Return of the Creeps – Και τα ακροδάχτυλα πήραν φωτιά. Ο κριτικός κινηματογράφου Ηλίας Φραγκούλης έγραψε ένα κείμενο -κριτική- για το ντοκιμαντέρ του Νίκου Χαντζή Return of the Creeps που βγήκε σε “σκόρπια” σινεμά. Δράση και αντίδραση. Ο Κώστας Μάστορης οργανίστας των Metro Decay απάντησε στο κείμενο του κριτικού με ένα μακροσκελές post στο Facebook.  

Return of the Creeps  – Το ντοκιμαντέρ του Χαντζή ήρθε για να προσθέσει μια ακόμα παράγραφο τεκμηρίωσης, στην ήδη -ποικιλοτρόπως- καταγεγραμμένη ιστορία της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας Creep Records.

Μιας μοναχικής πράξης που γεννήθηκε από την ανάγκη του Μπάμπη (Τhe Βoss) Δαλίδη (ντράμερ και στους Villa 21) να κυκλοφορήσει άλμπουμ “φίλων” του (βλέπε Yell-O-Yell). Ή άλμπουμ καλλιτεχνών που ήταν κοντά στον ήχο που άκουγε και εκείνος (βρετανικό New Wave, Post-Punk).

Η Creep Records ήταν μια μοναδική περίπτωση της ελληνικής δισκογραφίας. Από το πουθενά έβγαλε δίσκους που η καλλιτεχνική τους αξία ακόμα μετριέται. Το άλμπουμ Υπέρβαση των Metro Decay (1983) είναι ένα καλό παράδειγμα.

Ο Ηλίας Φραγκούλης στην κριτική του, που δημοσίευσε το site Freecinema, ανάμεσα σε άλλα, γράφει:

“Δεν ήταν ότι είχαμε… «ξενομανία» στη δεκαετία του ’80. Απλά, οι μικρές indie bands της εποχής δεν έφταναν με τίποτα τα ποιοτικά standards του ξένου ρεπερτορίου, πόσω μάλλον στο μουσικό είδος που πραγματεύεται τούτο το ντοκιμαντέρ. Δηλαδή, όταν πήγαινα στο Happening, θα έψαχνα στα βινύλια εισαγωγής ν’ αγοράσω (για παράδειγμα) το «Garlands» των Cocteau Twins (γιατί στο ομώνυμο track το επαναλαμβανόμενο «die in a rosary» της Ελίζαμπεθ Φρέιζερ σε αιχμαλώτιζε σ’ ένα vortex απόγνωσης) ή το «Concert» των The Cure (γιατί η live εκτέλεση του «A Forest» ήταν πιο γαμάτη κι από του κανονικού album και πιο κοντά σ’ αυτό που είχαμε ακούσει το ’85 στο Rock in Athens), δεν θα έψαχνα… Villa 21, Yell-O-Yell ή Metro Decay. Αυτά ήταν τα πιο «διαδεδομένα» groups της Creep Records, της πρώτης αληθινά ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας στην Ελλάδα, με έμφαση στο dark wave και το post-punk (πρωτίστως με αγγλικό στίχο). Στα 1982 όλα αυτά, με αφετηρία ανάμεσα σε Κυψέλη, Πατήσια κι Εξάρχεια και ιδρυτή τον Μπάμπη Δαλίδη (επίσης drummer των Villa 21). Το ντοκιμαντέρ «Return of the Creeps» παρακολουθεί τα τέσσερα χρόνια παρουσίας της εταιρείας στην «undergound» μουσική σκηνή της χώρας, συμπεριλαμβάνοντας συνεντεύξεις από τα περισσότερα μέλη των συγκροτημάτων που είχαν δισκογραφήσει εκεί.”

Μπορείτε να διαβάσετε όλη την κριτική ΕΔΩ

Ο Ηλίας Φραγκούλης πιάνει τους πληθυντικούς εκεί που δεν τους σπέρνουν. Ως απάντηση στην κριτική του ο οργανίστας των Metro Decay (συγκροτήματος που ηχογράφησε για την Creep Records) Κώστας Μάστορης έγραψε και ανέβασε στη “σελίδα του” στο Facebook κείμενο (μακροσκελές) που πέρα από το προσωπικό ύφος συγκεντρώνει τη γεύση που του άφησε (και αφήνει) η εμπλοκή του με την μιντιακά χιλιοψαγμένη ανεξάρτητη Αθηναική σκηνή της δκεαετίας του 1980.

Το κείμενο – απάντηση (στην κριτική Φραγκούλη) του Μάστορη έγινε φαρμακερό comment, like και share από πολλούς που έζησαν όταν η Creep Records έγραφε ιστορία. Η άποψή του (κάτι σαν κριτική στην κριτική) βγάζει γερό συναίσθημα γύρω από μια εποχή που απ’ ότι φαίνεται δεν έζησε απλά αλλά συνεχίζει (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) να ζει ακόμα.

Αντιγράφουμε το ποστ του:

«Σεντόνι αλέρτ! (Κι ένας απαραίτητος πρόλογος):

Πριν κανέναν χρόνο αν δεν απατώμαι ξεκίνησε να προβάλλεται ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο “Return Of The Creeps” και θέμα την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Creep Records. Για όσους δεν γνωρίζουν η Creep δραστηριοποιήθηκε την δεκαετία του 80 και απετέλεσε πρότυπο για πολλές άλλες δισκογραφικές που ακολούθησαν.

Αντιλαμβάνομαι πως πολλοί από τους FB φίλους μου αγνοούν (και καλά κάνουν!) το γεγονός πως υπήρξα μέλος ενός μουσικού συγκροτήματος εκείνη την εποχή: μάλιστα τυγχάνει η μπάντα αυτή να έχει κυκλοφορήσει δύο δίσκους με την συγκεκριμένη εταιρεία: ένα 45αρι (Κειμήλια/Σκιές) το 1983 κι ενα LP με τίτλο “Υπέρβαση” το 1984.

Αν με ρωτάτε προσωπικά χαρακτηρίζω το ύφος σαν μια σκοτεινή ποπ με κάποιες διαθέσεις πειραματισμού -όλα αυτά με ελληνικό στίχο.

Σε προηγούμενα ποστ μου αναφέρομαι καμιά φορά σε περιστατικά αυτής της περιόδου που αφορούν την συγκεκριμένη μπάντα και τα χαΐρια της όμως απέφευγα συστηματικά να αναφέρω το όνομα της μπάντας και των μελών της χρησιμοποιώντας παύλες ή την λέξη “Ακατανόμαστοι”. Αφ’ ενός μεν με ενοχλεί η τυμβωρυχία και το όψιμο ενδιαφέρον που έχει παρατηρηθεί αλλά και για λόγους προσωπικούς μου.

Σε αυτό το ποστ θα κάνω μία εξαίρεση: το όνομα της μπάντας ήταν Metro Decay και θα πω μια και καλή δυο τρία πραγματάκια με αφορμή μία κριτική για το ντοκιμαντέρ που προανέφερα την οποία υπογράφει ο εντελώς άγνωστος σε εμένα Ηλίας Φραγκούλης και την οποία μπορείτε να διαβάσετε πατώντας στο link που παραθέτω.

Ο κύριος Φραγκούλης λοιπόν ξεκινάει την κριτική του για το ντοκιμαντέρ χωρίς καν να ασχολείται με αυτό, αντιθέτως ξεκινάει ως εξής:

“Δεν ήταν ότι είχαμε… «ξενομανία» στη δεκαετία του ’80. Απλά, οι μικρές indie bands της εποχής δεν έφταναν με τίποτα τα ποιοτικά standards του ξένου ρεπερτορίου, πόσω μάλλον στο μουσικό είδος που πραγματεύεται τούτο το ντοκιμαντέρ. Δηλαδή, όταν πήγαινα στο Happening, θα έψαχνα στα βινύλια εισαγωγής ν’ αγοράσω (για παράδειγμα) το «Garlands» των Cocteau Twins (γιατί στο ομώνυμο track το επαναλαμβανόμενο «die in a rosary» της Ελίζαμπεθ Φρέιζερ σε αιχμαλώτιζε σ’ ένα vortex απόγνωσης) ή το «Concert» των The Cure (γιατί η live εκτέλεση του «A Forest» ήταν πιο γαμάτη κι από του κανονικού album και πιο κοντά σ’ αυτό που είχαμε ακούσει το ’85 στο Rock in Athens), δεν θα έψαχνα… Villa 21, Yell-O-Yell ή Metro Decay”.

Διακρίνω κάποιο trigger στην πρώτη μόλις πρόταση ή είναι ιδέα μου? Ας τον αφήσουμε να συγκρίνει μήλα με πορτοκάλια και την Ρεάλ Μαδρίτης με τον Πανσερραϊκό να δούμε που το πάει στη συνέχεια.

“Η δουλειά αρχείου που έχει γίνει στο φιλμ είναι ίσως… πιο σημαντική κι από τις ίδιες τις κυκλοφορίες της Creep Records και αυτό είναι το πλέον παράδοξο που πρέπει να προβληματίζει τον θεατή, καθώς τα «talking heads» τα οποία εμφανίζονται εδώ εξιδανικεύουν τόσο υπερβολικά αυτά που ακούγονται (ως συνθέσεις και παίξιμο) σε βαθμό να καταντά ενοχλητικό!” Ωπα! Νάτο το trigger! Ενοχλήθηκε ο άνθρωπος…

Σε αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσω πως δεν είμαι κάποιο από τα ομιλούντα κεφάλια γιατί μετά από κάποια μάλλον κωμικά επεισόδια που ακολούθησαν παλιότερες συνεντεύξεις αποφάσισα πως έχω μιλήσει περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο κι έτσι όταν ο σκηνοθέτης του ντοκ Νίκος Χατζής μου ζήτησε να εμφανιστώ και να απαντήσω σε μερικές ερωτήσεις δεν δέχθηκα και τον παρέπεμψα στον ντράμερ μας Γιάννη Μανιάτη ο οποίες κάνει ένα σύντομο πέρασμα στην ταινία.

Την ταινία όμως την είδα σαν θεατής και μάλιστα δύο φορές. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω που στο διάολο είδε ο κύριος Φραγκούλης την εξιδανίκευση που ισχυρίζεται πως διέκρινε να συντελείται.

Σε κανένα σημείο δεν είπε κανένας από τους συνεντευξιαζόμενους πόσο καταπληκτικοί ήταν και αν ειπώθηκε και κάποια καλή κουβέντα ειπώθηκε για τρίτους.

Αντιθέτως τονίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό η άγνοια ο ερασιτεχνισμός και η ένδεια μέσων παραγωγής και τεχνογνωσίας. Όπως επίσης τονίστηκε πως όλα αυτά τα προβλήματα αντιμετωπίστηκαν και με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο ξεπεράστηκαν στον βαθμό του δυνατού χάρη στο πείσμα, την εφευρετικότητα και την συνεργασία που υπήρξε μεταξύ των -πράγματι- ερασιτεχνών μουσικών που ανήκουν στην συγκεκριμένη σκηνή. Εδώ όμως θα πατήσω πόδι γιατί η μουσική αξία δεν μετριέται μονάχα με το πόσο καλογυαλισμένη είναι η παραγωγή πχ. Επίσης να ενημερώσω πως υπήρχε και μεγάλη δυσκολία στο να βρεθεί αρχειακό υλικό γιατί απλά η δυνατότητα κινηματογράφησης σχεδόν δεν υπήρχε για τα άδεια μας πορτοφόλια -εδώ καλά καλά φωτογραφίες δεν βγάζαμε, τι να λέμε τώρα. Στο θέμα της μουσικής θα επανέλθω μόλις δούμε και την συνέχεια της μουσικοκριτικής (γιατί κριτική ταινίας μέχρι τώρα δεν διαβάσαμε).

“… η συναυλία των The Police και (κυρίως) το τριήμερο «φεστιβάλ ανεξάρτητου ροκ» στο γήπεδο του ΣΠΟΡΤΙΓΚ (με The Birthday Party, The Fall και New Order!) μπορεί να ήταν το εφαλτήριο για τη δημιουργία «παρόμοιων» συγκροτημάτων από νέα παιδιά στην Αθήνα, όμως, το αποτέλεσμα συνήθως έμοιαζε περισσότερο με ηχογράφηση πρόβας μαθητών λυκείου σε garage αυτοκινήτων ή αποθήκης των γονιών τους. Ειλικρινά, δηλαδή.”

Μια και έχουν κυκλοφορήσει πλέον αρκετά ντοκιμαντέρ για την αντίστοιχη σκηνή της Αγγλίας ας ακούσει ο άνθρωπος κανένα λάιβ (από τους Warsaw ας πούμε) ή και ολόκληρο τον κατάλογο της Object και μετά το ξανασυζητάμε για το πόσο κακό ήταν το εγχώριο προϊόν. Ειλικρινά δηλαδή.

“Παρά την υπερβολή στις τοποθετήσεις των μελών των συγκροτημάτων (που, ναι, έκαναν κάτι τολμηρό για την εποχή εκείνη, στο πλαίσιο των ελληνικών δεδομένων… του τίποτα), η καταγραφή και τεκμηρίωση της όλης σκηνής της συγκεκριμένης περιόδου έχει σοβαρό ενδιαφέρον (ειδικά για κοινό που μπορεί να μην είχε καμία προηγούμενη επαφή με αυτά τα ακούσματα ή τη σκηνή) και δίνει λόγο ύπαρξης σε τούτο το ντοκιμαντέρ, το οποίο θεωρώ πως θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα αν δεν περιοριζόταν στη δράση της συγκεκριμένης δισκογραφικής εταιρείας. Κατά τα άλλα, καλή η διάθεση «νοσταλγίας» και η διατήρηση της μνήμης για κάποια local κατορθώματα, αλλά… 99 λεπτά μονάχα για αυτά τα ονόματα ήταν μάλλον υπεραρκετά.”
Επιμένει ο κύριος Φραγκούλης πως υπήρξε υπερβολή στις τοποθετήσεις των μελών των συγκροτημάτων. “Σε τι?” ξαναρωτάω. Συνεννοήθηκαν όλοι μαζί να μας φλομώσουν στα ψέματα για τις συνθήκες που επικρατούσαν? Βγήκε κανείς να πει πως είναι καλύτερος από τον Robert Smith και πως ο δίσκος του ήταν καλύτερος από το “Garlands”? Οι άνθρωποι αυτοί απαντούσαν σε ερωτήσεις, δεν έλεγαν ότι τους κατέβαινε στο κεφάλι. Και απαντούσαν ΣΕΜΝΑ και πάντα φρόντιζαν να επαινέσουν την ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ των ομόσταβλων συναδέλφων τους και κυρίως την προσπάθεια του Δαλλίδη να στηθεί και να βρει ζωτικό χώρο μία πραγματικά ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία μέσα στο κατεστημένο της εποχής.

Επειδή όπως έχω πει και στο παρελθόν κανείς δεν εξαιρείται της κριτικής (συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των κριτικών) έχω να πω πως ο κύριος Φραγκούλης έκανε εξαιρετικά ΚΑΚΗ δουλειά στην παρουσίαση της ταινίας του Νίκου Χατζή δείχνοντας με το καλημέρα έκδηλη εμπάθεια προς το θέμα της. Ακόμη κι έτσι όμως θα το δεχόμουν, δεν αρέσουν όλα σε όλους και σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζω αρνητικά σχόλια για τα έργα των νεανικών μου ημερών. Αλλά… Τι μας λέει εδώ ο part time μουσικοκριτικός? Πώς ακριβώς κρίνει πως η μουσική σκηνή που είναι το θέμα που πραγματεύεται το ντοκιμαντέρ είναι ανάξια λόγου? Απλά λέγοντάς μας πως δεν του αρέσει απαξιώντας να μπει στο κόπο να πει γιατί. Απλά “trust me bro”.

Φτάνω λοιπόν στο σημείο που όλοι όσοι κάνατε τον κόπο να έρθετε (δεν) περιμένατε. Δεν θα μιλήσω για άλλους αλλά θα περιοριστώ στο πω την γνώμη μου ως ώριμος (LOL) 62χρονος για τα μουσικά καμώματα τριών αγοριών από τα Πατήσια (δύο 19χρονων κι ενός 15χρονου) που είχαν το θράσος να ενοχλήσουν κάποιους φιλήσυχους και καθόλου ζηλιάρηδες θεωρητικούς της τέχνης.

Οι Metro Decay κατά τη γνώμη μου ήταν ένα ευτυχές ατύχημα όπως πιστεύω πως ήταν και όλα τα επιτυχημένα σχήματα στην ιστορία της μουσικής.

Είμαι βέβαιος πως αν με κάποιο τρόπο φτάσει αυτό το κείμενο στην οθόνη του κυρίου Φραγκούλη θα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να μη την σπάσει διαβάζοντας αυτό το “επιτυχημένα σχήματα” που έγραψα αλλά θα εξηγήσω τι εννοώ: Θεωρώ πως η ρομαντική παραφροσύνη που μας ώθησε να κάνουμε ότι κάναμε χωρίς γνώσεις μουσικής, χωρίς εξοπλισμό, χωρίς γνωριμίες, σε μία χώρα στην οποία τότε η ξένη μουσική εθεωρείτο οριακά μίασμα, όπου οι γονείς μας άκουγαν στο ραδιόφωνο Θανάση Καμπαφλή και Πουλόπουλο την στιγμή που στο σπίτι του Nick Cave άκουγαν αγγλική και αμερικάνικη ποπ και ροκ μουσική, σε μια Αθήνα με μόλις ένα κλαμπ να μας δέχεται για λάιβ (και να μας πληρώνει κιόλας), με μία υπερμέτρια κιθάρα να κοστίζει μήνες εργασίας, χωρίς παραγωγούς με την έννοια που έχουν στο εξωτερικό, με ηχολήπτες να γνωρίζουν μόνο από μπουζούκια και με τους λιγοστούς συνομήλικους που τους ενδιέφερε το στυλ αυτό της μουσικής να μην αισθάνονται πολύ καλά στην ιδέα να στηρίξουν κάτω από την σκηνή κάποιον που όλο και από κάπου γνώριζαν στέφθηκε τελικά με επιτυχία. Και όλο αυτό με τους δικούς μας όρους και δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο στυλ -ίσως επειδή ακριβώς συνέβαιναν τα παραπάνω. Είναι αλήθεια πως δεν πουλήσαμε πολλούς δίσκους τότε, ούτε παίξαμε στο Budokan, δεν κάναμε τουρνέ στην Ευρώπη παρέα με δεκαπέντε γκρούπις **sigh** και δεν θα μπούμε στο Rock and Roll Hall of Fame. όμως γίνονται κάτι περίεργα πράγματα ρε παιδί μου. Για αρχή λέω να επισημάνω πως 41 χρόνια μετά την κυκλοφορία του ενός και μοναδικού μας LP κάποιοι μυστήριοι μας ζητάνε συνεντεύξεις και τα μούτρα μας εμφανίζονται και σε ταινίες οι οποίες προβάλλονται για καιρό και μάλιστα σε γεμάτες αίθουσες (άκου πράγματα!). Η συγκεκριμένη μάλιστα τυγχάνει πλέον και επίσημης διανομής. Εταιρείες ζητάνε συχνά πυκνά να επανακυκλοφορήσουν οι δίσκοι μας. Άγνωστοι ανεβάζουν βίντεο με τα κομμάτια μας στο YouTube (τα “Κειμήλια” πχ έχουν ανέβει από καμιά δεκαριά διαφορετικούς ανθρώπους και είχαν αθροιστικά πάνω από 800.000 views την τελευταία φορά που κοίταξα). Τα σχόλια δε κάτω από τα βίντεο προέρχονται από όλον τον κόσμο. Η επανακυκλοφορία της “Υπέρβασης” απο την Ειρκτή εξαντλήθηκε μέσα σε 48 ώρες χωρίς να καλύψει στο ελάχιστο την ζήτηση από την Ελλάδα ΚΑΙ το εξωτερικό. Γνωρίζω πως αντίτυπα πουλήθηκαν εκτός απο Γαλλία, Ρωσία κλπ ακόμη και σε χώρες όπως το Περού, την Ιαπωνία, την Βραζιλία, την Κολομβία και τις Φιλιππίνες. Πολλές φορές μου έχει τύχει να μού σφίξουν το χέρι άγνωστοι άνθρωποι κάθε ηλικίας και να με φέρουν σε αμηχανία λέγοντάς μου πόσο σημαντική είναι η μουσική μας γι αυτούς. Αλλά και επώνυμοι μουσικοκριτικοί (κανονικοί, όχι part time) έχουν εκφραστεί κι εκφράζονται ιδιαίτερα κολακευτικά για το κατά Φραγκούλη ανάξιο αναφοράς έργο μας και οι δίσκοι μας βρίσκονται σταθερά στις λίστες με τους καλύτερους ελληνικούς ροκ δίσκους στα περιοδικά και τα σχετικά βιβλία.

Να επισημάνω πως όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος μας ο Αργύρης Ζήλος ο οποίος είχε την φήμη εξαιρετικά αυστηρού κριτικού είχε γράψει την καλύτερη ίσως κριτική που είχε κάνει ποτέ για ελληνικό “ποπ/ροκ” δίσκο. Και τέλος (γιατί άρχισα να νυστάζω) το πιο συγκινητικό για εμένα προσωπικά: την εκτίμηση και των σεβασμό των άλλων μουσικών.

Στην ταινία μάλιστα δηλώνει fan των Metro ο Βασιλάκης (παρεμπιπτόντως ας τσεκάρει ο κύριος Φραγκούλης το post Creep μουσικό του βιογραφικό) κάτι που με εξέπληξε γιατί δεν τον έχω γνωρίσει ποτέ τον άνθρωπο από κοντά. Επίσης μου έχουν πει μέλη από πολύ γνωστές και καταξιωμένες μεταγενέστερες μπάντες πως υπήρξαμε πρότυπο για την δημιουργία του δικού τους σχήματος -κάτι το οποίο με συγκίνησε μέχρι δακρύων. Να προσθέσω σε αυτά τα τελευταία τις διασκευές και ζωντανές εκτελέσεις κομματιών μας με τις οποίες μας έχουν τιμήσει άλλα μουσικά σχήματα. Αλλά τι ξέρουν αυτοί όλοι, ε?

4+ δεκαετίες μετά αισθάνομαι πλέον σαν πολύ μακρινός θείος των θρασύτατων κωλόπαιδων που αποτελούσαν την μπάντα. H γνώμη μου είναι πως αν σε λιγότερο από δύο χρόνια αυτά τα παιδιά κατάφεραν από παντελώς άσχετοι με την μουσική να βγάλουν έναν δίσκο σαν την “Υπέρβαση” είχαν κάτι μέσα τους που άξιζε. Και ναι:

Συμφωνώ με αυτούς που λένε πως είναι καλός δίσκος και είμαι περήφανος για νεαρούς εαυτούς μας.
Προτίμησα να μην πω κάτι για τα άλλα σχήματα και να περιοριστώ στα του δικού μας. Αν μετά απο αυτό το σεντόνι κάποιος θα ήθελε να μάθει κάτι περισσότερο για την σκηνή αυτή το “Return Of The Creeps” ειναι μια καλή αρχή. Ο Νίκος Χατζής (τον οποίο γνώρισα, είναι πολύ σεμνός άνθρωπος ο οποίος δεν δηλώνει καν σκηνοθέτης) έχει κάνει πολύ καλή δουλειά και το κοινό και στις δύο προβολές που βρέθηκα έδειχνε πραγματικά να του αρέσει το ντοκυμαντέρ.

Τελειώνοντας και δεδομένης της αφορμής για το σεντόνι που άπλωσα να πω πως τύπους σαν τον σινεκριτικό που με πρίζωσε έχω γνωρίσει πολλές φορές στο παρελθόν. Την εποχή που υπήρξαμε ενεργοί βασικά τους έβλεπα παντού. Καταλαβαίνω την δυσκολία του αλλά…

Link της κριτικής:
https://freecinema.gr/movies/return-of-the-creeps/
Ειλικρινά ελπίζω πως δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να αναφερθώ στους Metro. Over and out.
ΥΓ: Είναι λίγο αστείο αλλά ψάχνοντας για κάποια στοιχεία απόψε βρήκα αυτό εδώ, event στην Βραζιλία στις 2 Φεβρουαρίου. Να πάτε!»

Το post του Κώστα Μάστορη υπάρχει ΕΔΩ