κείμενο – Βασιλίκα Σαριλάκη
O Πιετ Μοντριάν είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μοντέρνας τέχνης και συνιδρυτής του κινήματος του νεοπλαστικισμού μαζί με τον Theo van Doesburg. Θεωρείται από τους πλέον επιδραστικούς ζωγράφους του 20ου αιώνα.
Ο Μοντριάν, που έφυγε από τη ζωή την 1 Φεβρουαρίου 1944 ένας από τους ιδρυτές του ολλανδικού μοντέρνου ρεύματος De Stijl, είναι γνωστός για την καθαρότητα των εμβληματικών αφαιρετικών του έργων, έργων που σφράγισαν την καθαρή αφαίρεση του 20ου αιώνα .
Απλοποίησε ριζικά την ζωγραφική του για να αντικατοπτρίσει αυτό που έβλεπε ως την πνευματική τάξη που κρύβεται κάτω από τον ορατό μας κόσμο, δημιουργώντας μια καθαρή, καθολική αισθητική γλώσσα.
Στους πιο γνωστούς πίνακές του από τη δεκαετία του 1920, ο Μοντριάν μείωσε τα σχήματά του σε γραμμές και ορθογώνια και την χρωματική του παλέτα στα βασικά χρώματα, δίνοντας ώθηση στην καθαρή αφαίρεση. Στόχος του ήταν να αποκαλύψει την ουσία της μυστικιστικής ενέργειας της φύσης εκφράζοντας την ισορροπία των δυνάμεων που διέπουν την φύση και το σύμπαν.
Η χρήση της ασύμμετρης ισορροπίας και του απλοποιημένου εικονογραφικού του λεξιλογίου αποτέλεσε μια προσπάθεια ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της σύγχρονης τέχνης. Τα εμβληματικά αφηρημένα έργα του παραμένουν μέχρι σήμερα δημοφιλή στο design και την μαζική κουλτούρα. Το βασικό credo του Μοντριάν ήταν: «Θέλω να προσεγγίσω την αλήθεια όσο πιο κοντά γίνεται, και επομένως αφαιρώ τα πάντα μέχρι να φτάσω στη θεμελιώδη ποιότητα των αντικειμένων».
Ο Μοντριάν εξέφρασε τις αναπαραστάσεις του κόσμου στα βασικά κάθετα και οριζόντια στοιχεία τους, τα οποία αντιπροσώπευαν για αυτόν τις δύο βασικές αντίθετες δυνάμεις: τη θετική και την αρνητική, τη δυναμική και τη στατική, το αρσενικό και το θηλυκό.
Η δυναμική ισορροπία των συνθέσεων του αντικατοπτρίζει αυτό που έβλεπε ως την καθολική ισορροπία αυτών των δυνάμεων. Το μοναδικό όραμα του Μοντριάν για τη μοντέρνα τέχνη αποδεικνύεται ξεκάθαρα στη μεθοδική εξέλιξη του καλλιτεχνικού του στυλ από την παραδοσιακή αναπαράσταση στην πλήρη αφαίρεση. Οι πίνακές του εξελίσσονται έλλογα και μεταφέρουν ξεκάθαρα την επιρροή διαφόρων κινημάτων της μοντέρνας τέχνης όπως ο Ιμπρεσιονισμός κι ο Κυβισμός .
Ο Μοντριάν, και οι καλλιτέχνες του De Stijl, υποστήριζαν την καθαρή αφαίρεση και μια ολιγοχρωμική παλέτα προκειμένου να εκφράσουν ένα ουτοπικό ιδανικό παγκόσμιας αρμονίας σε όλες τις τέχνες. Χρησιμοποιώντας βασικές φόρμες και χρώματα διατύπωνε ότι το όραμά του για τη μοντέρνα τέχνη θα ξεπερνούσε τους διαχωρισμούς στον πολιτισμό και θα γινόταν μια νέα κοινή γλώσσα βασισμένη στα καθαρά βασικά χρώματα, την επιπεδότητα των μορφών και τη δυναμική ένταση στους καμβάδες του.
Η ανάπτυξη του Νεοπλαστικισμού από τον Μοντριάν έγινε ένα από τα βασικά ντοκουμέντα της αφηρημένης τέχνης. Στο ρεύμα αυτό περιέγραφε το όραμά του για την καλλιτεχνική έκφραση στο οποίο ο «νεοπλαστικισμός» αναφερόταν στη δράση των μορφών και των χρωμάτων στην επιφάνεια του καμβά ως μια νέα μέθοδο για την αναπαράσταση της σύγχρονης πραγματικότητας.
Ο Πιετ Μοντριάν, που το κανονικό του όνομα ήταν Pieter Cornelis Mondriaan, Jr. γεννήθηκε στην πόλη Αμερσφόρτ της Ολλανδίας στις 7 Μαρτίου 1872 και μεγάλωσε ως το δεύτερο από τα πέντε παιδιά ενός δασκάλου σε ένα πιστό καλβινιστικό περιβάλλον στην κεντρική Ολλανδία.
Η τέχνη και η μουσική ενθαρρύνονταν στο σπίτι του. Ο πατέρας του, ήταν διευθυντής του τοπικού δημοτικού σχολείου κι ένας ενθουσιώδης ερασιτέχνης καλλιτέχνης που έκανε μαθήματα σχεδίου στον γιο του, ενώ ο θείος του, Fritz Mondriaan, ήταν ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης που έμαθε στον ανιψιό του να ζωγραφίζει.
Ο Μοντριάν μεγάλωσε σε μια εποχή μεγάλων εξελίξεων στην τέχνη. Τη χρονιά που γεννήθηκε, στη Γαλλία, ο Κλόντ Μονέ ζωγράφισε το Impression, Sunrise, το οποίο δημιούργησε μερικές από τις μεγαλύτερες ανατροπές που είχε να δει ο κόσμος της τέχνης από την Αναγέννηση.
Όταν ο Πιέτ Μοντριάν ήταν 12 ετών, ο Georges Seurat άρχισε να ζωγραφίζει με κουκκίδες καθαρού χρώματος, αντί να συνδυάζει χρώματα στην παλέτα του. Έξι χρόνια αργότερα, ο συμπατριώτης του Μοντριάν, Βίνσεντ βαν Γκογκ , αυτοπυροβολήθηκε σε ένα χωράφι και 12 χρόνια μετά ο Πάμπλο Πικάσο ζωγράφισε τις Les Demoiselles d’Avignon, ένα έργο που επηρέασε βαθιά τη ζωγραφική και τον τρόπο με τον οποίο οι καλλιτέχνες αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους.
Ο Μοντριάν σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ την περίοδο 1892 – 1895 χωρίς να σημειώσει αξιοσημείωτες επιδόσεις. Τα πρώτα του έργα – κυρίως τοπία – χαρακτηρίζονται από νατουραλιστικά και ιμπρεσιονιστικά στοιχεία ενώ είναι επηρεασμένα αρχικά από τις ώχρες και τα καφετιά χρώματα των πινάκων του Ρέμπραντ.
Κατά τη νατουραλιστική του φάση, ο νεαρός καλλιτέχνης ζωγράφιζε μια ποικιλία από νεκρές φύσεις, πολλά τοπία, ανθρώπινες φιγούρες και μεμονωμένα λουλούδια. Στον απόηχο της λεγόμενης ολλανδικής ζωγραφικής, καθώς και του έργου του Βίνσεντ βαν Γκογκ και των ζωγράφων του Φωβισμού, όπως ο Ανρί Ματις, ο Μοντριάν άρχισε γύρω στο 1907 να χρησιμοποιεί χρώματα που αντιστοιχούσαν περισσότερο στο εσωτερικό του όραμα παρά στην πιο άμεση αναπαράσταση των πραγμάτων.
Οι μη εικονιστικοί πίνακες του Μοντριάν – στους οποίους βλέπουμε βασικά χρώματα αναμεμιγμένα με μαύρο και άσπρο – μεταφέρουν αυτό που περιέγραφε ο ίδιος ως «δυναμική ισορροπία», η οποία ήλπιζε ότι θα λειτουργούσε στο ατομικό πνεύμα και θα είχε ευρύτερες κοινωνικές επιπτώσεις τριετής ακαδημαϊκή του κατάρτιση επικεντρώθηκε στο σχέδιο από το μοντέλο, την αντιγραφή των παλαιών δασκάλων και τη ζωγραφική του είδους. Τα επόμενα χρόνια, θα βασιζόταν σε αυτές τις δεξιότητές του για να επιβιώσει οικονομικά παράγοντας επιστημονικά σχέδια και αντίγραφα μουσειακών ζωγραφικών έργων, δίνοντας και ιδιαίτερα μαθήματα σχεδίου στο ατελιέ του. Αργότερα ο Μοντριάν θα χρησιμοποιήσει τα έντονα χρώματα των φωβιστών όπως έκανε κι ο Βαν Γκογκ, δλδ καθαρά, λαμπερά χρώματα.
«Πάντα πιο μακριά», έτσι ονόμαζε ο Μοντριάν την επιθυμία του να μεταμορφώσει το έργο του. Ξεκινώντας το 1905, οι παραδοσιακές συνθέσεις τοπίων που έκανε άρχισαν να αποκαλύπτουν μια νέα αίσθηση δράματος και φωτός.
Ο Jan Toorop, κορυφαίος καλλιτέχνης του ολλανδικού λουμινισμού, σύστησε τον Μοντριάν στους Γάλλους μετα-ιμπρεσιονιστές . Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι πίνακες του να αλλάξουν δραματικά, ενσωματώνοντας, για παράδειγμα, το τολμηρό χρώμα και το πινέλο του Βίνσεντ βαν Γκογκ και την τεχνική πουαντιγιστικής πινελιάς του Georges Seurat. Ακόμη όμως και σε αυτά, τα πρώιμα έργα, είναι εμφανές ότι ο Μοντριάν είχε την τάση να εργάζεται σε σειρές, εστιάζοντας σε ένα μοναδικό θέμα. Και οι δύο αυτές πτυχές θα ήταν ανεκτίμητες για την ανάπτυξη του ώριμου, αφηρημένου στυλ του.
Η ύπαιθρος τη νύχτα έγινε ένα από τα κοινά θέματα του Μοντριάν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Σε αρκετούς πίνακες, μετέφερε το ομιχλώδες, λαμπερό φως του φεγγαριού με μια απαλή, καθαρή παλέτα, μπογιά impasto και εσκεμμένη έλλειψη λεπτομέρειας.
Το 1906, ο Μοντριάν κέρδισε το βραβείο Willink van Collen, ένα βραβείο που δόθηκε στον πολλά υποσχόμενο νεαρό Ολλανδό καλλιτέχνη. Μέχρι τότε, οι πίνακες του Βαν Γκογκ είχαν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς και οι καλλιτέχνες παντού άρχισαν να μιμούνται το στυλ του ή να εξερευνούν θέματα που είχε υποκινήσει.
Ο Βαν Γκογκ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα που γεννήθηκε. Ο Μοντριάν δημιούργησε πολλά αντίγραφα έργων ζωγραφικής περασμένων δασκάλων που πουλήθηκαν αρκετά καλά, εκείνη την εποχή αλλά δημιούργησε επίσης πολλά έργα για τον εαυτό του, σαφώς επηρεασμένα από τον Βαν Γκογκ και τον Φωβισμό, αν και η παλέτα του μοιάζει περισσότερο με τις ώχρες, τα ρουσέτα και τα καφέ του Ρέμπραντ. Η Καλοκαιρινή νύχτα του Mondrian εμφανίζει ένα απαλό, ρομαντικό στυλ, που θυμίζει την Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ του 1889.
Για τον Μοντριάν, η τέχνη και η φιλοσοφία ήταν βαθιά συνυφασμένες. Ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας και θεωρητικός και έλκονταν από πνευματικές και φιλοσοφικές σπουδές.
Η τέχνη του είναι ταυτοχρόνως συνδεδεμένη και με τις έντονες πνευματικές του αναζητήσεις, καθώς από το 1908 δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για την θεοσοφία.
Το 1909 ο Μοντριάν εντάσσεται κι επίσημα στην Θεοσοφική Εταιρεία, μια πνευματική οργάνωση με ευρεία επιρροή στην Ευρώπη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα , βασισμένη στις διδασκαλίες του νεοπλατωνισμού, του Βουδισμού κι άλλες ανατολικές φιλοσοφίες. Ελεγε: «Για να προσεγγίσει κανείς το πνευματικό στην τέχνη, θα χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν λιγότερο την πραγματικότητα, γιατί η πραγματικότητα είναι αντίθετη με την πνευματική».
Η Θεοσοφία επηρέασε άμεσα το αναπαραστατικό του στυλ, που εκφράζεται σε πίνακες λουλουδιών και πιο συγκεκριμένα στο έργο Εξέλιξη (1910-1911) που απηχούν τον βουδιστικό και θεοσοφιστικό κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης.
Ο Μοντριάν εξηγεί τον ρόλο της πνευματικότητας στο έργο τέχνης του, “Όλη την ώρα -αναφέρει- οδηγούμαι στο πνευματικό. Μέσω της Θεοσοφίας συνειδητοποίησα ότι η τέχνη θα μπορούσε να προσφέρει μια μετάβαση στις καλύτερες περιοχές της ψυχής, τις οποίες θα ονομάσω πνευματικό βασίλειο.” Αν και αργότερα διαφώνησε με ορισμένα μέλη της ομάδας, η θεοσοφία επηρέασε τον στόχο του να αναπαραστήσει την πλήρη, καθαρή αρμονία, την οποία εξέφρασε με την ισορροπία και την ένταση της μορφής και του χρώματος στους πίνακές του.
Το 1908 και το 1909 ο Μοντριάν πειραματίζεται έντονα και προχωράει σταδιακά στην αφαίρεση. Τα επόμενα έργα του προσπαθούν όχι μόνον να προχωρήσουν σε μια αφαίρεση αλλά και να αποδώσουν το ενεργειακό στίγμα των αφαιρετικών τοπίων που ζωγραφίζει. Είτε αυτά απεικονίζουν τοπία της Νέας Ζηλανδίας που θα επισκεφθεί είτε της πατρίδας του της Ολλανδίας, και συνδέονται με την ενασχόλησή του με την Θεοσοφία και την ανθρωποσοφία του Steiner.
To 1910 θα κάνει κάποια ρομαντικά έργα με κυρίαρχο το μπλέ χρώμα.
Το έργο του Μοντριάν μέχρι το 1912 είναι επίσης επηρεασμένο από το κίνημα του κυβισμού, με το οποίο ήρθε σε επαφή χάρη στην έκθεση των κυβιστών στο Άμστερνταμ, το 1911.
Η επιρροή του κυβισμού σηματοδοτεί μια καμπή στην καριέρα του Μοντριάν. Το 1912, μετακόμισε στο Παρίσι, το οποίο ήταν εκείνη την εποχή το διεθνές επίκεντρο της avant-garde, και είδε τα έργα του Πικάσο, του Μπρακ και άλλων, που αναιρούσαν την αναπαράσταση και το, νεοϊμπρεσιονιστικό στυλ προς όφελος της αφαίρεσης. Ο αναλυτικός κυβισμός του έδωσε στον την απαραίτητη δομή για να αποστάξει στα τοπία του τα πιο λιτά στοιχεία γραμμής και φόρμας, τολμώντας σημαντικές σχηματοποιήσεις.
Κατά τα πρώτα του χρόνια στο Παρίσι, ο Μοντριάν υιοθέτησε προσωρινά την κυβιστική σιωπηλή παλέτα του γκρι και του κίτρινου/καφέ, όπως στην ανθισμένη μηλιά και το Γκρίζο δέντρο του 1912 θυμίζοντας τον Ζωρζ Μπρακ. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους κυβιστές, ήθελε να τονίσει την επιπεδότητα της ζωγραφικής επιφάνειας, αντί να υπαινίσσεται το τρισδιάστατο βάθος, όπως προσπαθούσαν οι κυβιστές.
Η παρισινή περίοδος είναι επίσης η περίοδος κατά την οποία υπογράφει ως “Mondrian” αντί του πραγματικού του ονόματος “Mondriaan”. Η παραμονή του για περίπου δύο χρόνια στο Παρίσι σηματοδοτείται από την επαφή του με το έργο του Ζωρζ Μπρακ, του Πικάσο αλλά και του Σεζάν και την σημαντική επίδραση που ασκούν οι συγκεκριμένοι ζωγράφοι στο προσωπικό του έργο. Τα έργα του σταδιακά αποκτούν πιο έντονα γεωμετρικά χαρακτηριστικά ενώ τείνουν να γίνουν περισσότερο αφηρημένα, χρησιμοποιώντας στοιχεία του κυβισμού, χωρίς όμως να τον υιοθετεί πλήρως.
Σε αντίθεση με τους κυβιστές, ο Μοντριάν αναζητούσε τον συγκερασμό της ζωγραφικής με τους πνευματικούς και φιλοσοφικούς του στοχασμούς, με αποτέλεσμα να έρθει τελικά σε οριστική ρήξη με την εικονική ζωγραφική των ρεαλιστικών αναπαραστάσεων.
Το 1914, ο Μοντριάν επισκεπτόταν τον άρρωστο πατέρα του στην Ολλανδία όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Δεν μπόρεσε να επιστρέψει στο Παρίσι μέχρι το 1919. Παρά την απομάκρυνσή του ωστόσο από την πρωτοπορία στο Παρίσι, συνέχισε να αναπτύσσει το στυλ του προς την καθαρή αφαίρεση. Οι καμπύλες γραμμές εξαφανίστηκαν σταδιακά από τους πίνακές του μαζί με όλες τις αναφορές σε αντικείμενα ή στην φύση.
Κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου, ο Μοντριάν και ο καλλιτέχνης κι αρχιτέκτονας Theo van Doesburg ίδρυσαν μαζί το 1917 το περιοδικό De Stijl . Εκεί δημοσίευσαν τις θεωρητικές απόψεις τους οι οποίες αποτέλεσαν και την βάση για το κίνημα του νεοπλαστικισμού (ή κίνημα De Stijl). Ο ίδιος ο Μοντριάν, την περίοδο 1917 – 1918, δημοσίευσε την θεωρητική του μελέτη The New Plastic in Painting, όπου καταγράφει συστηματικά το νέο ύφος που εκπροσωπεί.
Το De Stijl, ή «το στυλ», ήταν ένα κίνημα Ολλανδών καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και σχεδιαστών που παρουσίαζε το ιδανικό της συνολικής αφαίρεσης ως πρότυπο αρμονίας και τάξης στις τέχνες. Ο Μοντριάν κι αυτοί οι καλλιτέχνες ανέπτυξαν μαζί ένα όραμα μοντερνισμού ανεξάρτητα από αυτό που υπήρχε ήδη στο Παρίσι. Μετά από διαφωνία ωστόσο με τον van Doesburg , σχετικά με τη χρήση διαγώνιων γραμμών στη ζωγραφική και τα έργα τέχνης, ο Πιέτ Μοντριάν αποφάσισε να εγκαταλείψει την ομάδα και να αρχίσει να εργάζεται μόνος του πάνω σε νέα κινήματα και νέες μορφές τέχνης με τις οποίες δεν είχε πραγματικά ασχοληθεί στο παρελθόν.
Το 1919 ο Μοντριάν επιστρέφει στο Παρίσι όπου και παραμένει μέχρι το 1938 καλλιεργώντας ένα προσωπικό και αναγνωρίσιμο καλλιτεχνικό ύφος. Τα έργα αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από το γενικότερο ύφος του νεοπλαστικισμού κι αποτελούν αφηρημένες γεωμετρικές συνθέσεις, όπου κυριαρχούν λεπτές, μαύρες, οριζόντιες ή κάθετες γραμμές σχηματίζοντας ένα είδος πλέγματος που διακόπτεται από την παρουσία έγχρωμων γεωμετρικών σχημάτων, συνήθως παραλληλόγραμμων ή τετράγωνων.
Ένα σημαντικό στοιχείο της ιδιαίτερης τεχνοτροπίας του Μοντριάν είναι ο μινιμαλισμός και η απλοϊκότητα των νέων συνθέσεων. Το κίνημα De Stijl αποδείχθηκε ότι είχε μεγάλη διεθνή επιρροή στην αρχιτεκτονική, την τέχνη, την τυπογραφία και το εσωτερικό σχέδιο καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα .
Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μοντριάν επέστρεψε στο Παρίσι και σε ηλικία σαράντα επτά ετών άρχισε να δημιουργεί τους εμβληματικούς αφηρημένους πίνακες του για τους οποίους είναι περισσότερο γνωστός. Μέσα στο περιβάλλον του Παρισιού της δεκαετίας του 1920, δημιούργησε έναν μοναδικό τρόπο αφαίρεσης σε σύγκριση με τα σύγχρονα κινήματα του σουρεαλισμού και του παρισινού Dada.
Οι πίνακες του Μοντριάν της δεκαετίας του 1920 αποτελούν την πιο ξεκάθαρη έκφραση του ιδανικού του για αγνότητα και καθολική αρμονία. Άρχισε να τυγχάνει μεγάλης αναγνώρισης για τη συνεισφορά του στον μοντερνισμό γύρω στο 1925, με τους πίνακές του να μπαίνουν επιτέλους στις συλλογές πλούσιων Ευρωπαίων και Αμερικανών.
Το 1931, ο Πιέτ Μοντριάν εντάχθηκε στη γραμμή Abstraction-Creation, η οποία ήταν πιο ανοιχτή σε νέα στυλ καθώς επίσης και σε νέες τεχνικές. Το 1932, έκανε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Μουσείο Stedelijk, που έγινε προς τιμήν των 60ών γενεθλίων του καλλιτέχνη. Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που ο ζωγράφος άρχισε να γοητεύεται με την ιδέα της γραμμής και να διαλύει τον ίδιο τον ορισμό της ζωγραφικής. Το σχέδιο και η σχεδίαση υποστήριξε, βρίσκονταν πάντα στην καρδιά της ζωγραφικής, από τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης έως τους ιμπρεσιονιστές έως τους μοντερνιστές, και κανείς δεν είχε σκεφτεί ποτέ να το αμφισβητήσει.
Το Σεπτέμβριο του 1938, ωθούμενος από την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού εγκαταλείπει το Παρίσι για το Λονδίνο ενώ δύο χρόνια αργότερα εγκαταλείπει οριστικά την Ευρώπη για την Αμερική και ειδικότερα την πόλη της Νέας Υόρκης όπου πηγαίνει το 1940 και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το ύφος της ζωγραφικής του δεν αλλοιώνεται αισθητά κατά την παραμονή του στην Αμερική αλλά δημιουργεί μερικά ακόμη από τα πλέον γνωστά έργα του.
Ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο το 1938, ο Μοντριάν γνώρισε την Peggy Guggenheim και έγινε φίλος μαζί της. Ήταν μια φιλία που οδήγησε στην ένθερμη υποστήριξη της Guggenheim στον Ολλανδή καλλιτέχνη, τόσο στο Λονδίνο όσο και αργότερα στη Νέα Υόρκη όπου εξέθεσε τα έργα του στην Art of This Century Gallery της.
Ο Μοντριάν τότε μπήκε στην ανερχόμενη πρωτοποριακή καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης και εντάχθηκε στους Aμερικανούς αφηρημένους ζωγράφους – νομιμοποιώντας επιπλέον τον ρόλο της νέας ομάδας στη σύγχρονη τέχνη μέσω της καθοδήγησής του στην ευρωπαϊκή αφαίρεση.
Εκείνη την εποχή, επέκτεινε το εικαστικό του λεξιλόγιο – εισάγοντας διπλές γραμμές, μετά έγχρωμες γραμμές, και τελικά το μαύρο πλέγμα του αντικαταστάθηκε με παλλόμενες γραμμές έγχρωμων τετραγώνων. Τα τελευταία έργα του ήταν εμπνευσμένα από το νέο του περιβάλλον στην αμερικανική μητρόπολη, και δείχνουν μια νέα ενέργεια και πολυπλοκότητα στην σύνθεση όπως αποδεικνύεται στο Broadway Boogie-Woogie (1942). Ο πίνακας αυτός, αυτής της περιόδου, θεωρείται σήμερα ως ένας από τους πλέον επιδραστικούς πίνακες αφηρημένης τέχνης του 20ού αιώνα.
Αφοσιωμένος στο έργο του, η ζωή του Μοντριάν αντανακλούσε την αγνότητα και την πειθαρχία της τέχνης του. Παρέμεινε άγαμος και ζούσε απλά με λίγα υπάρχοντα. Πέθανε από πνευμονία το 1944 σε ηλικία 71 ετών.
Η κληρονομιά του Piet Mondrian
Η τελειοποίηση της Αφαίρεσης του Μοντριάν καθώς και τα ουτοπικά ιδεώδη που υποκρύπτονται στο έργο του είχαν τεράστιο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της μοντέρνας τέχνης, όσο ακόμη ήταν εν ζωή αλλά και μετά τον θάνατό του.
Το έργο του υιοθετήθηκε αμέσως από το Bauhaus, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στις απλοποιημένες γραμμές και τα χρώματα της αισθητικής της Σχολής, καθώς και στο ιδανικό του σύμφωνα με το οποίο οι τέχνες μπορούσαν να εναρμονίσουν όλες τις πτυχές της ζωής μας.
Αργότερα, το στυλ του Μοντριάν φαίνεται να επέδρασε έντονα στην εικαστική έκφραση των Μινιμαλιστών του τέλους της δεκαετίας του 1960.
Η εκτεταμένη επίδραση του Mondrian μπορεί να φανεί σήμερα σε όλες τις πτυχές της σύγχρονης και μεταμοντέρνας κουλτούρας, από τον μοντριανισμό του Yves Saint Laurent στο «Mondrian» φόρεμά του,59, το ροκ συγκρότημα White Stripes στο εξώφυλλο του άλμπουμ De Stijl του 2000, καθώς και το όνομά του ως ψευδώνυμο για τρία ξενοδοχεία, το ξενοδοχείο “Mondrian” στη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και το Μαϊάμι καθώς και το δημαρχείο της Χάγης που ντύθηκε σε πίνακα του Mondrian πριν λίγα χρόνια και την Βαλτική.
Υπάρχει επίσης και σήμερα μια μεγάλη μόδα Μοντριανισμού που ξεκινάει από προϊόντα μόδας όπως παπούτσια, 65 μέχρι αυτοκίνητα 66 και κέικ!
Έχουν επίσης γραφεί διάφορα βιβλία που προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν την κρυμμένη θεοσοφική σκέψη του Mondrian 69 και που σίγουρα έχουν επηρεάσει μεγάλες μορφές του design όπως τον επίσης Ολλανδό Piet Zwart, μέλος του De Stijl αλλά και πολλούς σύγχρονους αρχιτέκτονες ακόμη και χορογράφους
Η ιδιοφυΐα του Μοντριάν παρέμεινε στον χρόνο άθικτη, έγινε μια διαχρονική μορφή τέχνης που έχει άπειρες δημιουργικές εκδοχές και εφαρμογές.