Σωτήρης Ρουμελιώτης: «…έχουμε μια φρικτή λατρεία για τη σοβαροφάνεια…»

Πολλά άτομα που ασχολούνται με τις τέχνες θέλουν να θεωρούνται «σοβαρά» και «υψηλού επιπέδου», αλλά και σαν λαός έχουμε την τάση να θέλουμε να περνιόμαστε για σπουδαίοι, οπότε δεν συμπαθούμε τον αυτόσαρκασμό. Λέγεται, όμως, ότι ο αυτόσαρκασμός είναι δείγμα ευφυΐας… Ουπς! Έχουμε μια φρικτή λατρεία για τη σοβαροφάνεια…

Είναι ακόμα άγνωστος ο Σωτήρης Ρουμελιώτης; Ίσως. Αλλά αυτό προφανώς και  θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια, μιας και στο πρόσωπο του και ιδιαίτερα στις δουλειές του αναγνωρίζουμε μια από τις πλέον ελπιδοφόρες δυνάμεις του νέου ελληνικού Θεάτρου.

Από το Αίγιο, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, αποφοίτησε με άριστα από δύο σχολές του Α.Π.Θ., του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης (2014) και του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών (2021) του Α.Π.Θ. Κι ενώ έχει ανεβάσει αρκετές παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, έχοντας συνεργαστεί και με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, κάνει το μεγάλο βήμα στην Αθήνα με την παράσταση «Δε φάιναλ θολούθιον», η οποία ξεκίνησε υπό την αιγίδα της Πειραματικής Σκηνής Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου, για να συνεχίσει τη διαδρομή της στο Θέατρο Πόρτα.  

Το παράλογο της σύγχρονης πραγματικότητας είναι το στίγμα  που χαρακτηρίζει τις σκηνικές δημιουργίες του αν κρίνουμε και από την παράσταση του που ανεβαίνει αυτές τις ημέρες από το Θέατρο του Νέου Κόσμου «Ιβάν εναντίον Ιβάν». Ένα διήγημα του εμβληματικού και κλασικού Γκόγκολ, βρίσκει το δρόμου του στην πραγματικότητα του 2025, με έναν τρόπο κομψό, ραφινάτο και αρκούντως σαρκαστικό, με τρεις σαρωτικούς ηθοποιούς, και με σύμμαχο μια έξοχη «ρεαλιστικά» σουρεαλιστική δραματουργία (με τη σύμπραξη του Γιάννη Αποσκίτη).

Μας μίλησε για το εγχείρημα αυτό, για τη σάτιρα στο ελληνικό θέατρο, για τη φιλία και για το μίσος, για τη χειραγώγηση των ανθρώπων, για την ίδια την παράσταση και για για τους ανθρώπους, τους ηθοποιούς του, που ζωντανεύουν το σύμπαν του. Και είχε να πει πολλά…

Από τη Ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα στην ελληνική σκηνή του 21ου. Πόσο παγκόσμιος και διαχρονικός παραμένει ο Γκόγκολ;

Ο Γκόγκολ είναι ένας ευρύτατα γνωστός συγγραφέας, τα θεατρικά του έργα εξακολουθούν να παρουσιάζονται στις σκηνές παγκοσμίως, ενώ και τα λογοτεχνικά του κείμενα μεταφράζονται και προσελκύουν το ενδιαφέρον πολλών σύγχρονων αναγνωστών. Όλα αυτά δείχνουν ότι είναι ένας λογοτέχνης με πολύ ισχυρή πένα, η οποία διαπερνά τα χωροχρονικά όρια και συνεχίζει να «τσιμπάει» τις ανθρώπινες ψυχές.

Ένα τέτοιο «τσίμπημα» αισθάνθηκα και εγώ όταν διάβασα τη νουβέλα του «Ο καβγάς των δύο Ιβάν», γέλασα με την τραγελαφική κοινωνία που αποτυπώνει με εξαίσια ειρωνεία, συγκινήθηκα με την υπαρξιακή αγωνία με την οποία προσεγγίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και αξίες. Από την πρώτη ανάγνωση μου ήταν ξεκάθαρο ότι όλα όσα διαπραγματεύεται αυτή η νουβέλα υπάρχουν έντονα και στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, είτε με την ίδια μορφή είτε έχοντας αντικατασταθεί από παρόμοιους θεσμούς ή καταστάσεις. Για παράδειγμα, καυτηριάζει τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας, τη σήψη του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, την τάση των ανθρώπων για αλληλοσπαραγμό.

Όλα αυτά επικρατούσαν στη Ρωσία του 19ου αιώνα, όμως εξακολουθούν εμφανέστατα να υπάρχουν γύρω μας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που μας ελκύει και μας εμπνέει ακόμα ο Γκόγκολ, καθώς καταφέρνει να αγγίξει τα μύχια της  ανθρώπινης ύπαρξης, μιλώντας με θάρρος, χιούμορ και ουσία για προβλήματα και σχέσεις που παρατηρούνται σε κάθε πολιτισμό, σε κάθε κοινωνία, σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή.

Ποια είναι τα δραματουργικά στοιχεία και επεμβάσεις οι δικές σας και του Γιάννη Αποσκίτη σε σχέση με τις σύγχρονες αναφορές της παράστασης;

Η γκογκολική νουβέλα αφηγείται το πώς ο προσωπικός καβγάς δύο φίλων γίνεται θέμα μιας ολόκληρης πόλης, το πώς δύο αγαπημένοι άνθρωποι καταλήγουν να ξεφτιλίζουν τη σχέση τους στα δικαστήρια, αλλά και το πώς ο κοινωνικός τους περίγυρος σχολιάζει και επηρεάζει την ένταση αυτού του τσακωμού. Ωστόσο, όλα αυτά τοποθετούνται στη Ρωσία του 19ου αιώνα, ενώ εγώ και ο Γιάννης επιθυμούμε να συνομιλήσουμε με το κοινό της εποχής μας και να αναδείξουμε τη σύγχρονη διάσταση των προβλημάτων που θέτει ο σπουδαίος Ρώσος συγγραφέας.

Έτσι, σκεφτήκαμε ότι η  αντιστοιχία με τη σημερινή πραγματικότητα είναι τα μίντια, όπου διαρκώς βλέπουμε προσωπικές υποθέσεις να βγαίνουν στα παράθυρα τηλεοπτικών εκπομπών ή να αναπαράγονται και να διογκώνονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στο δικό μας έργο, λοιπόν, η υπόθεση εκτυλίσσεται στο πάνελ μια ενημερωτικής τηλεοπτικής εκπομπής, όπου ο καβγάς των δύο Ιβάν γίνεται κεντρικό θέμα και αφορμή για έναν ευτράπελο μιντιακό κανιβαλισμό. Επιπλέον, αντικαθιστούμε τον κοινωνικό περίγυρο και τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του Γκόγκολ (π.χ. περιφερειάρχης, δικαστής) με δημοσιογράφους και ανώνυμα άτομα που συμμετέχουν στέλνοντας μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τέλος, θελήσαμε να αναδείξουμε καθολικότερα και διαχρονικότερα την τάση των ανθρώπων για αλληλοσπαραγμό, οπότε προσθέσαμε και άλλα ζεύγη Ιβάν, εκτός από τους δύο Ιβάν του Γκόγκολ. Φυσικά, κρατάμε σαν βασικό σημείο αναφοράς τον καβγά των δύο Ρώσων ευγενών Ιβάν, αλλά από τη σκηνή παρελαύνουν κι άλλοι σύγχρονοι «Ιβάν», ο καθένας με τα δικά του χαρακτηριστικά, που όλοι καταλήγουν να ενώνονται μέσω της διάθεσής τους για τσακωμό.

Η σάτιρα παραμένει στις μέρες μας ως σημείο τομής γέλιου και προβληματισμού; Έχει, πράγματι όρια;

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, πιστεύω ότι πού και πού υπάρχουν ορισμένα τολμηρά εγχειρήματα, αλλά η γενική κατάσταση είναι απογοητευτική τόσο από τη πλευρά των καλλιτεχνών όσο και του κοινού. Πολλά άτομα που ασχολούνται με τις τέχνες θέλουν να θεωρούνται «σοβαρά» και «υψηλού επιπέδου», αλλά και σαν λαός έχουμε την τάση να θέλουμε να περνιόμαστε για σπουδαίοι, οπότε δεν συμπαθούμε τον αυτόσαρκασμό. Λέγεται, όμως, ότι ο αυτόσαρκασμός είναι δείγμα ευφυΐας… Ουπς! Έχουμε μια φρικτή λατρεία για τη σοβαροφάνεια. Και αυτή η σοβαροφάνεια ευνουχίζει τόσο το καυστικό χιούμορ όσο και την ετοιμότητά μας να αντικρύσουμε κατάματα τα ζητήματα που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν.

Αναφορικά με τα όρια, νομίζω ότι μεγάλο μέρος της γοητείας και της σημασίας των τεχνών είναι η σχέση τους με αυτά, είτε είναι διανοητικά, είτε συναισθηματικά, είτε νοηματικά, είτε αισθητικά… Οι τέχνες διαρκώς παραβιάζουν όρια, τα επαναδιαπραγματεύονται, τα επαναπροσδιορίζουν, παίζουν μαζί τους, χορεύουν πάνω σε τεντωμένα όρια, θέτουν νέα όρια, αποκαλύπτουν συνειδητά ή ασυνείδητα όρια ή δυνατότητες υπέρβασης αυτών των ορίων. Και ειδικά η σάτιρα πιστεύω ότι φλερτάρει – και ότι πρέπει να φλερτάρει – διαρκώς με τα όρια, καθώς μόνο έτσι μπορεί να είναι δυναμική, κοφτερή και, άρα, ουσιαστική.

Για όλα αυτά, θεωρώ ότι είναι αρκετά δύσκολο να δοθεί μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η αίσθησή μου είναι ότι οι προθέσεις και ο τρόπος είναι τα στοιχεία που κάνουν τη διαφορά. Γιατί διακωμωδείς μια κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο και με ποιον τρόπο.

Γιατί άραγε συμβαίνει σε μας τους ανθρώπους να γινόμαστε τόσο εύκολα εχθροί και να παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να είμαστε πιστοί και αφοσιωμένοι φίλοι;

Διότι οτιδήποτε απαιτεί πίστη και αφοσίωση, προϋποθέτει και προσωπική ψυχική ηρεμία, κατανόηση της διαφορετικότητας και χρόνο. Ειδικά στη σημερινή εποχή των ακραία γρήγορων ταχυτήτων, γίνεται ακόμα πιο δύσκολο το να αφιερώνεις χρόνο και ψυχικό τόπο σε άλλα άτομα.

Αντίθετα, οι σύγχρονοι βιορυθμοί ευνοούν το να ξεσπάς, να βρίζεις, να εκτονώνεσαι, να «ακυρώνεις» τους συνανθρώπους σου∙ πράξεις γρήγορες και άμεσες. Βέβαια, αυτό που παρατηρώ είναι ότι, όταν ένας άνθρωπος ξεσπάει ενάντια σε κάποιον άλλο, αυτό σπάνια οφείλεται σε κάποια διαπροσωπική τους διαφωνία. Συνήθως ξεσπάμε εξαιτίας της πίεσης και των νεύρων με τα οποία μας γεμίζει το καθημερινό κοινωνικό χάος.

Το εμπόριο και η χειραγώγηση των ανθρώπινων σχέσεων είναι από τα βασικά διακυβεύματα της παράστασης «Ιβάν εναντίον Ιβάν». Τι τελικά, προωθεί μια τέτοια μεταχείριση του ανθρώπινου είδους;

Για να κινείται το «εμπόριο» σημαίνει ότι υπάρχει «ζήτηση». Αν κανείς δεν έβλεπε τις γελοιότητες που πουλάνε οι περισσότερες τηλεοπτικές εκπομπές ή δεν σχολίαζε κάθε κοτσάνα που πλασάρεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τότε θα έκλεινε το «μαγαζάκι». Αλλά είναι πιο εύκολο και αναίμακτο να ασχολούμαστε με τα προβλήματα των άλλων και να κρυβόμαστε πίσω από οθόνες, χωρίς να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες των λεγόμενών μας. Όταν η βία – σε κάθε της μορφή – είναι τόσο ισχυρή και πανταχού παρούσα κοινωνικά, όταν μοιραία μετατρέπεται σε εσωτερικό δηλητήριο, τότε η οθόνη λειτουργεί σαν ένα μαγικό παράθυρο εκτόνωσης.

Φυσικά, ο στόχος είναι ο άνθρωπος, και η οθόνη δίνει την απαραίτητη απόσταση ώστε να ρίξεις τα πυρά σου χωρίς κανένα κίνδυνο για εσένα. Και αυτά τα πυρά μπορεί να βρουν τον πραγματικό στόχο και να καταστρέψουν τη ζωή ενός ανθρώπου, όμως εσύ βρίσκεσαι σε ασφαλή απόσταση, δε βλέπεις μπροστά σου τα αποτελέσματα. Εκτονώνεσαι ήρεμα και δωρεάν, και όλα καλά!

Μπάμπης Αλεφάντης, Λάμπρος Γραμματικός και Άγγελος–Προκόπιος Νεράντζης είναι οι τρεις αεικίνητοι ηθοποιοί που δίνουν τον ρυθμό στην παράσταση. Τι κρατήσατε με πάθος και αξιοποιήσατε από το τάλαντο του καθενός στην παράσταση;

Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω με αυτά τα τρία απίστευτα πλάσματα και νιώθω ειλικρινά ευτυχής για τη συνάντηση και τη συνεργασία μας. Δεν τους ήξερα πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες, αλλά τους είχα δει σε παραστάσεις και χαίρομαι που επιβεβαιώθηκε το ένστικτό μου. Δεν είναι απλά καλοί ηθοποιοί, αλλά είναι και πραγματικοί καλλιτέχνες, πράγμα όχι τόσο σύνηθες. Έσκυψαν με συγκινητική αφοσίωση πάνω από τη δουλειά μας, κάνανε ουσιαστικές προτάσεις για το κείμενο, ενδιαφέρονταν για κάθε πλευρά της παράστασης.

Ο Μπάμπης έχει μια απίστευτη χαλαρότητα, μπορεί να κάνει τα πιο παράλογα πράγματα να φαντάζουν φυσικά, είχε ταυτόχρονα μια ακατέργαστη αμεσότητα και μια πολύ ακριβή υποκριτική ποιότητα. Ο Λάμπρος έχει τρομερή αίσθηση ρυθμού και μια σκηνική αντίληψη που απλά δεν μπορεί να πάει τίποτα λάθος, κάνει εξαιρετικά καίριες δραματουργικές παρατηρήσεις και μπορεί να προσδώσει υψηλό θεατρικό ενδιαφέρον ακόμα και στον αέρα που αναπνέει. Ο Άγγελος έχει μια φυσική τρέλα, μια ασταμάτητη χειμαρρώδη ενέργεια και μια ιδιαίτερη λάμψη που τη δωρίζει απλόχερα και είναι άκρως μεταδοτική. Τους θαυμάζω και τους τρεις για αυτό που καταφέρνουν σε κάθε παράσταση, τα δίνουν όλα για όλα, έχουν χιούμορ και ομορφιά πάνω και κάτω από τη σκηνή και… κάνουν και τις καλύτερες μούτες σε όλο το ελληνικό θέατρο!

Και μια τελευταία ερώτηση που αγαπάμε εδώ στο fragile, και που η απάντηση της αποκτά ιδιαίτερη σημασία από έναν άνθρωπο που αποτελεί μια από τις νέες δυνάμεις του ελληνικού θεάτρου. Υπάρχει νέο και παλιό στο Θέατρο; Και πως εκφράζονται;

Αρχικά, να δηλώσω πως δε με πολυεκφράζουν τα δίπολα. Έχουμε μια τάση – και αυτό μας το καλλιεργεί  από πολύ νωρίς και με φρικτό τρόπο το εκπαιδευτικό μας σύστημα – να σκεφτόμαστε με αντιθετικά ζεύγη: καλό-κακό, δεξιά-αριστερά, φτωχός-πλούσιος, νέο-παλιό. Νομίζω, όμως, ότι η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και οι ανθρώπινες σχέσεις και καταστάσεις ενέχουν μεγαλύτερη ποικιλία και πολυπλοκότητα προκειμένου να τις κατανοήσουμε και να στοχαστούμε για αυτές.

Συζητάω, λοιπόν, συχνά για το συγκεκριμένο θέμα, ειδικά με συνομήλικα άτομα που ασχολούνται και αυτά με τις τέχνες, και παρατηρώ έναν διαρκή αφορισμό για το «παλιό θέατρο» και μια διαρκή ανάγκη για ένα «νέο θέατρο». Ωστόσο, σπάνια καταλήγουμε στον ορισμό των στοιχείων, των πρακτικών ή των εκφάνσεων του ενός ή του άλλου. Προσωπικά, πιστεύω ότι και στην περίπτωση του θεάτρου υπάρχει μια πιο πολύπλοκη σχετικότητα. Πώς θα ορίσουμε και θα αναζητήσουμε το «νέο» αν πρώτα δεν κατανοήσουμε το «παλιό»; Πόσο ειλικρινές είναι να απορρίπτουμε το λεγόμενο «παλιό» ενώ πολλές από τις τεχνικές και τις αισθητικές αναφορές, τις οποίες χρησιμοποιούμε και από τις οποίες εμπνεόμαστε, έχουν τις βάσεις τους στο παρελθόν; Πόσο αστείο είναι να θεωρούμε τη χρήση μικροφώνου στο θέατρο ως νέο ή μοντέρνο στοιχείο, ενώ χρησιμοποιείται ήδη για πάνω από 20 χρόνια στο ελληνικό θέατρο (ας μη μιλήσουμε για το εξωτερικό); Πόσο περίεργο είναι να μιλάμε για «αποδόμηση» τη στιγμή που δεν έχουμε μάθει πρώτα να δομούμε; Καταλήγοντας, νομίζω ότι θα ήταν γόνιμο να βλέπουμε σφαιρικότερα τα πράγματα και να δείχνουμε μεγαλύτερη εκτίμηση το «παλιό», διότι πάνω σε αυτό πατάμε για να προχωρήσουμε – είτε τελικά το προσπεράσουμε είτε το χρησιμοποιήσουμε σαν σκαλί.

Από την άλλη, σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για νεότερα ή ανερχόμενα πρόσωπα και παλιότερα, καταξιωμένα ή πιο έμπειρα. Χαίρομαι που ανήκω στην κατοπινή νέα γενιά καλλιτεχνών, γιατί περιλαμβάνει πολλά άτομα που εκτιμώ και θαυμάζω για το έργο και το ήθος τους. Επίσης, όπως κάθε νέα γενιά, νομίζω ότι φέρνουμε έναν αέρα ανανέωσης και φρεσκάδας, διότι έχουμε λιγότερο φόβο στο να πάρουμε δημιουργικά ρίσκα. Δεν έχουμε κάποιο «καλλιτεχνικό γόητρο» ή κάποια «φήμη» να διατηρήσουμε – κάτι που συχνά αγκυλώνει και παραλύει πιο καταξιωμένους δημιουργούς – οπότε μπαίνουμε με φόρα στα πράγματα, ψάχνουμε να βρούμε τα προσωπικό μας στίγμα, τα υλικά που μας συγκινούν, τα εκφραστικά μας μέσα, τις θεματολογίες που μας απασχολούν σαν γενιά και τους τρόπους να τις φέρουμε επί σκηνής. Αυτή η πείνα για ανακάλυψη και η «ανοιχτωσιά» μας απέναντι στο ρίσκο είναι τα στοιχεία που μας κάνουν να ξεχωρίζουμε. Και αυτά είναι γνωρίσματα και των παιδιών. Μακάρι να συνεχίζουμε με την ίδια όρεξη και ανοιχτωσιά, συνειδητοποιώντας ότι τώρα είμαστε στην καλύτερη φάση μας, στην «παιδική» καλλιτεχνική μας ηλικία. Και εύχομαι να «μεγαλώσουμε» ωραία, χωρίς να «παλιώσουμε» μέσα μας.

 

Η παράσταση «Ιβάν εναντίον Ιβάν» παίζεται στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου κάθε Τετάρτη στις 20.00, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21.15, Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 20.00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ

Κείμενο – Δραματουργία Σωτήρης Ρουμελιώτης, Γιάννης Αποσκίτης
Σκηνοθεσία – σχεδιασμός φωτισμών Σωτήρης Ρουμελιώτης
Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος Ευαγγελία Κιρκινέ
Μουσική Γιώργος Χρυσικός
Βίντεο Πέτρος Καλφαμανώλης
Γραφιστικός σχεδιασμός Γιάννης Αποσκίτης
Παίζουν Μπάμπης Αλεφάντης, Λάμπρος Γραμματικός, Άγγελος–Προκόπιος Νεράντζης