από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Γύρω στα 1850 η οδός “Φυλής” ήταν ένας χωματόδρομος με περιβόλια που οδηγούσε από την Αθήνα στη Χασιά. 100 χρόνια αργότερα, γύρω στα 1950, στη σταδιακή επέκταση της πόλης με περιοχές όπως η “Κυψέλη”, η “Βικτώρια”, το “Μουσείο”, η “Κολιάτσου”, τα “Πατήσια”, ο ίδιος δρόμος είχε αλλάξει οριστικά. Σπίτια, σε ρυθμό νεοκλασικό, αρτ νουβό, Άνταμς, ακόμα και Μπαουχάουζ, είχαν χτιστεί κατά μήκος αλλά και γύρω από το δρόμο. Και ύστερα ήρθε το χάος της αντιπαροχής, οι πολυκατοικίες της Χούντας και η υποβάθμιση. Στις αρχές του ‘80, όσα από τα παλιά σπίτια δεν γκρεμίστηκαν (πολλά από αυτά, έγιναν μπουρδέλα και γλίτωσαν) τα άφησαν να ρημάξουν. Εκείνη την εποχή ο Φώντας ήταν ένας νεαρός φανατικός οπαδός της πανκ μουσικής σκηνής και των μεταλλάξεών της, από τα νότια προάστια, από εύπορη οικογένεια και με πληγές στα μπράτσα, αφού κάρφωνε τις κονκάρδες των Σεξ Πίστολς κατευθείαν απάνω στο δέρμα του. Έπαιζε πλήκτρα και είχε συγκρότημα. Στην περιοχή έφτασε ψάχνοντας να νοικιάσει κάποιον χώρο για να μπορεί ανενόχλητος μαζί με τα άλλα μέλη του γκρουπ να κάνει πρόβες. Ο χώρος βρέθηκε στον πρώτο όροφο ενός τέτοιου παλιού σπιτιού στη συμβολή των οδών Θήρας και Φυλής, δίπλα στα μπουρδέλα. Με τον καιρό και βλέποντας πως η εποχή το ζητούσε, στήνει μια τετρακάναλη κονσόλα και αποφασίζει να τον μετατρέψει σε στούντιο ηχογραφήσεων.

-“Όταν  ήμουν 15 χρονών, τα εφηβικά συγκροτήματα  ήταν σε έξαρση ή της μόδας, όπως θέλει το λέει κανένας. Αν υπήρχε κάποιος τρόπος να συγκεντρώναμε όσους εφήβους προσπάθησαν να φτιάξουν συγκροτήματα εκείνη την περίοδο, θα γεμίζαμε τουλάχιστον το ΣΠΟΡΤΙΝΓΚ.

-Όποιος πέρασε από το VOICES αλλά και από άλλα προβάδικα της εποχής, δεν ξέχνα ποτέ το άρωμά τους, αποτέλεσμα μιας μίξης τοξικών υλικών κατά κύριο λόγο, όπως τα μονωτικά υλικά στους τοίχους και τα πατώματα που παγίδευαν εκτός από τον ήχο και την κάπνα των τσιγάρων και το αλκοόλ που έπεφτε στην μοκέτα, τα καλώδια, οι βαφές και τα βερνίκια των οργάνων. Δεν ξέχνα το ημίφως από τις φιμέ λάμπες μέσα στην αίθουσα και τον βόμβο που αφήνουν στα αυτιά οι ανοιχτοί ενισχυτές.

1-1

Τα προβάδικα δεν ήταν ωδεία ή μουσικές ακαδημίες για σπουδαστές μουσικής. Ήταν κάτι σαν παρεκκλήσια αφιερωμένα σε ένα “ροκ & ρολλ συνοικίας” αλλά και στη συνειδητοποίηση του τι είναι ροκ & ρολλ με ελεύθερη είσοδο για όποιον πιτσιρίκα ήθελε να δοκιμάσει. Όλοι ήταν ελεύθεροι να δοκιμάσουν, ελεύθεροι να προβάρουν τα πάντα και το τίποτα.

Ήταν ας πούμε και κάτι σαν προθάλαμος. Κάτι σαν να παίζεις ποδόσφαιρο στην αλάνα πριν να αποφασίσεις να γραφτείς σε ακαδημία ποδοσφαίρου. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα στάδιο πριν να ασχοληθείς με τη μουσική ή να την παρατήσεις. Ξέρω αρκετούς που συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά το ταλέντο τους, όταν τυχαία βρεθήκαν εκεί μέσα σε μια πρόβα, αλλά και πολλούς που εκεί μέσα πάλι κατάλαβαν ότι δεν το είχαν.

-Φυσικά αυτό σήμαινε ότι οι ηχολήπτες χρειάστηκε αρκετά συχνά να ψάχνουν στις γωνίες να βρουν δυνάμεις και υπομονή υπερήρωα ή Δαλάι Λάμα γιατί αμέτρητες φορές καταστράφηκαν όργανα, ενισχυτές κάηκαν, ντραμς ξεκουρδίστηκαν, μικρόφωνα βομβαρδίστηκαν αλύπητα με σάλια, καυγάδες για το ποιος θα παίξει μπάσο και ποιος ντραμς (πολλές φορές δεν υπήρχε ούτε μπατίστας, ούτε ντράμερ), ανυποψίαστα τραγούδια-ύμνοι του ροκ & ρολλ δολοφονήθηκαν σε μαθητικά τζαμαρίσματα, κάθε όμως μπακετιά, ακόμα και η πιο άτσαλη, κάθε «γκραν» στην κιθάρα, ακόμα και το πιο άτεχνο, διαμόρφωνε μια ταυτότητα γύρω σου άλλα και μέσα σου. Και αν και αυτό ακούγεται υπερβολικό, ας πούμε απλώς, ότι ένα προβατικό ήταν από τα πιο παράξενα και ενδιαφέροντα μέρη που μπορούσε να βρεθεί ένα παιδί στην εφηβεία του, στην Αθήνα του τότε. Μέσα στην πόλη και ταυτόχρονα απομονωμένος στην κυριολεξία από αυτή. Δεν σ’ ακούνε απ’ έξω, δεν ακούς τους απ’ έξω.

Ο χρόνος έχει σταματήσει μέσα σε ένα αρχετυπικό και παγκόσμιο σκηνικό που μέσα σε αυτό ξεκίνησε κάποτε το ροκ & ρολλ: Μία μακρόστενη αίθουσα, τρία-τέσσερα ηλεκτρικά όργανα, μερικοί ενισχυτές, δύο μικρόφωνα, ένα κόκκινο φως που αναβοσβήνει, ένα τζάμι που σε χωρίζει αλλά και σε φέρνει σε επικοινωνία με τον ηχολήπτη.

Όπως και να είχε πάντως, όλη αυτή η εφηβική καύλα που και η ενέργεια που σπαταλήθηκε ακατάπαυστα σε πρόβες, έφερε κάποια στιγμή αποτελέσματα άλλα και ελπίδες. Μέχρι τις αρχές του ’90, άνοιξαν κάμποσες ανεξάρτητες μουσικές εταιρίες, αρκετά λαϊβάδικα επίσης, πολλά νέα και καλά συγκροτήματα εμφανίστηκαν στον οριζοντα. Μερικά από αυτά μάλιστα σχηματίστηκαν μέσα στην αίθουσα του VOICES.  Έτσι, η αρχικά τετρακέφαλη κονσόλα του άρχισε σιγά σιγά να μεγαλώνει σε κανάλια και ο Φώντας, παντρεμένος πια και με παιδί, άρχισε να επενδύει στη δουλειά του, αναβαθμίζοντας το VOICES από απλό “προβάδικο” σε ένα σύγχρονο μουσικό στούντιο έτοιμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ροκ έξαρσης… που όμως σταμάτησε ξαφνικά, λίγο καιρό μετά.

Μέχρι τα τέλη του ’90, οι περισσότερες ανεξάρτητες μουσικές εταιρίες είχαν κλείσει. Οι μεγάλες εταιρίες δεν ποντάριζαν στο ροκ, το ίδιο και τα λαϊβάδικα που ή είχαν κλείσει και αυτά ή δεν λειτουργούσαν πια με ροκ εμφανίσεις και βέβαια την ίδια μοίρα είχαν τα περισσότερα “προβάδικα” και στούντιο που δούλευαν μόνο με ροκ μουσικούς.

Κάπου εκεί, στα τέλη του ’90, έκλεισε και το VOICES. Λίγο πριν μαζέψει ο Φώντας τα μηχανήματα του και φύγει για πάντα από την περιοχή μου είπε:

“Το ροκ στην Ελλάδα είναι αρπαχτή. Όταν άνοιξα το VOICES το ’80 πίστευα ότι σε 10, άντε σε 15, χρόνια θα είχε προλάβει να στηθεί μια αξιοπρεπής ελληνική ροκ σκηνή. Πέρασαν 20. Και δεν είναι ότι δεν αγαπάω αυτό το μέρος ή τη δουλειά μου, απλώς βαρέθηκα να περιμένω. Αν είναι να ηχογραφώ λαϊκούς, δεν χρειάζεται να έχω δικό μου στούντιο στη Φυλής, μπορώ να κάνω την πουτάνα και αλλού …”

Και μετά πέρασαν άλλα 20 σχεδόν χρόνια από την τελευταία φορά που είδα τον Φώντα στο VOICES, εκεί που η οδός Φυλής συνεχίζει να διασταυρώνεται με την οδό Θήρας, σαν δυο αιώνιες και αχώριστες φιλενάδες.

-Τα παλιά σπίτια ρημάζουν ακόμα στην περιοχή περιμένοντας κάποιον να τα φρεσκάρει, να τα αναβαθμίσει, να τα διασώσει, γνωρίζοντας πως κινδυνεύουν να γκρεμιστούν από μέρα σε μέρα ή, στην καλύτερη, να στεγάσουν κάποιο μπουρδέλο.

1

Ένα ακόμα μπουρδέλο μέσα στα τόσα.

-Καμιά φορά τυχαίνει να περάσω και εγώ, με το αμάξι πλέον, από εκείνα τα στενά κάτω από την πλατεία Αμερικής και κάθε φορά μου περνά από το μυαλό πως ούτε εγώ ούτε κανένα από τα υπόλοιπα παιδιά που αποφασίσαμε ένα απόγευμα Σαββάτου του ’89 να ενώσουμε για πρώτη φορά το χαρτζιλίκι μας και να δοκιμάσουμε την τύχη μας στο VOICES, έγινε ποτέ μουσικός. Η καριέρα μας ως συγκρότημα κράτησε περίπου δύο ώρες. Δεν το είχαμε. Παρ’ όλα αυτά βγήκαμε μετά όλοι στο δρόμο με ένα τεράστιο χαμόγελο. Αφού ύστερα από εκείνη την πρόβα μόλις είχε αρχίσει μεταξύ μας η καριέρα μιας παρέας που κράτησε χρόνια.

Μια ακόμα παρέα, μέσα στις τόσες.

2-6