστασιοποιημένοι από την κοινωνική πραγματικότητα καθώς οι ίδιοι είναι μέλη της. Το να ζητούμε μια δικαιοσύνη πλήρως αποξενωμένη από κοινωνικά προτάγματα, καταργεί το ίδιο της το νόημα.

Όσον αφορά στην αγόρευση της εισαγγελέως, αυτή δήλωσε το εξής:

Από τη στιγμή που οι συνήγοροι μπαίνουν στην υπόθεση, αρχίζουν τα ψέματα, τα σενάρια για τη συσκότιση της αλήθειας. Έχω ακούσει από συνηγόρους κατηγορουμένων να λένε ότι είμαστε συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης. Συλλειτουργός στη Δικαιοσύνη είναι αυτός που αποσκοπεί σε αυτό που αποσκοπεί όλη η Δικαιοσύνη. Στην ανεύρεση της αλήθειας. Υπάρχει κοινή γραμμή. Κοινή γραμμή για διάχυση της ευθύνης. Παίζεται και από τους δικηγόρους αυτό το παιχνίδι… Αποσκοπεί όχι στους δικαστές αλλά στους ενόρκους.

Η δήλωση αυτή φέρνει βιαίως στο φως τις ηθικο-πολιτικές παθογένειες του δικηγορικού επαγγέλματος και αποδομεί κυρίαρχες νόρμες. Με πλήρη συνείδηση και ελευθερία, οι δικηγόροι της υπεράσπισης έκαναν μια εξόχως πολιτική και ηθική επιλογή∙ να επιδοθούν σε μία προσπάθεια διαστρέβλωσης της αλήθειας και να επιρρίψουν ευθύνες στο θύμα αναπαράγοντας σεξιστικά και μισογυνικά αφηγήματα με τελικό στόχο την αθώωση (!) των πελατών τους.

•Ο πρόεδρος του ΔΣΑ τονίζει πως η αγόρευση «προσβάλει στο σύνολό του το δικηγορικό σώμα και το ρόλο του υπερασπιστή δικηγόρου (…)». Όποιος δικηγόρος ταυτίζεται με την προσέγγιση και το ηθικό περιεχόμενο της υπεράσπισης, καλά θα κάνει να προσβάλλεται λοιπόν!

Γιατί όμως εξανίσταται ο εν λόγω πρόεδρος; Αμφιβάλλω ότι αυτό συνέβη λόγω ειλικρινών προβληματισμών του περί αμεροληψίας καθώς απ’ όσο γνωρίζω δεν τοποθετήθηκε αντιστοίχως στις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Εξάλλου, οι εγκλήσεις της εισαγγελέως προς τους συνηγόρους υπεράσπισης εφάπτονται πλήρως της πραγματικότητας. Θεωρώ πως η αντίδραση αυτή πηγάζει από αλλού. Πιστεύω πως θα ήταν ολέθριο για μερίδα δικηγόρων να μη βρίσκονται πλέον στο απυρόβλητο της κριτικής και αμφισβήτησης αναφορικά με τον ανήθικο τρόπο που ασκούν το επάγγελμα, ειδικά όταν αυτή η κριτική και αμφισβήτηση προέρχεται από ένα μέρος του δικαιικού συστήματος. Η αγόρευση καθιστά ορατή στα μάτια μας την ηθική έκπτωση χάριν κέρδους και κρατάει όρθιο ό,τι έχει απομείνει από το ελληνικό δικαιικό σύστημα.

Τέλος, καλό θα ήταν συγκεκριμένες πολιτικές προσωπικότητες ενός συγκεκριμένου κόμματος που ζητούν μια δικαιοσύνη «ψυχρή», να σιωπούν επί του θέματος. Εκτός βέβαια αν θέλουν να τους υπενθυμίσουμε ένα πρόσφατο αποτέλεσμα της «αμερόληπτης» δικαιοσύνης που με τόση υποκειμενική αντικειμενικότητα αποζητούν. Αυτό δεν είναι άλλο από την παραγραφή του εγκλήματος της ασέλγειας σε ανήλικο επί πληρωμή, με το οποίο βαρύνεται εξέχον στέλεχος του προαναφερθέντος κόμματος. Αν αυτή είναι η «τάξη» στην οποία ο πρόεδρος του ΔΣΑ ανακαλεί την εισαγγελέα, τότε την εκλιπαρούμε να παραμείνει άτακτη!