
Συνέντευξη | Μενέλαος Καραντζάς: «ανέκαθεν τα όρια μεταξύ δουλείας και δουλειάς ήταν ασαφή». Οι ηθοποιοί που είναι δημιουργήματα της Τεχνητής Νοημοσύνης, το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι μεταμορφώνονται πλέον σε ηθοποιούς του TikTok, καθώς και τα πολύ σημαντικά αιτήματα που έθεσαν και συνεχίζουν να θέτουν οι εργαζόμενοι στον κινηματογράφο και το θέατρο στην Αμερική και για τα οποία διεκδικούν λύσεις με κινητοποιήσεις και απεργίες, αποτελούν τα σημεία που με προβληματίζουν όλο και περισσότερο αφότου ασχολήθηκα με τη ΔΟΥΛΕΙΑ.
Με σταθερή πορεία ανάμεσα στην ακαδημαϊκή έρευνα, τη διδασκαλία και τη σκηνοθετική πράξη, ο Μενέλαος Καραντζάς ανήκει στους δημιουργούς που προσεγγίζουν το θέατρο ως ζωντανό πεδίο σκέψης και πειραματισμού. Απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου MFA στη Σκηνοθεσία από την East 15 Acting School του University of Essex, έχει διαμορφώσει μια πολυεπίπεδη καλλιτεχνική διαδρομή που εκτείνεται από την Αθήνα έως το Λονδίνο, τη Μόσχα και τη Νέα Υόρκη.
Στις παραστάσεις του συνδυάζει τον ρεαλισμό με την ψυχολογική ένταση, την κοινωνική παρατήρηση με τη δραματουργική ακρίβεια. Από τη Μικρή μας Πόλη του Thornton Wilder έως την Αιμολήπτρια της Ella Road, ο Μενέλαος Καραντζάς αναζητά σταθερά εκείνο το σημείο όπου το θέατρο γίνεται καθρέφτης της σύγχρονης συνείδησης.
Με τη νέα του σκηνοθεσία στη «ΔΟΥΛΕΙΑ» του Max Wolf Friedlich, ο δημιουργός επιχειρεί μια βαθιά τομή πάνω στο ζήτημα της εργασίας, της εξουσίας και της ψυχικής φθοράς του ανθρώπου στην εποχή της τεχνολογίας. Μιλήσαμε μαζί του για την παράσταση στο Studio Μαυρομιχάλη, για τη σκηνοθετική του προσέγγιση, τις σχέσεις εξουσίας στη σκηνή, αλλά και για τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη δουλειά από τη δουλεία — μέσα και έξω από το θέατρο.
Αναμφισβήτητα μέσα από την αμφισημία του τίτλου «ΔΟΥΛΕΙΑ» γεννάται το ερώτημα για τα όρια δουλείας και δουλειάς. Τι αλήθεια σημαίνουν και πως εκθέτονται μέσα στην παράσταση.
Η λέξη δουλεία είναι λέξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και σήμαινε την κατάσταση του δούλου, καθώς και τη σκληρή εργασία που έκανε ο δούλος. Στα μεσαιωνικά χρόνια η λέξη άλλαξε τονισμό και έγινε δουλειά, με τη σημασία πλέον της εργασίας οποιασδήποτε μορφής. Τελικά οι δύο τύποι (δουλεία – δουλειά) διατηρήθηκαν στα νέα ελληνικά για να διαφοροποιείται σημασιολογικά η σκλαβιά από την εργασία. Είναι προφανές από την ιστορική επισκόπηση του θέματος ότι τα όρια δουλείας και δουλειάς ήταν ανέκαθεν ασαφή, ενώ η σύγχρονη σημασία της δουλείας, δηλαδή της έλλειψης ελευθερίας, επιτρέπει τη διατήρηση της ασάφειας αυτής, ειδικά με τις συνθήκες εργασίας που ισχύουν για τους εργαζόμενους του σήμερα ή επιβάλλονται σ’ αυτούς. Το γεγονός ότι η εργασία της Τζέιν, που είναι το ένα από τα δύο πρόσωπα του έργου, έχει καταλήξει από δουλειά να είναι δουλεία, σχολιάζεται από τον ψυχοθεραπευτή Λόιντ, αφού αποτελεί και το βασικό λόγο που προκάλεσε το burn out και το νευρικό κλονισμό της Τζέιν, αναγκάζοντάς την να τον επισκεφτεί στο γραφείο του. Καθώς, όμως, ξεδιπλώνεται η ιστορία του έργου γίνεται αντιληπτό ότι οι δύο λέξεις έχουν διαφορετικό νόημα για την Τζέιν και τον Λόιντ και ότι η λέξη δουλειά στο τέλος του έργου αποκτά μία σημασία που δεν είναι καθόλου αναμενόμενη.
Η «ΔΟΥΛΕΙΑ», μήπως τελικά αποτελεί ένα πρόσχημα για να έρθουν στην επιφάνεια ζητήματα που ενώ τα βιώνουμε, δεν τα ομολογούμε αλλά τα υπονοούμε;
Η ΔΟΥΛΕΙΑ είναι ένα θεατρικό έργο με συνεχείς ανατροπές που οδηγούν σε ένα αναπάντεχο τέλος. Το θέμα της εξάντλησης και του νευρικού κλονισμού λόγω της εργασίας είναι η αφορμή για να παρουσιαστούν και άλλα θέματα, όπως η σύγκρουση δύο γενεών, η χρήση και η κατάχρηση της ψηφιακής τεχνολογίας, οι αντιλήψεις για την ψυχική υγεία και την ψυχοθεραπεία, αλλά και η εμπειρία της ύπαρξης «μέσα» στο ίντερνετ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όλα τα παραπάνω απασχολούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλους μας και έχουν να κάνουν με την καθημερινή μας ζωή. Ο τρόπος με τον οποίο τα βιώνουμε, η σημασία που τους δίνουμε, η ένταση που μας προκαλούν όταν δεν τα κρύβουμε κάτω από το χαλί, αποτελούν τα σημεία σύνδεσης του κοινού με τα πρόσωπα και με την ιστορία του έργου.
Εργασιακή πίεση, εξουθένωση, αλλά και τεχνολογία, social media, εκούσια ή ακούσια έκθεση στο internet, κακοποίηση, εγκληματικότητα. Είναι αυτές οι συνθήκες μέσα στις οποίες επιβιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος;
Αναμφίβολα! Δουλεύοντας μέσα σε ένα εργασιακό περιβάλλον που συχνά μπορεί να είναι τοξικό για διάφορους λόγους, ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να καθορίσει τις σχέσεις με τα πρόσωπα γύρω του στην πραγματική και στη διαδικτυακή ζωή και να υποστεί τις συνέπειες που έχουν οι πράξεις του και οι επιλογές του, αλλά και τις συνέπειες από τις επιλογές και τις πράξεις των άλλων, που ενίοτε μπορεί να είναι εγκληματικές. Στο έργο εκτυλίσσεται μια ιστορία και περιγράφεται μία κατάσταση που φτάνει σε ακραία μορφή, αλλά ποτέ δεν παύει να παρουσιάζεται ως πιθανή.
- Ρεαλιστικό δράμα, ψυχολογικό μετα-δράμα, πολιτικό θρίλερ για την ηθική εργασίας-οικογένειας στον καπιταλισμό. Που αλήθεια κατατάσσεται το έργο του Max Wolf Friedlich, μέσα από την οικοδόμηση των δύο χαρακτήρων του;
Ο τεχνικός όρος που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάποιος για τη ΔΟΥΛΕΙΑ είναι ψυχολογικό θρίλερ, όσον αφορά τη δραματουργική σύνθεση και το είδος του έργου. Από εκεί και πέρα, και σε σχέση με τα θέματα του έργου, υπάρχει έντονος κοινωνικός και πολιτικός σχολιασμός για την εργασία στη «βαριά βιομηχανία» της ψηφιακής τεχνολογίας, που είναι ίσως ένα από τα πιο εξελιγμένα δείγματα καπιταλιστικής έκφρασης που μπορούμε να συναντήσουμε στο σύγχρονο κόσμο, και ενώ το έργο είναι εξαιρετικά ρεαλιστικό στο στιλ (στοιχείο που η σκηνοθετική μου δουλειά έχει προσπαθήσει να διατηρήσει στο ακέραιο) παρουσιάζει ψήγματα μίας ανοίκειας ατμόσφαιρας, η οποία εντείνεται σταδιακά μέχρι το τέλος του έργου. Τα δύο πρόσωπα παρουσιάζονται ως απολύτως πραγματικά και οι ερμηνείες των ηθοποιών, του Γιώργου Γιαννακάκου και της Νίνας Παπαγεωργίου, κάνουν την ψυχοθεραπευτική συνεδρία, που αποτελεί στοιχείο της ιστορίας του έργου, να μοιάζει οριακά ότι θα μπορούσε να είναι αληθινή.

Μέσα από τη σχέση εξουσίας που αναπτύσσεται μέσα στο έργο, την αλλαγή θέσεων εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, ποιο ρόλο αλήθεια παίζει το συναίσθημα; Παρίσταται ή αναπαρίσταται; Πως ακριβώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς για την οικοδόμηση των χαρακτήρων; Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία του εγχειρήματος;
Στο έργο παρουσιάζονται παραπάνω από μία σχέσεις εξουσίας, καθώς οι ρόλοι των δύο προσώπων εναλλάσσονται ανάμεσα στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο, ανάλογα με τα επιχειρήματα που η Τζέιν και ο Λόιντ προβάλλουν κατά την εξέλιξη της ιστορίας, τα οποία ως όπλα, με τη μεταφορική έννοια, ακινητοποιούν κάθε φορά το ένα ή το άλλο πρόσωπο. Επιπλέον, υπάρχει και ένα όπλο, με την κυριολεκτική έννοια, που διαμορφώνει σαφώς σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στη νεαρή γυναίκα και τον ψυχοθεραπευτή. Το πώς γίνεται αυτό, όμως, θα το ανακαλύψει το κοινό που θα δει την παράσταση. Τα συναισθήματα των προσώπων και οι αλλαγές τους γίνονται αντιληπτά από τις δράσεις τους και από τα λόγια τους. Το συναίσθημα είναι ένα στοιχείο που σχετίζεται με τον θεατή και όχι με τον ηθοποιό. Η δουλειά των ηθοποιών και η σκηνοθεσία της παράστασης έχουν ως στόχο τη συναισθηματική μετακίνηση του κοινού κατά την παρακολούθηση της παράστασης και τη γέννηση σκέψεων και συναισθημάτων για τα πρόσωπα και την κατάσταση που βιώνουν στη σκηνή. Και σύμφωνα με όσα ακούμε μετά το τέλος της παράστασης, αυτό συμβαίνει κατά κόρον! Η δουλειά με τους ηθοποιούς έγινε κυρίως με τη χρήση αυτοσχεδιασμών για την εμβάθυνση της σχέσης μεταξύ των προσώπων και για την διερεύνηση του τρόπου ενσάρκωσης της σχέσης αυτής και της εξέλιξής της πάνω στη σκηνή. Η μεγαλύτερη δυσκολία της διαδικασίας είναι οι καθαυτό συνθήκες της παράστασης, που είναι και οι συνθήκες που λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό το θέατρο στην Αθήνα: επειδή το έργο παίζεται μόνο Δευτέρα και Τρίτη, το κενό διάστημα που μεσολαβεί από τη μία εβδομάδα στην άλλη είναι μεγάλο κι έτσι τα ευρήματα και οι εντυπώσεις των ηθοποιών σε κάθε παράσταση, δεν μπορούν να αξιοποιηθούν και να δοκιμαστούν άμεσα στις επόμενες. Το γεγονός αυτό μας αναγκάζει να κάνουμε κι άλλες πρόβες στα ενδιάμεσα διαστήματα για να διατηρείται στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο η ποιότητα της παράστασης.
Τι τελικά επιδιώκει η παράσταση και η σκηνοθετική προσέγγισή σας: την ταύτιση του θεατή ή την καλλιέργεια κριτικής συνείδησης;
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο στόχος της παράστασης είναι η συναισθηματική μετακίνηση των θεατών και η γέννηση κάποιας συναισθηματικής αντίδρασης ή κάποιων σκέψεων σχετικών με τον προβληματισμό και τα θέματα που θέτει το έργο. Λόγω της δόμησης των προσώπων του έργου πάνω στις συνθήκες της πραγματικότητας, τόσο από γραφής όσο και από τη σκηνοθεσία, κι επειδή ο λόγος του έργου είναι απλός, κατανοητός και σύγχρονος, είναι αναμενόμενο ότι κάποιοι από τους θεατές θα αναγνωρίσουν προσωπικές τους εμπειρίες και βιώματα σε όσα συμβαίνουν στο έργο και στον τρόπο που δρουν τα πρόσωπα. Είναι, επίσης, αναμενόμενο ότι σε κάποιους από τους θεατές θα διεγερθεί η κριτική σκέψη και συνείδηση. Γενικά, το φάσμα των εσωτερικών αντιδράσεων του κοινού είναι ευρύ σε κάθε θεατρική παράσταση με αποτέλεσμα ο/η κάθε θεατής να βλέπει τη δική του/της παράσταση ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματά, τον τρόπο σκέψης, ακόμη και τη συγκέντρωσή του/της. Εκείνο που επιδιώκουμε να προσφέρουμε από τη σκηνή είναι κάποια ερεθίσματα, έτσι ώστε ο/η κάθε θεατής να βγει από το θέατρο και να νιώθει ότι κάτι έχει αλλάξει στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του. Κατά τη γνώμη μου, αυτό πρέπει να ισχύει για όλες τις θεατρικές παραστάσεις και αποτελεί για μένα ένα σκοπό πρωταρχικής σημασίας σε όλη μου τη θεατρική διαδρομή.
Κλείνοντας, πόσο επηρέασε το έργο τη δική σας τοποθέτηση απέναντι στην εργασία, ιδιαίτερα στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Από τη στιγμή που διάβασα το έργο για πρώτη φορά, ήρθα σε επαφή με την αθέατη όψη του κόσμου της ψηφιακής τεχνολογίας, τον οποίο παρόλο που θεωρούμε γνωστό και οικείο, είναι μάλλον άγνωστος στους απλούς χρήστες του υπολογιστή και του κινητού τηλεφώνου, όπως είμαι εγώ. Η εργασία στον κόσμο αυτό περιγράφεται στο έργο μέσα από τις οπτικές της Τζέιν και του Λόιντ, δύο ανθρώπων από διαφορετικές γενιές και με διαφορετικές εμπειρίες ζωής. Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι το έργο διαδραματίζεται την «ευτυχισμένη» εποχή του Γενάρη του 2020, τότε που οι αποφάσεις για τον καινούριο χρόνο ήταν ακόμη φρέσκιες και η σχεδόν ολοκληρωτική εξάρτησή μας από την ψηφιακή τεχνολογία και η βύθιση μέσα σ’ αυτή θα ερχόταν λίγες εβδομάδες μετά, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Οι σκέψεις μου, λοιπόν, όταν άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά με το έργο, περιστράφηκαν γύρω από το τελευταίο στοιχείο και ανέτρεξα στις θεατρικές παραστάσεις που είδαμε μέσα από οθόνες υπολογιστών και στο πώς έχουν τροποποιηθεί οι όροι παραγωγής για την καλλιτεχνική δημιουργία την τελευταία πενταετία. Στη συνέχεια, ξεφεύγοντας από την εποχή αλλά παραμένοντας στο πνεύμα του έργου, άρχισα να σκέφτομαι τη σχέση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με την Τεχνητή Νοημοσύνη, που είναι η αιχμή του δόρατος για την σχέση της ψηφιακής τεχνολογίας με τη ζωή μας στις μέρες μας. Οι ηθοποιοί που είναι δημιουργήματα της Τεχνητής Νοημοσύνης, το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι μεταμορφώνονται πλέον σε ηθοποιούς του TikTok, καθώς και τα πολύ σημαντικά αιτήματα που έθεσαν και συνεχίζουν να θέτουν οι εργαζόμενοι στον κινηματογράφο και το θέατρο στην Αμερική και για τα οποία διεκδικούν λύσεις με κινητοποιήσεις και απεργίες, αποτελούν τα σημεία που με προβληματίζουν όλο και περισσότερο αφότου ασχολήθηκα με τη ΔΟΥΛΕΙΑ. Το μέλλον της θεατρικής δημιουργίας στην Ελλάδα, όπως αποτυπώνεται στους όρους και τις συνθήκες παραγωγής και το οποίο εξαρτάται από αποφάσεις και επιλογές προσώπων που εναλλάσσονται σε «θεσμικούς» ρόλους, απασχολεί το μυαλό μου και προσπαθώ να επιβιώσω και να εκφραστώ καλλιτεχνικά σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο εχθρικό.
*φωτο Πάτροκλος Σκαφίδας
Η παράσταση «ΔΟΥΛΕΙΑ» του Max Wolf Friedlich σε μετάφραση και σκηνοθεσία Μενέλαου Καραντζά παίζεται στο Studio Μαυρομιχάλη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ.
Σκηνοθεσία – μετάφραση: Μενέλαος Καραντζάς
Σκηνικά: Ντέιβιντ Νεγρίν
Κοστούμια: Εβελίνα Δαρζέντα
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική – Ηχητικός σχεδιασμός: Οδυσσέας Πούλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ερρίκος Τσοροτιώτης
Βοηθός σκηνογράφου: Ξένια Κούβελα
Φωτογραφίες – video: Πάτροκλος Σκαφίδας
Σχεδιασμός Οπτικής Ταυτότητας: Γιάννης Παπαδόπουλος
Παραγωγή: ΜΑΜΕΝΕΖΥ Α.Μ.Κ.Ε.
Παίζουν: Γιώργος Γιαννακάκος, Νίνα Παπαγεωργίου










