Η ταινία «Στη φωλιά του κούκου», σε σκηνοθεσία Μίλος Φόρμαν και πρωταγωνιστή τον Τζακ Νίκολσον, μιλάει για έναν εγκληματία με ελεύθερο πνεύμα που μεταφέρεται σε ψυχιατρική κλινική και ηγείται, ως αρχηγός των ασθενών, της πτέρυγας ενός ψυχιατρείου με έναν ευχάριστο συνδυασμό θράσους και ευρηματικότητας.
Το έργο, βασισμένο στο διάσημο μυθιστόρημα του Ken Kesey, αιχμαλώτισε τη φαντασία μιας ολόκληρης γενιάς, παραμένοντας στις λίστες των best seller και των Top Rated Movies μέχρι και σήμερα. Αυτές είναι σαφείς ενδείξεις ότι η ιστορία του Kesey, που γράφτηκε μεταξύ νύχτας και αυγής, όταν εργαζόταν σε νυχτερινή βάρδια ως βοηθός στο Νοσοκομείο Βετεράνων του Palo Alto, άγγιξε μία ευαίσθητη ανθρώπινη χορδή που αντηχεί ακόμα.
Χρησιμοποιώντας ένα μεταφορικό πλαίσιο – το φρενοκομείο – για να συμβολίσει το άτομο ενάντια στο σύστημα, η ιστορία παίρνει τη δύναμή της από τη συσσώρευση αναρίθμητων λεπτομερειών που αποκαλύπτουν τι είναι η ζωή μέσα σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Ήταν αυτός ο ρεαλισμός που ενδιέφερε τον σκηνοθέτη Φόρμαν, ο οποίος πέρασε αρκετές εβδομάδες στο Κρατικό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο του Όρεγκον στο Σάλεμ δουλεύοντας το σενάριο με τους Λώρενς Χάουμπεν και Μπο Γκολντμαν. Αργότερα, ολόκληρη η ταινία γυρίστηκε εκεί, χρησιμοποιώντας πολλούς από τους ασθενείς, βοηθούς και γιατρούς του ψυχιατρείου, τόσο μπροστά στην κάμερα όσο και στο προσωπικό και το συνεργείο. Ήταν μια σπάνια συλλογική προσπάθεια που τελικά άγγιξε βαθιά κάθε άτομο που σχετίζεται με την παραγωγή.
•Ο Μίλος Φόρμαν και η Οδύσσεια της «Φωλιάς του Κούκου»
Η ίντριγκα και η τρέλα γύρω από μια 13χρονη προσπάθεια να γίνει η ταινία είναι μια ιστορία από μόνη της. Ο Κερκ Ντάγκλας αφού πρωταγωνίστησε στο θεατρικό έργο του Μπρόντγουεϊ το 1963, και ο οποίος είχε τα θεατρικά δικαιώματα του «Κούκου», έκανε μια περιοδεία σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης για λογαριασμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ενώ βρισκόταν στην Πράγα, συνάντησε τον Μίλος Φόρμαν, του οποίου ο κινηματογραφικός αισθητήρας ενεργοποιήθηκε αμέσως για τη «Φωλιά του κούκου». Ο Ντάγκλας διαπιστώνοντας το ενδιαφέρον του νεαρού σκηνοθέτη για το έργο, υποσχέθηκε να του στείλει το βιβλίο μόλις επιστρέψει στην Αμερική όπως και έκανε. Ωστόσο, ο Φόρμαν δεν το έλαβε ποτέ, και πέρασε μια δεκαετία πριν ξανασυναντηθούν οι δυο τους. Εν τω μεταξύ, οι ταινίες του Φόρμαν, «Black Peter», «Loves of a Blonde / Οι Ερωτες μιας Ξανθιάς» και «Fireman’s Ball/ Φωτιά… Πυροσβέστες», τον είχαν κάνει παγκοσμίως γνωστό.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ντάγκλας συνέχισε τις προσπάθειες για την παραγωγή της ταινίας, αλλά παράξενα πράγματα συνέχισαν να συμβαίνουν για να την αποτρέψουν. Για δύο χρόνια, τα δικαιώματα ήταν εγκλωβισμένα σε δικαστικές διαμάχες που άσκησε ο Ντέηλ Γουόσερμαν ο συγγραφέας του θεατρικού έργου. Ο Κερκ Ντάγκλας δεν ήταν πλέον αρκετά νέος για να παίξει τον ακαταμάχητο ΜακΜέρφι και τελικά, το 1971, παρέδωσε το έργο στον μεγαλύτερο γιο του, Μάικλ.
Ο νεότερος Ντάγκλας ενέπλεξε αμέσως τον Σαούλ Ζάεντς, πρόεδρο της Fantasy Records, μιας εταιρείας με έδρα το Μπέρκλεϊ που επεκτείνεται στην παραγωγή ταινιών. Ο Ζάεντς και ο Ντάγκλας επικοινωνούσαν αποκλειστικά μέσω ενός τρίτου που είπε στον καθένα τους ότι ο άλλος θα έκανε συμφωνία μόνο αν εμπλέκονταν ένας συγκεκριμένος σκηνοθέτης και σταρ. Κανένας από τους δύο δεν ενδιαφερόταν για αυτή τη συμφωνία και για μήνες το έργο είχε μείνει, για άλλη μια φορά, σε εκκρεμότητα.
Μια μέρα ο Ντάγκλας αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να μιλήσει προσωπικά στον Ζάεντς κι έτσι κόπηκε ο γόρδιος δεσμός. Οι δύο άνδρες ήρθαν μαζί ως συμπαραγωγοί της ταινίας η οποία θα χρηματοδοτούνταν εξ ολοκλήρου από την Fantasy Films, θυγατρική της δισκογραφικής εταιρείας, και ιδιοκτησίας του Ζάεντς προσωπικά.
Θέλοντας έναν σκηνοθέτη με σίγουρη πινελιά για δράμα συμπεριφοράς, οι παραγωγοί πλησίασαν τον Μίλος Φόρμαν που ζούσε τότε στη Νέα Υόρκη. Τότε, μετά τη συνάντησή του με τον Φόρμαν, ο Μάικλ έμαθε για το προγενέστερο ενδιαφέρον του πατέρα του για τον Τσέχο σκηνοθέτη. Αφού ο Φόρμαν και ο Κερκ Ντάγκλας συναντήθηκαν ξανά, συμπέραναν ότι τα παλιά τους σχέδια πρέπει να είχαν ματαιωθεί εξαιτίας κάποιου γραφειοκράτη στο τελωνείο της Τσεχοσλοβακίας, που απλά ποτέ δεν έστειλε το βιβλίο.
Ευτυχώς, έκτοτε κανένας άλλος μεσάζων δεν παρεμβλήθη στη «Φωλιά του Κούκου» και το πρότζεκτ προχώρησε. Το μόνο πλέον κόλλημα ήταν η αναμονή εννέα μηνών για τον σταρ Τζακ Νίκολσον ώστε να ολοκληρώσει μια άλλη ταινία. Δεδομένου ότι ολόκληρη η ιστορία του Κέσεϊ είναι για μια ομάδα ανδρών που αλληλεπιδρούν, το casting έγινε με μεγάλη προσοχή. Πάνω από 100 ηθοποιοί περνούσαν ατελείωτες οντισιόν προτού επιλεγούν δεκαεπτά για να παίξουν τους βασικούς δεύτερους ρόλους ως ασθενείς θαλάμου. Ο βετεράνος ηθοποιός του Μπρόντγουεϊ, Γουίλιαμ Ρέντφιλντ, ήταν ένας από τους πρώτους που υπέγραψαν συμβόλαιο μαζί με την προσωπική ανακάλυψη της εταιρείας, τον Γουίλ Σάμσον, έναν δίμετρο Ινδιάνο, στο Όινσι Κρικ, ο οποίος παίζει τον κεντρικό ρόλο του Τσιφ (Αρχηγού) Μπρόμντεν. Δύο άλλοι, ο Delos Smith, Jr. και ο Danny DeVito, καλέστηκαν να επανεφεύρουν ρόλους που είχαν παίξει προηγουμένως στη θεατρική σκηνή. Επίσης από το θέατρο είναι η Mimi Sarkisian που είχε υποδυθεί τη Nurse Pilbow στη μακροχρόνια παραγωγή του San Francisco και τώρα στην ταινία.
Τον πολύ σημαντικό ρόλο της Μις Ράτσεντ, της Μεγάλης Νοσοκόμας, κέρδισε η Λουίζ Φλέτσερ, μια ηθοποιός που επέστρεψε στην υποκριτική για να υποδυθεί τη σκληρή νότια σύζυγο στο «Thieves Like Us/ Κλέπτες σαν εμάς» του Ρόμπερτ Άλτμαν, και ο Δρ. Ντιν Μπρουκς, πραγματικός διοικητής εν ενεργεία του Κρατικού Ψυχιατρικού Νοσοκομείο του Όρεγκον, υποδύεται τον ομόλογό του στην οθόνη, τον Δρ. Τζων Σπίβεϋ.
Επικεφαλής της δημιουργικής μονάδας υπό τον Φόρμαν ήταν ο γνωστός κινηματογραφιστής Haskell Wexler.
Η αρχική μουσική είναι του Jack Nitzsche, ενός διακεκριμένου συνθέτη που διασκεύασε πολλούς από τους πρώιμους δίσκους του Phil Spector. Ο Nitzsche έχει γράψει κλασική μουσική για τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και έχει συνθέσει τη μουσική πολλών ταινιών.
«Στη φωλιά του κούκου» – Η τοποθεσία των γυρισμάτων
Το Κρατικό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο του Όρεγκον, που ιδρύθηκε το 1883, κάποτε στέγαζε πάνω από τρεις χιλιάδες ασθενείς. Τώρα, ωστόσο, ο πληθυσμός ήταν περίπου 600, οπότε ήταν εφικτό για τον Δρ Ντιν Μπρουκς να διαθέσει στην παραγωγή μια ολόκληρη πτέρυγα τόσο για τα γυρίσματα όσο και για τα διοικητικά γραφεία. Επομένως, κάθε άτομο που σχετίζεται με την παραγωγή ζούσε κυριολεκτικά στο ψυχιατρείο από δέκα έως δώδεκα ώρες την ημέρα. Πριν από τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκε μια πλήρης και γενική ξενάγηση στο νοσοκομείο.
Ο Δρ Ντιν Μπρουκς, όντας ο εν ενεργεία διοικητής του ψυχιατρείου, ήταν ο τεχνικός σύμβουλος της ταινίας. Αυτός, μαζί με τη σύζυγό του και την κόρη του, αρκετούς ψυχιατρικούς βοηθούς και νοσηλευτές που εργάζονταν στο νοσοκομείο, συν 5 ασθενείς έγιναν αναπόσπαστο μέρος της παραγωγής. Έγκριση για τους ασθενείς που εμφανίζονται στην ταινία λήφθηκε τόσο από τους ίδιους όσο και από τις οικογένειές τους και τους γιατρούς τους.
Η χρήση του ψυχιατρείου, του παλαιότερου και μεγαλύτερου από τα τρία κρατικά ψυχιατρικά ιδρύματα στο Όρεγκον, έλαβε την ανεπιφύλακτη υποστήριξη του πρώην κυβερνήτη της πολιτείας, Τομ ΜακΚαλ (ο οποίος υποδύεται τον σχολιαστή ειδήσεων στην ταινία) καθώς και του τότε εν ενεργεία κυβερνήτη, Ρόμπερτ Στράουμπ. Περίπου εκατό ασθενείς θα επωφεληθούν οικονομικά από την παραγωγή της ταινίας, χώρια της εργασιακής εμπειρίας που ο Δρ. Μπρουκς έχει περιγράψει ως «την καλύτερη θεραπεία που θα μπορούσαν να έχουν».