Ο Νότης Μαυρουδής γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1945, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών το βράδυ της 3ης Ιανουαρίου 2023 στο σπίτι του στην Κουκουράβα Πηλίου.

«Αν κάτι χαρακτήριζε τον πατέρα μας Νότη Μαυρουδή ως άνθρωπο, ήταν η καλοσύνη του, το ήθος και η σεμνότητά του. Με τον ίδιο σεμνό τρόπο σας ανακοινώνουμε τον ξαφνικό θάνατό του», έγραψε στο Facebook ο γιος του Χάρης Μαυρουδής.

Ο Νότης Μαυρουδής έζησε τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής του στη φυλακή δίπλα, στη μητέρα του, που ήταν πολιτική κρατούμενη. Το 1958 ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο με καθηγητή τον Δημήτρη Φάμπα και πήρε το δίπλωμα το 1969 με ‘Αριστα. Το 1970 εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, όπου του ανατέθηκε η έδρα κλασικής κιθάρας στη Scuola Ciciva di Milano, στην οποία δίδαξε έως το 1975.

Το 1970 επίσης παρακολούθησε τα μαθήματα της Ακαδημίας Santiago de Compostella στην Ισπανία με τον Jose Tomas. Το 1975 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και από αυτή τη χρονιά δίδαξε κλασική κιθάρα στο Εθνικό Ωδείο. Ως συνθέτης και σολίστ έχει δώσει πολλά ρεσιτάλ σε πολλές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Φινλανδία, Ελβετία, Γερμανία, Ουγγαρία, Αυστρία, Κούβα). Ως καθηγητής στο Εθνικό Ωδείο Αθήνας είχε μαθητές αρκετούς δημοφιλείς καλλιτέχνες, όπως οι Μανώλης Ανδρουλιδάκης, Σωκράτης Μάλαμας, Παναγιώτης Μάργαρης, Γιώργος Μελάς, Λάμπρος Ντούσικος, Δημήτρης Σωτηρόπουλος κ.ά.

Ο Νότης Μαυρουδής μας είχε μιλήσει για τη ζωή και το έργο του. Η συνέντευξη μαζί του ήταν ένας φάρος πίστης και ειλικρίνειας για τη ζωή και την τέχνη. 

Δεν έτυχε να γνωριστούμε από κοντά ως σήμερα αλλά να… τώρα πέντε, έξι λεπτά από τη στιγμή που είπαμε “Χαίρω πολύ” είναι σαν το προσιτό και η καλοσύνη να κυβερνούν τον χρόνο που θα περάσουμε μαζί.

Ο Νότης Μαυρουδής αφιέρωσε ταλέντο και ζωή στην εξέλιξη εκείνης της μουσικής που δεν ξεχωρίζει τον εαυτό της από την κοινωνία αλλά είναι δεμένη σφιχτά μαζί της. Η αφήγησή του γύρω από σειρά καλλιτεχνικών περιόδων που συνδιαμόρφωσε με κορυφές του πνεύματος συναρπάζει. Αυτός ο άνθρωπος που γεννήθηκε το 1945 μπήκε στη μουσική επαγγελματικά πριν γίνει είκοσι ετών, σήμερα εξακολουθεί να ηχογραφεί μουσική, να έρχεται σε διάλογο με τον εαυτό του και τους άλλος γράφοντας. Σε μια περίοδο που ο μονόλογος της βαρβαρότητας μοιάζει να σκιάζει την ελευθερία του διαλόγου ο μελωδικός τρόπος σκέψης παράγει φως σπάνιο στις μέρες μας.

-Είναι αλήθεια πως η μητέρα σας διατηρούσε ραφείο στην Καλλιθέα;

Η μάνα εργαζόταν στο σπίτι. Δεν διέθετε κανένα οίκημα ιδιαίτερο για τη μοδιστρική. Ο πατέρας είχε ένα πλυσταριό, στιλ αποθήκης, όπου και μαστόρευε τα τσαγκαρικά του. Μιλάμε για βιοπαλαιστές της εποχής τους, κατάφεραν να θρέψουν και να σπουδάσουν τα τέσσερα παιδιά τους. Αναφέρομαι σε μια πολύ δύσκολη εποχή η οποία ξεκινάει μέσα στην κατοχή και τον εμφύλιο και στις γνωστές συνθήκες της εποχής. Στη συνοικία της Καλλιθέας η οποία, σαν στάμπα, έχει καταχωρηθεί στη μνήμη μου ως η δική μου Γειτονιά των Αγγέλων. Μην σκεφτόσαστε τη σημερινή ανάπτυξη και την ακατανόητη, εγκληματική ανοικοδόμηση της Καλλιθέας. Αναφέρομαι σε μια συνοικία ήρεμη, με τις βίλες της, τους κήπους, τις πολλές αλάνες, τους φοίνικες, την ευτυχή ένωση με την παραθαλάσσια πλευρά της στις Τζιτζιφιές. Τα ταβερνάκια, τη Φιλαρέτου, τους γύρω δρόμους πίσω από τον Άγιο Νικόλαο, με τους πρόσφυγες Mικρασιάτες, Ποντίους, Αρμένηδες. Ένα λαϊκό μείγμα συμπολιτών σε αγαστή συμβίωση, η οποία δημιούργησε επικοινωνιακό πολιτισμό, εμπόριο και ανάπτυξη. Θυμάμαι τα τραμ που τα καβαλούσαμε οι πιτσιρικάδες για να πάμε Κλαυθμώνος, Ομόνοια. Μια ανάγκη ζωής που ξεπερνούσε τις τόσες δυσκολίες και τη φτώχια της μετεμφυλιακής εποχής. Παραλείπω πολλά και διάφορα ευχάριστα και δυσάρεστα· πάντως τα πρώτα 24 χρόνια της ζωής μου, τα έζησα στην Καλλιθέα.

-Πότε συνειδητά μπήκατε στην μαγικό κόσμο της κιθάρας;

Από το 1957 ξεκίνησα τη μαθητεία μου στο παράρτημα του Εθνικού Ωδείου της Καλλιθέας, με την αγαπημένη Λίζα Ζώη, τελειόφοιτη της σχολής του Δημήτρη Φάμπα). Δύο χρόνια μετά, πέρασα στον Φάμπα και συνέχισα τη μελέτη μου. Ομολογώ πως άρχισα από τότε να εστιάζω τη ματιά μου προς τη μουσική που παρήγαγαν τα δάχτυλά μου. Τότε άρχισα να διαπιστώνω την μαγεία που κρύβεται πίσω από τις νότες…

-Δημήτρης Φάμπας. Άνθρωπος με διαστάσεις θρύλου για το σύμπαν της κιθάρας στην Ελλάδα. Υπήρξε δάσκαλός σας. Τι δεν θα ξεχάσετε από εκείνον;

Την αστείρευτη υπομονή και επιμονή του στο να συνδέσουμε την κιθάρα με τις «κρυμμένες» μουσικές φράσεις. Ήταν μια τεράστια αποκάλυψη για τη νεότητά μου, η οποία δεν ήταν τόσο πληροφορημένη ώστε να αντιλαμβάνομαι τη λόγια μουσική. Πάντα υπήρχαν πολλά ερωτήματα που έμεναν εκκρεμή· ο Δάσκαλος πάντα ήταν πρόθυμος να μου δίνει απαντήσεις και «διάβαζα» τις απόψεις του πάνω σε ζητήματα αισθητικής για τα οποία μου μιλούσε με τον τρόπο που γνώριζε. Πάντως, ομολογώ πως μου έδωσε μια πρώτη γνώση που ένιωσα πως ήταν αναγκαίο να την εμβαθύνω και να την προχωρήσω…

Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι σαν τη σύνθεση ενός μουσικού έργου. Η διαφορά είναι πως το ένα έχει λέξεις και το άλλο νότες. Αλλά και τα δυο αυτά είναι ταυτόσημα. Οι νότες είναι συλλαβές που βγαίνουν μέσα από σκέψεις, ιδέες, διατυπώσεις, συμβολισμοί, έννοιες. Και με την μουσική έχεις ανάγκη να διατυπώσεις κάτι που έχεις στο μυαλό σου και το επεξεργάζεσαι. Δεν υπάρχουν διαφορές ως προς την κεντρική σκέψη. Και για τα δυο, απαραίτητη είναι η έμπνευση!

-Έχετε μνήμες από την Αθήνα του Νέου Κύματος; Το ρωτώ αυτό γιατί όλο και περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες, νέοι παραγωγοί μουσικής “δανείζονται” ή “πειράζουν” εκείνη την εποχή. Μεγάλωσα στην Πλάκα. Με τον πατέρα μου πηγαίναμε βόλτες και μου έδειχνε παλιές μπουάτ. Μουσικά εκείνη η εποχή μού λέει πολλά. Και έχω την αίσθηση πως ο ήχος της περιγράφει τους ανθρώπους της Αθήνας με άπλετη ποιητική διάθεση. 

Η νεοκυματική μουσική τραγουδοποιία ήταν τότε ένα ξάφνιασμα! Ένα μίγμα μουσικών επιρροών και επιμειξιών που δεν είναι εύκολο να τα αναλύσει κανείς επαρκώς. Ασφαλώς και υπάρχουν κάποια σημεία αυταπόδειχτα: νεαρές ηλικίες συνθετών – στιχουργών, επιρροές πολλές φορές καταφανείς, από τους Χατζιδάκι-Θεοδωράκη-Ξαρχάκο-Μαρκόπουλο, αλλά και από τις αγγλοσαξωνικές μπαλάντες οι οποίες πρωτοστατούσαν με αντιμιλιταριστικό περιεχόμενο επικεντρωμένο στον πόλεμο του Βιετνάμ. Με δεδομένο τη λιτότητα του ενός οργάνου, κιθάρα-πιάνο, και την αρχή της ύπαρξης τροβαδούρων, όπως ο Σαββόπουλος, που έως τότε εξέλειπε. Όλη αυτή η κίνηση τραγουδιών είχε την τύχη να στεγαστεί στις μπουάτ που δέσποζαν στο κέντρο της Αθήνας, στην Πλάκα, αλλά και δισκογραφικά από τον Αλέξανδρο Πατσιφά της εταιρίας Lyra που έβαλε τα τότε δισκάκια στα σπίτια των ανθρώπων. Το εθνικό ραδιόφωνο επίσης, φιλοξένησε τα τραγούδια αυτά και τα προέβαλλε επαρκώς μια που ήταν και τα μοναδικά ραδιόφωνα της εποχής. Οι μνήμες μου λοιπόν είναι έντονες και πολλές. Εξάλλου, είμαι πνευματικό τέκνο εκείνης της μουσικής και ανθρωπιστικής κουλτούρας, που-ομολογώ-διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε από την αριστερή οπτική μου γωνία…

-Αναφερθήκατε στη δισκογραφική εταιρεία Lyra του Αλέκου Πατσιφά. Τι θυμάστε από τη συνεργασία σας μαζί του;

Ήμουν ένα αθώο παιδί δεκαοχτώ ετών όταν με κάλεσε σπίτι του. Δεν είχα ιδέα ποιους ανθρώπους θα συναντούσα εκεί. Πέρα του Πατσιφά ήταν ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Λειβαδίτης, ο Πλωρίτης. Στον χρόνο που πέρασα σπίτι του ήταν σαν να είχε ανοίξει ένα παράθυρο σε ένα νέο κόσμο γεμάτο μουσική και γράμματα.

-Δεν φοβηθήκατε πως αυτοί οι άνθρωποι θα σας κατάπιναν; Ήσασταν ένας νέος κιθαρίστας και συνθέτης. Σας έδωσαν χώρο να συνομιλήσετε μαζί τους ισότιμα;

Μα σας είπα, ήμουν μόνο ένα αθώο παιδί γεμάτο πάθος για μουσική. Το τραγούδι που έγραψα «Άκρη δεν έχει ο ουρανός» και ερμήνευσε ο Γιώργος Ζωγράφος ήταν πολλά περισσότερα από όσα αρχικά πίστευα. Ξαφνικά βρέθηκα με ανθρώπους που δεν μπορούσα να καταλάβω το ειδικό τους βάρος. Είχα ακούσει το όνομα Οδυσσέας Ελύτης αλλά δεν γνώριζα το μέγεθός του. Τον Γκάτσο τον γνώριζα γιατί έγραφε τραγούδια. Τον Λειβαδίτη δεν τον γνώριζα. Και σε ό,τι αφορά τον Μάριο Πλωρίτη ήξερα μόνο πως ήταν αρθρογράφος της εφημερίδας Το Βήμα. Συναντήθηκα με το σώμα της ελληνικής διανόησης χωρίς δέος αλλά με απίστευτη όρεξη να το μάθω, να το πλησιάσω και να ενταχθώ εντός του. Η γνωριμία μου με τον Ελύτη ήταν παράλληλα το έναυσμα να διαβάσω τα έργα του. Το 1968 ο Πατσιφάς με έβαλε να μελοποιήσω το ”Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”. Ήταν μια περίοδος που οι συναντήσεις με τον Ελύτη ήταν πυκνές. Έπρεπε να μου υποδείξει τον κόσμο του για να αποδώσω μουσικά την ποίηση του.

-Σήμερα επιστρέφοντας σ’ εκείνη την εποχή τι σκέφτεστε;

Πως όλες εκείνες οι συναντήσεις είναι η περιουσία μου. Απλά αυτό.


Η χούντα σάς βρήκε στην Ελλάδα; Ζήσατε για ένα διάστημα στην Ιταλία. Επιστρέψατε στην πατρίδα το 1975. Η Ελλάδα που βρήκατε πώς ήταν;

Πολύ ενδιαφέρουσα για έναν βασικό λόγο: αισθανόμασταν την ανάγκη επεξεργασίας και ανάπτυξης μιας διαφορετικής Πατρίδας από εκείνη της ανελεύθερης και μίζερης που βρήκαμε το ’75. Θα έπρεπε να δουλέψουμε εντατικά όλοι για να δημιουργηθεί και να θεμελιωθεί μια δημοκρατία η οποία θα επέτρεπε και θα έδινε δικαιώματα σε όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως. Ο καθένας στον δικό του προσωπικό χώρο και όλοι μαζί για όλους. Παρ’ όλη την υπανάπτυξη και την αποπνικτική μυρωδιά της εξουσιαστικής στρατιωτίλας, θα έπρεπε να αντιστρέψουμε την όλη κατάσταση με συνεχείς και ακατάπαυστες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, αν έχετε προσέξει, είναι αναγκαίες ακόμα και σήμερα…

-Αρχικά όταν είδα τις συλλογές σας Cafe De L’art νόμισα πως επρόκειτο για ελληνική εκδοχή των συλλογών Cafe Del Mar. Πείτε μου διαλέγοντας το Cafe De L’art τι σκεφτόσασταν;

Σκεφτόμουν την καλλιτεχνική παράδοση και τη μουσική τέχνη των Καφέ Σαντάν. Τα έξι Cafe DeL’ art υπήρξαν πολύ εμπορικοί δίσκοι που κανένας μας δεν περίμενε. Όντως, ο τίτλος που επελέγη ήταν παραπλήσιος της τότε σειράς Cafe Del Mar, μόνο που τα Cafe De L’ art επικεντρώθηκαν σε κομμάτια για δύο κιθάρες. Ήταν μέσα στο κλίμα της εποχής της δεκαετίας του ’90 και του 2000.

-Πέρα από τους τίτλους η κεντρική ιδέα πίσω από αυτές τις συλλογές ποια είναι;

Η ιδέα ήταν να μπούμε στην αγορά και να στοχεύσουμε στην κατανάλωση, δίχως να «πουλήσουμε» τον εαυτό μας. Το καταφέραμε. Οι έξι – κιθαριστικοί – δίσκοι πούλησαν 170.000 περίπου αντίτυπα. Κάτι παρόμοιο δεν έχει συμβεί άλλη φορά στη χώρα μας.

-Πρόσφατα κυκλοφορήσατε βιβλίο. Πείτε μου στο μυαλό σας ποια είναι η απόσταση που χωρίζει τη σύνθεση ή τη μουσική ερμηνεία από τη συγγραφή κειμένων;

Πολύ εύστοχη η ερώτησή σας. Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι σαν τη σύνθεση ενός μουσικού έργου. Η διαφορά είναι πως το ένα έχει λέξεις και το άλλο νότες. Αλλά και τα δυο αυτά είναι ταυτόσημα. Οι νότες είναι συλλαβές που βγαίνουν μέσα από σκέψεις, ιδέες, διατυπώσεις, συμβολισμούς, έννοιες. Και με την μουσική έχεις ανάγκη να διατυπώσεις κάτι που έχεις στο μυαλό σου και το επεξεργάζεσαι. Δεν υπάρχουν διαφορές ως προς την κεντρική σκέψη. Και για τα δυο, απαραίτητη είναι η έμπνευση! Χωρίς αυτήν ακυρώνονται τόσο το βιβλίο, όσο και το μουσικό έργο. Πριν λίγες ημέρες βγήκε το βιβλίο μου ΜΕΤΑ ΠΑΣΗΣ ΗΛΙΚΡΙΝΕΙΑΣ με τις εκδόσεις Άπαρσις. Κείμενα δικά μου με ποικίλη θεματολογία (σ.σ. Μουσικά, Κοινωνικά, Πολιτιστικά κτλ θέματα). Όποιος το διαβάσει θα αντιληφθεί τις κεντρικές απόψεις μου και τις εμπειρίες μου.

-Υπήρξε στιγμή στη σύγχρονη Ελλάδα που ο διάλογος ήταν περισσότερο επίκαιρος, περισσότερο “καθημερινός” από τη βαρβαρότητα;

Όταν αναφερόμαστε στη βαρβαρότητα της εποχής, χρειαζόμαστε πάντα πολλές σελίδες. Ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου τα κρούσματα βαρβαρότητας είναι καθημερινά και δεν κάνουν καμία απολύτως εντύπωση κυρίως σε όποιον είναι φίλα προσκείμενος στην επαναφορά πολιτικών πρακτικών καταπίεσης και αφαίρεσης δημοκρατικών δικαιωμάτων που ζήσαμε σε άλλες εποχές. Η βαρβαρότητα είναι ο αδελφός του φόβου και ο φόβος οδηγεί στην παντός είδους υποταγή…

-Σας έχει απασχολήσει έντονα η μουσική της Λατινικής Αμερικής. Η γεωγραφία παίζει τον δικό της ρόλο στην γέννηση και εξέλιξη ειδών της μουσικής. Για παράδειγμα, το ρεμπέτικο θα μπορούσε να έχει γεννηθεί στην Αργεντινή και το τάγκο στο Άμστερνταμ;

Το κάθε μουσικό είδος γεννιέται από τη μήτρα του που είναι ο τόπος, η ιστορία, το παρελθόν, η ανθρωπογεωγραφία, οι μείξεις των πληθυσμών, ο ήλιος, τα βουνά, οι πεδιάδες, οι άνεμοι, η θάλασσα… Όλα είναι δρόμος που οδηγεί στο να διαμορφώνονται τα μουσικά ιδιώματα. Όλα έχουν άμεση σχέση με το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν. Όχι λοιπόν! Το ρεμπέτικο μόνο στα ελληνικά λιμάνια και δικά μας αστικά κέντρα θα μπορούσε να δημιουργηθεί. Ούτε στο Άμστερνταμ, ούτε στο Μπουένος Άιρες. Τα σπιρίτσουαλς πουθενά αλλού πέρα από την παλιά και μετέπειτα Αμερική, με τους Αφρικανούς σκλάβους και την πολύχρονη ταλαιπωρία τους και το φλαμέγκο μόνο στην Ισπανία, μια που γεννήθηκε από τσιγγάνικες, αραβικές και ανδαλουσιανές μουσικές που χόρευαν και τραγουδούσαν οι συγκεκριμένες εθνότητες, οι οποίες συνυπήρχαν στη χώρα αυτή. Οι μουσικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις των λαών και των χωρών τους δεν μπορούν να γεννήσουν αλλοπρόσαλλα μουσικά είδη και ξένα από το πολιτιστικό τους κύτταρο. Ακόμα και σε παγκοσμιοποιημένη εποχή, οι κανόνες θα εξακολουθούν να ισχύουν.