Κώστας Β. Ζήσης

Έξι διηγήματα  του Τσέχωφ, παίρνουν για πρώτη φορά σάρκα και οστά στην σκηνή του Φούρνος, σε μια ενιαία παράσταση από την Μαρία Σάββα και την εταιρεία θεάτρου ΠΑΙΚΤΕΣ.  Οι Νικόλας Αλεξίου, Χρήστος Δεσπότης, Χριστίνα Γκέγκα, Λευτέρης Καταχανάς, και η ίδια η Μαρία Σάββα, ενσαρκώνουν τους τσεχωφικούς ήρωες αυτών των μικρών αριστουργημάτων «Θέλω να κοιμηθώ», «Ο θάνατος ενός δημόσιου υπαλλήλου», «Τα στρείδια», «Ο πόνος» «Το ρομάντσο του κοντραμπάσο» και «Το βιολί του Ρότσιλντ». Παρακολούθησα την  πρόβα της παράστασης, συνομίλησα με τους συντελεστές και έγινα μέρος και εγώ του σύμπαντος του Ρώσου συγγραφέα, ένα σύμπαν που δεν απέχει και πολύ από την σύγχρονη πραγματικότητα.

Το πρώτο ερώτημα έρχεται σχεδόν αυτόματα στην σκηνοθέτη: γιατί Τσέχωφ σήμερα και γιατί Τσέχωφ ακόμα;  και το ίδιο αυτόματα έρχεται και η απάντηση από την Μαρία Σάββα: «Θεωρώ ότι είναι ένας ιδιοφυής συγγραφέας που μπορούσε να φανταστεί το μέλλον εκεί που έπεσε έξω είναι μόνο στο ότι πίστευε ότι η ζωή θα καλυτέρευε για όλους τους ανθρώπους. Δυστυχώς το έργο του παραμένει τρομερά διαχρονικό και επίκαιρο γιατί συνεχίζει να υπάρχει ανισότητα, ρατσισμός, βία προς τις γυναίκες, παιδική εργασία, κακομεταχείριση και εκμετάλλευση των παιδιών. Τα θέματα που τον απασχολούσαν, απασχολούν και εμάς σήμερα. Η ματαιότητα των πραγμάτων, η ματαίωση, ο έρωτας.  Ο Τσέχωφ διέθετε ενσυναίσθηση και είχε την ικανότητα να μπορεί να διεισδύει μέσα σε εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες και να πλάθει ιστορίες που μπορούν και σήμερα να μας αγγίζουν».

Και ακριβώς, είναι αυτή η αίσθηση που αποκομίζει κανείς παρακολουθώντας την παράσταση, από την στιγμή που σβήνουν τα φώτα και μπαίνει στα σκοτάδια μιας σκληρής κοινωνίας που δημιουργεί σκληρούς ανθρώπους. Σκοτάδια που φωτίζονται από την γλυκόπικρη πένα του Τσέχωφ, τον λεπτό σαρκασμό του, την τρυφερότητά του και την μεγάλη αγάπη και στοργή του για τους ήρωες του και τον Άνθρωπο.

«Η τόσο γεμάτη από αγάπη ματιά του Τσέχωφ προς τον άνθρωπο με συγκινεί βαθειά και ήταν το έναυσμα για να αποφασίσω να αναμετρηθώ με κάτι τόσο δύσκολο» θα μου πει η Μαρία Σάββα και θα συμπληρώσει «Αξίζει ο θεατής να πάρει μια αφορμή για να έρθει σε επαφή και σαν αναγνώστης με τα διηγήματα του Τσέχωφ. Εδώ και αρκετά χρόνια ήθελα να ασχοληθώ με τη μικρή φόρμα και ιδιαίτερα με τα μικρά διηγήματα του Τσέχωφ που δεν έχουν μέχρι τώρα παρουσιαστεί. Ήθελα λοιπόν να επιχειρήσω τη θεατρική απόδοση αυτών των διηγημάτων γιατί αποκαλύπτουν ένα κόσμο συγκλονιστικό γεμάτο ανθρωπιά, χιούμορ και εξαιρετικούς χαρακτήρες που ο καθένας μπορεί να ανακαλύψει σε αυτούς κομμάτια δικά του. Ξέρω ότι ρισκάρω, δεν γνωρίζω ακόμη αν ο θεατής θα επικοινωνήσει με αυτό που γίνεται επί σκηνής, αλλά πάντα με ενδιέφερε το ερευνητικό κομμάτι και όχι να βρίσκομαι σε ασφαλή νερά»

Και πραγματικά, η παράστασή  δεν επικοινωνεί απλά τις ιστορίες του συγγραφέα.  Ξεκινώντας από την δύναμη της ανάγνωσης, που είναι η πρώτη επαφή, περνώντας στην αφήγηση, και χρησιμοποιώντας πλέον όλα τα επιμέρους στοιχεία (πρόζα, διάλογοι, κίνηση, μουσική), η παράσταση παίρνει από τον χέρι τον θεατή και το μυεί στο μεδούλι των ιστοριών της. ‘Ετσι, στέκεται στο πλάι της άγρυπνης ανήλικης παραμάνας, καρδιοχτυπά με τον δημόσιο υπάλληλο, βρίσκεται άστεγος  στους δρόμους της Μόσχας κυριευμένος από την πείνα, συνοδηγεί  την άμαξα μαζί με τον τορναδόρο και την ετοιμοθάνατη γυναίκα του, κολύμπα γυμνός στη λίμνη γνωρίζοντας τον έρωτα, αδιαφορεί για τον κόσμο γύρω του απολαμβάνοντας το βιολί του και αποτιμώντας σε ρούβλια την ίδια του τη ζωή, πληρώνοντας το τίμημα της μοναξιάς.

«Είναι συναρπαστικές οι ιστορίες αυτές όπου συνυπάρχουν το τραγικό και το κωμικό στοιχείο, η λυρικότητα και η ποίηση, το γκροτέσκο και η φάρσα». Η Μαρία Σάββα μιλάει με ενθουσιασμό και αγάπη «Ακόμα και σε αυτά τα διηγήματα που τα δραματικά στοιχεία υπερισχύουν, κρύβεται απίστευτο χιούμορ. Το δραματικό και το κωμικό στοιχείο συνυπάρχει στα διηγήματα και οι ηθοποιοί περνούν από τον ένα ρόλο στον άλλο χρησιμοποιώντας διαφορετικές φόρμες και εργαλεία για να αναδείξουν τις δραματικές και κωμικές πλευρές των προσώπων»

Ενώ μπορεί να διακρίνει κανείς και τον συνδετικό κρίκο που τις ενώνει όλες σε ένα ενιαίο σκηνικό αφήγημα. Είναι η παραίσθηση που κυριαρχεί σε όλες τις ιστορίες, η λανθασμένη αντίληψη των ηρώων τους δηλαδή της πραγματικότητας . «Είναι αυτή η απάτη των αισθήσεων -αποτέλεσμα της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων. Μια ακραία στιγμή, που μπορεί να οδηγεί τα πρόσωπα είτε στην αφύπνιση είτε  στην τρέλα. Συχνά, όχι μόνο στον ύπνο μας αλλά και στη ζωή, τα όνειρά μας καταλήγουν να γίνονται εφιάλτες. Η ζωή είναι αναπάντεχη, κρύβει εκπλήξεις» θα συμπυκνώσει τα μηνύματα της παράστασης η Μαρία Σάββα για να εξηγήσει «Όταν είμαστε νέοι κάνουμε πολλά όνειρα αλλά μεγαλώνοντας πολύ συχνά βλέπουμε τα όνειρα αυτά να χάνονται. Αυτό είναι ένα θέμα που ο Τσέχωφ το πιάνει και το ξαναπιάνει με διαφορετικές μορφές. Τον απασχολούσε η ματαιότητα των πραγμάτων αλλά και η ματαίωση. Σε κάποια από τα διηγήματα, μια ακραία κατάσταση αφυπνίζει τους ήρωες και τους κάνει να συνειδητοποιούν ότι θα μπορούσαν να είχαν ζήσει με έναν διαφορετικό τρόπο. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κάποια στιγμή αναγκάζονται να δουν την πραγματικότητα που μέχρι τότε αποφεύγουν και καλούνται να πάρουν αποφάσεις για ένα νέο ξεκίνημα, αν υπάρχει χρόνος βέβαια. Γιατί κάποιες φορές η ζωή δεν γυρνάει πίσω».

Τρυφερή και εύθραστη η Χριστίνα Γκέκα, με στιβαρότητα ο Λευτέρης Καταχανάς, με σωματικούς και εκφραστικούς κώδικες ο Νικόλας Αλεξίου, με φρεσκάδα και σπιρτάδα ο Χρήστος Δεσπότης και κρυστάλλινη η Μαρία Σάββα οδηγούν την παράσταση και ξεδιπλώνουν με σκηνικό λυρισμό  τις ιστορίες.

Οι ιστορίες με τα μάτια των πρωταγωνιστών τους

«Θέλω να κοιμηθώ», η παιδική εκμετάλλευση

«…και τότε κατάλαβε ποιος ήταν ο εχθρός της που δεν την άφηνε να κοιμηθεί…»

Η Χριστίνα Γκέκα θα μιλήσει για την Βάρια της: «Ένα παιδί, είναι η Βάρια μόλις δεκατριών χρονών, αλλά οι συνθήκες της στερούν την ξεγνοιασιά της ηλικίας αυτής. Δουλεύει σ’ ένα σπίτι ως υπηρέτρια και τα βράδια νανουρίζει το μωρό των αφεντικών της. Έχει να παλέψει με μια στέρηση ύπνου απάνθρωπης διάρκειας, καθώς μένει ξάγρυπνη πολλά συνεχόμενα βράδια. Αρχίζει να έχει παραισθήσεις, με αποτέλεσμα να φτάσει στα όρια της τρέλας. Μιλάει ελάχιστα κατά τη διάρκεια του διηγήματος, και αυτό την κάνει πραγματικά ένα ρόλο –πρόκληση μιας και θα πρέπει να αποδώσω την συνθήκη όχι μόνο της αϋπνίας της, αλλά ολόκληρης της δυστυχισμένης ζωής της με διαφορετικά εκφραστικά μέσα»

«Ο θάνατος ενός δημόσιου υπαλλήλου», ο φόβος απέναντι στην εξουσία

«…αυτό το «ξάφνου όμως»….»

Η κωμικοτραγική ιστορία ενός δημοσίου υπαλλήλου που κυνηγάει με εμμονή τον προϊστάμενο του, για να ζητήσει συγγνώμη επειδή φτερνίστηκε άθελά του από πίσω του στην Όπερα. Η δουλικότητα και η υποταγή ως (αναγκαστικό πολλές φορές)  μέσο επιβίωσης, απέναντι στην ανασφάλεια της εξουσίας  και της γραφειοκρατίας. Ένας ήρωας που αν δεν ήταν του Τσέχωφ θα ήταν σίγουρα του Κάφκα.

«Στρείδια», η πείνα

«…τι θα πει, στρείδια;;;…»

Η πείνα στους δρόμους της τσαρικής Ρωσίας, μια γλαφυρή και οδυνηρή απεικόνιση της ένδειας των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Ρωσίας,  που εξωθούνται στην επαιτεία. Τα στρείδια και η μαγική διάσταση που αποκτούν στο μυαλό ενός οκτάχρονου παιδιού που περιφέρεται με τον άνεργο πατέρα του ζητιανεύοντας. Το παιδί θα μάθει τελικά «τι θα πει στρείδια» ενώ ο πατέρας του θα παραμείνει νηστικός.

«Ο Πόνος», το μη αναστρέψιμο της βίας

«…εγώ έτσι σε χτύπαγα χωρίς να το σκεφτώ, εγώ σε λυπάμαι…»

Ο Λευτέρης Καταχανάς θα μου πει για τον ρόλο του Τορναδόρου στο διήγημα: «Ο Τορναδόρος Γκριγκόρι Πετρώφ είναι ένας μέθυσος, ένας άνθρωπος χαμένος μέσα σε μία εφιαλτική πραγματικότητα. Είναι ένας μεσόκοπος αλκοολικός άνδρας που ξεσπά, οδηγημένος από το αδιέξοδο της ζωής του, πάνω στη γυναίκα του. Δυστυχώς, σχεδόν 150 χρόνια μετά από τη συγγραφή του διηγήματος του Τσέχωφ, ο χαρακτήρας αυτός είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Ένας άνθρωπος που βγάζει το άχτι του χτυπώντας τη γυναίκα του, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, θύμα των ίδιων του των επιλογών. Η μετάνοιά του και η αφύπνισή του έρχεται αργά… κατόπιν εορτής, κάνοντας το έγκλημά του ασυγχώρητο, βαρύ, χωρίς κάθαρση».

«Ρομάντζο του Κοντραμπάσσου»,  ο ανεκπλήρωτος έρωτας

«…δεν κάνω ένα μπανάκι;…»

Βαθιά μελετημένος για τον ρόλο του ο Χρήστος Δεσπότης θα μου πει: «Ο μουσικός Σμιτσκώφ, ένας ήρωας που μάχεται για την ελευθερία του. Αντιμαχόμενος με στεγανά της αστικής τάξης που αναπόφευκτα έγιναν κομμάτι του εαυτού του, μιας και παρείχε τις υπηρεσίες του σε μεγάλα σαλόνια. Μη μπορώντας να κρυφτεί από την τρυφερότητα της ψυχής του, αποφασίζει να “κάνει ένα μπανάκι” στη λίμνη αντί να συνεχίσει τη μονοτονία του μονοπατιού προς τη βίλα όπου είχε κληθεί να παίξει το Κοντραμπάσο του. Και εκεί, έρχεται αντιμέτωπος με την μεγαλύτερη πρόκληση. Να βρει τη δύναμη να ερωτευτεί, να ξαναγαπήσει. Του ήταν λίγο δύσκολο καθώς η γυναίκα του τον παράτησε για άλλο μουσικό. Ο Σμιτσκώφ μας στέκεται αντάξιος των προσδοκιών του αρχετυπικού ήρωα που καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά του πρώτου νόμου του Νεύτωνα, της αδράνειας δηλαδή, και ερωτεύεται την πριγκίπισσα που ψάρευε στη λίμνη. Δεν τον δικαίωσε όμως η μοίρα του, η οποία είναι αδυσώπητη. Καταλήγει χωρίς ρούχα, του τα έκλεψαν όσο χαιρόταν την αρμονία της φύσης, και έχασε την πριγκίπισσα αφού είχε και αυτή την ίδια τύχη. Πήρε την πρωτοβουλία να την κλείσει μέσα στη θήκη του Κοντραμπάσο του για να την προστατέψει από τη γύμνια της. Το αποτέλεσμα να χάσει την πριγκίπισσα, αφού στην προσπάθειά του να πιάσει τους κλέφτες της αξιοπρέπειάς τους, παράτησε τη θήκη και όταν επέστρεψε δε βρήκε τίποτα. Πλέον, μένει για χρόνια κάτω από ένα γεφυράκι θεόγυμνος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κερδίζοντας αιώνια την εμμονική ιδέα πως είναι ένας φονιάς.

Ο Τσέχωφ με την οξυδερκέστατη γραφή του, γεμάτη συμβολισμούς, μας δείχνει πόσο αξιοθαύμαστο είναι να στέκεσαι γενναίος και να αντιμετωπίζεις τις φυλακές της ψυχής με σκοπό την συναισθηματική ελευθερία, συνάμα όμως μας υπενθυμίζει κυνικότατα πως το σύμπαν δε δίνει δεκάρα για τις ανησυχίες του ανθρώπου».

«Το βιολί του Ρότσιλντ» μια ζωή στα τεφτέρια

«…δεν την άφηνα να πίνει τσάι. Έπινε μόνο βραστό  νερό. Τα έξοδα ήταν πολλά…»

Ο Νικόλας Αλεξίου μιλάει για τον Γιακόβ Ιβάνοφ του: «Είναι ένας χωριάτης που παλεύει να βγάλει τα προς το ζην σε μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη. Ζει τριάντα χρόνια στην ίδια καλύβα με τη γυναίκα του. Φτιάχνει τα καλύτερα φέρετρα και παίζει το καλύτερο βιολί αλλά και οι δυο δουλειές “πάνε κατά διαόλου”. Τα έσοδα είναι ελάχιστα και οι απώλειες τεράστιες. Κάθε μέρα τις καταγράφει σχολαστικά στο βιβλιαράκι του. Επίσης είναι θρησκόληπτος, προληπτικός και φοβερά οξύθυμος. Η αγανάκτησή του ξεσπάει σε όποιον βρει μπροστά του κι έχει καταντήσει γραφικός και γκρινιάρης. Όλοι γύρω του είναι φταίχτες. Κακομεταχειρίζεται συνεχώς τη γυναίκα του, τον Εβραίο μουσικό Ρότσιλντ και ηρεμεί μόνο όταν πιάνει το βιολί του.Έτσι κυλάει η ζωή του, μέσα στη θλίψη και τη μιζέρια. Ώσπου έρχεται η μέρα που μένει μόνος. Καλείται πια να κοιτάξει κατάματα τον εαυτό του και να μετρήσει τις πραγματικές απώλειες. Τότε μένει μετέωρος κι απαρηγόρητος μ’ένα άλυτο «γιατί».

Ο Τσέχωφ αγαπά τους απλούς ανθρώπους. Τις αποτυχίες τους. Είναι δίπλα στον πόνο τους. Αγκαλιάζει αυτόν τον τραχύ ήρωα και αφηγείται την ιστορία του με απόλυτη συμπάθεια, αυτοσαρκασμό και χιούμορ. Σαν ένα πολύ κοντινό του πρόσωπο. Με την ίδια διάθεση πλησίασα κι εγώ τον Γιακόβ. Την κρυμμένη του ευαισθησία, τις πληγές του, τα γιατί του».

Τελειώνοντας η πρόβα, σκέφτηκα τον τίτλο της παράστασης, η οποία κάπως «πονηρά» και παιχνιδιάρικα θέτει ένα ερώτημα και μια προτροπή, μέσα σε μια πλήρη εναρμόνιση του τσεχωφικού πνεύματος και των προβληματισμών και της αγωνίας του συγγραφέα. «Το θέατρο προκαλεί το καθρέφτισμα του εαυτού μας και μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε αλήθειες που μας φοβίζουν να τις αγγίξουμε.» θα τοποθετηθεί η Μαρία Σάββα. «Το είδωλο του εαυτού μας είναι κάποιος άλλος πάνω στη σκηνή και παρ’ όλο που εμείς καθόμαστε αναπαυτικά στη καρέκλα μας συνειδητοποιούμε ότι κάπου εκεί υπάρχει κάτι από μας, μια αλήθεια για τη δική μας ζωή». Όνειρο ή εφιάλτης, δεν έχει σημασία θα προσθέσω. Αρκεί το πνεύμα και η συνείδηση  να παραμένουν σε εγρήγορση και με ανοιχτά μάτια για να αναγνωρίζουν πέρα από αυτά την πραγματικότητα και την αλήθεια.

Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 27 Δεκεμβρίου και θα παίζεται για 15 παραστάσεις στο Θέατρο Φούρνος  κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00.
Εισιτήρια: viva.gr

Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς («Το βιολί του Ρότσιλντ»), Σταυρούλα Αργυροπούλου («Ο θάνατος ενός δημόσιου υπαλλήλου»)
Σκηνοθεσία-Δραματουργία: Μαρία Σάββα
Σκηνικά-κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Πρωτότυπη μουσική: Τηλέμαχος Μούσσας
Μουσική επιμέλεια: Μαρία Σάββα
Φωτισμοί: Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Ηθοποιοί: Νικόλας Αλεξίου, Χρήστος Δεσπότης, Χριστίνα Γκέγκα, Λευτέρης Καταχανάς, Μαρία Σάββα
Βοηθοί σκηνοθέτη: Άρτεμις Παπαδάκη, Χρήστος Δεσπότης, Λευτέρης Καταχανάς
Φωτογραφίες: Λευτέρης Καταχανάς, Άρτεμις Παπαδάκη
Επικοινωνία: Δέσποινα Ερρίκου, Ράνια Παπαδοπούλου
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου ΠΑΙΚΤΕΣ

Θέατρο Φούρνος
Μαυρομιχάλη 168, ΤΚ 11472 Αθήνα, τηλ: 2106460748