Έπειτα από δυο χρόνια και τρεις αναβολές της πρεμιέρας της, εξαιτίας του κορονοϊού, η πολυαναμενόμενη τελευταία περιπέτεια του πιο διάσημου κινηματογραφικού πράκτορα βρίσκεται στη χώρα μας και σε δεκάδες κινηματογραφικές αίθουσες. Ο πράκτορας με την κωδική ονομασία 007 για ακόμα μία κινηματογραφική φορά, πρέπει – μάντεψε τι – να σώσει τον κόσμο. Ο Τζέιμς Μποντ είναι ένας εργαζόμενος παντός καιρού, άνευ ωραρίου. Η σινε-ιστορία του Βρετανού πράκτορα ξεκινά από το μακρινό 1962, όταν μας πρωτοσυστήθηκε με τον Σον Κόνερι. Σ’ εκείνη την ταινία ο Μποντ πέρα από την εξόντωση ενός διεστραμμένου, νάρκισσου, μεγαλομανούς κακού μας παρουσίασε μια εικόνα από το μέλλον. Είχε κινητό τηλέφωνο στο αυτοκίνητο του.

Πέρασαν κοντά 60 χρόνια από τότε και μετά τον εμβληματικό Κόνερι, παρέλασαν ως πρωταγωνιστές ο Ρότζερ Μουρ, ο λησμονημένος Τζορτζ Λέιζενμπι, ο Τίμοθι Ντάλτον και ο Πιρς Μπρόσναν. Εδώ και 12 χρόνια το ρόλο κρατά ο Ντάνιελ Κρεγκ, ένας ακόμη Άγγλος ηθοποιός. Το πέρασμά του κρίνεται πετυχημένο για έναν κυρίως λόγο. Δεν ήταν, ο κυνικός, ο Μποντ που είχαμε συνηθίσει. Ο κοσμοπολιτισμός παρέμεινε ανέγγιχτος, μόνο που ο Κρέγκ άκουγε συχνότερα από τους προηγούμενους 007 την καρδιά του.

Το No Time To Die είναι η τελευταία εκδοχή Μποντ με τον Κρεγκ, ως …Μποντ.  Αυτή τη φορά ανέλαβε τη σκηνοθεσία ο ικανός και μοδάτος Κάρι Τζότζι Φουκουνάγκα («Τζέιν Έιρ», «True Detective»), ο οποίος απομακρύνεται κάπως από τον πιο στοχαστικό Σαμ Μέντες των προηγούμενων «Spectre» και «Skyfall», αλλά βεβαίως προσφέροντας όλα αυτά που έχουν κάνει διαχρονικά τον 007 ένα θρύλο. Τα εξωτικά σούπερ αυτοκίνητα να αφήνουν τη σκόνη τους, αλλά ενίοτε να σκίζουν και τους ουρανούς, τα παιχνιδιάρικα αεροπλάνα, τα υπερόπλα, τα ευφάνταστα γκάτζετ, τα ακροβατικά του πρωταγωνιστή, το χορογραφημένο ξύλο, τα υπερβολικά σπέσιαλ εφέ, τις μοιραίες γυναίκες, αυτή τη φορά στην όψη των Λεά Σεϊντού, Άννα ντε Άρμας και Λασάνα Λιντς ή του απαραίτητου κακού, ρόλο που κρατά ο οσκαρικός πλέον Ράμι Μάλεκ.

Το μότο της ταινίας είναι «όλο και πιο δύσκολα ξεχωρίζεις τους καλούς από τους κακούς, τους ήρωες απ’ τους εγκληματίες». Πράγματι, οι εποχές έχουν αλλάξει δραματικά. Ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο περίπλοκος. Ακόμη και οι εξοικειωμένες «υπηρεσίες» δείχνουν αδύναμες. Όχι όμως και ο Τζέιμς Μποντ…

Έτσι, πέρα απ’ το αναμενόμενο υπερθέαμα, τις δοκιμασμένες συνταγές, τα γνώριμα, αλλά απαραίτητα και αγαπημένα, κλισέ και βεβαίως τις ανανεωμένες εμπνεύσεις που διανθίζουν το συναρπαστικό κόσμο του Μποντ, υπάρχουν και οι σκιές, απ’ τις οποίες θέλει να ξεφύγει ο ήρωας, αλλά αυτό που προέχει είναι η επικράτηση του καλού. Έτσι και ο θεατής αναγκαστικά μπαίνει στη «ρουτίνα» της καθαρά τζέιμς-μποντικής περιπέτειας, περνώντας 2,5 ευχάριστες ώρες, συνοδευόμενες από μπόλικα αλμυρά και το απαραίτητο ανθρακούχο αναψυκτικό, για τη χώνεψη.

Ο Ντάνιελ Κρεγκ, στην τελευταία του εμφάνιση ως Μποντ, δείχνει πιο ώριμος από ποτέ, αλλά συνάμα και κουρασμένος, ίσως και με το αίσθημα να βγει η υποχρέωση. Από το πλήθος των συμπρωταγωνιστών και δεύτερων ρόλων, ξεχωρίζουν οι Λεά Σεϊντού, Άννα ντε Άρμας, σταθερή αξία η παλιοσειρά του καστ, ενώ ο Κριστόφ Βαλτς κερδίζει τις εντυπώσεις από τον Ράμι Μάλεκ, που απλώς είναι ακόμη ένας παράφρων μοχθηρός που απειλεί τον πλανήτη μας…

Ο Μποντ στην τελευταία του κινηματογραφική περιπέτεια  έχει εγκαταλείψει την ενεργό δράση.  Απολαμβάνει μια ήρεμη ζωή στην Τζαμάικα. Η γαλήνη του θα διακοπεί, όταν ο παλιός του φίλος Φίλιξ Λέιτερ της ΣΙΑ εμφανίζεται ζητώντας τη βοήθειά του. Η αποστολή διάσωσης ενός επιστήμονα που τον έχουν απαγάγει αποδεικνύεται πιο περίπλοκη απ’ ό,τι αναμενόταν, οδηγώντας τον Μποντ στα χνάρια ενός μυστηριώδους κακοποιού, ο οποίος κατέχει μια επικίνδυνη νέα τεχνολογία.