«Και θα μου πεις τώρα γιατί γράφω τα εσώψυχά μου;» αναρωτιέται ο συγγραφέας – δημοσιογράφος Παύλος Κάγιος, για να συνεχίσει με περισσότερη αυτοπεποίθηση: «Αυτοί που λένε πως το γράψιμο είναι μορφή ψυχανάλυσης δεν έχουν άδικο».

Ο Παύλος ζει στην καρδιά της Αθήνας, σε μια πολυκατοικία απέναντι από το Εθνικό Θέατρο. Η καθημερινότητά του έχει τη δική της αρμονία. Γράφει, βλέπει θεατρικές παραστάσεις και ταινίες (υπήρξε κινηματογραφικός συντάκτης της εφημερίδας Τα Νέα για χρόνια), συνομιλεί με τους ανθρώπους που αποκαλεί «δικούς» του απολαμβάνοντας την ουσία του απροσχημάτιστου στη σχέση τους.

Το νέο βιβλίο του Παύλου Κάγιου λέγεται «Απάλλαξέ με», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24 γράμματα. Ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου θέλει να μιλήσει για το πώς έφτασε στην κυκλοφορία του 7ου μυθιστορήματός του, πώς προέκυψαν οι ήρωες του αλλά και για τον τρόπο που εκείνοι στέκονται μπρος στη διαχρονική βαναυσότητα της εξουσίας.

-Πότε και πώς ανακάλυψες τους ήρωες του βιβλίου σου;

-Οι ήρωές μου ζουν μέσα μου και πολλές φορές δίνουν μάχες με την πραγματικότητα που -συνήθως- τους θέλει στο περιθώριο. Κι αυτό ξεκινάει, κυρίως, από το γεγονός ότι τους φοβάται και θέλει να τους ελέγχει για να μη σπέρνουν καινά δαιμόνια και στους πολλούς, μα και σε μένα τον ίδιο. Να πω εδώ πως όσο έγραφα το τελευταίο βιβλίο μου, ανακάλυπτα και με προκαλούσε αυτή η ανακάλυψη, πως ο Δημοσθένης, ο ήρωας του βιβλίου, είναι όλα αυτά που φοβόμαστε να δοκιμάσουμε στη ζωή μας. Όλα όσα δεν τολμάμε να αγγίξουμε από εγωιστική εσωστρέφεια μη τυχόν και αποτύχουμε σκεπτόμενοι το τι θα πει για μας ο κόσμος. Κι εγώ είχα έναν τέτοιον Παύλο μέσα μου και δεν τόλμησα κάποιες φορές να τον δοκιμάσω στην πράξη. Αν κοιτάξω, όμως, τις πίσω μου σελίδες, το 80% απ’ αυτές είναι το καμάρι μου. Ίσως, απλώς, σε κάποιες φάσεις να έζησα μονόπλευρα ακολουθώντας σκοτεινά μονοπάτια για ανακάλυψη ουτοπιών. Σε αυτά, βέβαια, χρωστάω τη σκέψη μου, το είναι μου, την ίδια την ύπαρξή μου. Γιατί τελικά: Ζήτω οι ουτοπίες. Χωρίς αυτές η ζωή θα ήταν πληκτική, ανιαρή.

-Οι ήρωες του νέου σου βιβλίου ζουν χωμένοι στη μοναξιά τους. Δεν είναι πως την έχουν επιλέξει, αν δεν κάνω λάθος, είναι πως τους έχει επιβληθεί. Αυτού του τύπου η μοναχικότητα πώς μπορεί να σπάσει;

-Είναι ψυχαναλυτική κουβέντα το τι επιλέγουμε εμείς στη ζωή μας και τι μας επιβάλλεται από την οικογένεια ή την κοινωνία ή το DNA που κουβαλάμε. Οι ήρωές μου είναι μοναχικά κοινωνικά άτομα που προχωράνε με το κεφάλι ψηλά μέσα στη μοναξιά του πλήθους και του εαυτού τους. Όσο χαρούμενοι και γελαστοί κι αν δείχνουν, πάντα βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου σαν κάθε σκεπτόμενο άτομο που η ψυχή του δεν παύει να γυρεύει απαντήσεις κι ας ξέρει -κατά βάθος- ότι αυτές, μάλλον, δεν υπάρχουν. Σημασία έχει να αγαπάς. Γι’ αυτό και στην προμετωπίδα του νέου μυθιστορήματός μου γράφω: Μόνος έρχεσαι στη ζωή. Μόνος αγγίζεις το θαύμα. Μόνος συναντάς το θάνατο. Μόνο στον έρωτα και στη φιλία η μοναξιά δεν είναι αβάσταχτη. Και το αφιερώνω στους φίλους μου».

-Το «Απάλλαξέ με» έχει ένα διπλό φινάλε. Πώς συναντήθηκες με αυτή την ιδέα; Ξέρεις, αυτό μου θυμίζει τα άλμπουμ μουσικής που έχουν «κρυμμένα» κομμάτια που δεν αναφέρονται στο εξώφυλλό τους.

-Πριν το διπλό φινάλε, εμφανίζεται ένας άλλος ήρωας, ο Αντρέας, που είναι ο συγγραφέας του βιβλίου που γράφει την ιστορία που διαβάζουμε. Στη ροή της εξέλιξης του βιβλίου, κάνει σποραδικές εμφανίσεις. Τις περισσότερες φορές, δίνει σελίδες του βιβλίου του να τις διαβάσει η Ευδοκία και μετά τις κουβεντιάζουν, με αυτή αρκετά συχνά να του λέει τη γνώμη της. Στην αρχή ο αναγνώστης νομίζει ότι η Ευδοκία είναι φίλη του μέχρι να φανεί -απ’ τη μέση του βιβλίου και μετά – πως αυτή «παρακολουθεί την περίπτωσή του», ενώ μέσα από τους διαλόγους τους, ο αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται πως κάτι δεν πάει καλά με τον συγγραφέα.

Στο φινάλε του βιβλίου, μεταφερόμαστε στην ονειρική παραλία των παιδικών χρόνων των ηρώων «μη μου λες αλήθεια» στην Ικαρία. Και ξαφνικά, ακούγονται σκαψίματα στα βράχια του βουνού λες και κάποιοι προσπαθούν να χαράξουν νέο μονοπάτι. Ποιοι να ‘ναι; Οι ήρωες του βιβλίου που προσπαθούν να φτάσουν στο ραντεβού τους; Ή μήπως είναι νέοι εξερευνητές ονείρων;

Εδώ γράφεται το πρώτο τέλος της ιστορίας. Υπάρχει, όμως, κι ένα άλλο τέλος που επιμένει να ακουστεί σαν άλλη εκδοχή της ιστορίας ή της αλήθειας που, έτσι κι αλλιώς, σπάνια είναι μόνο μία. Τότε, επανεμφανίζεται η μαύρη ρεμπέτισσα Αλέκα, η χήρα, η θεία και μέντορας του Δημοσθένη, που σιγομουρμουρίζει το τραγούδι -υπάρχει ανεβασμένο στο You tube με τον τίτλο Απάλλαξέ με- το οποίο θα το έλεγε η ίδια στο στέκι της, στο «Ραντεβού στη Μεσόγειο», όταν αυτός θα έκλεινε τα 60 του χρόνια:

Απάλλαξέ με / Πιο πολύ κι από μένα άντεξέ με/ Στου μυαλού μου την άκρη παλεύω/Ένας ήρωας χωρίς αντοχή/Των ανθρώπων την πλάνη ζηλεύω/Η φωνή μου δεν έχει φωνή.

Της ντροπής τραγουδάω τη συνήθεια/ Να τ΄ ακούσει το τέρμα της γης./ Τόσα χρόνια ζητούσα βοήθεια /Δεν με πίστεψε ακόμα κανείς.

Απάλλαξέ με/Πιο πολύ κι από μένα άντεξέ με/Μες στο τούνελ που ζω φώτισέ με/Να αντέχω να ζω κράτησέ με/ .
Μη μου λες αλήθεια ψυχή μου/ Τόσα χρόνια μου μοιάζουν στιγμή/ Να κερδίσω χρωστάω στη ζωή μου/ Κάθε ήττα μου μια νέα αρχή.

-Η ιστορία του βιβλίου σου ξεκινάει τη δεκαετία του 1960. Γιατί η συγκεκριμένη εποχή;

-Ε, απλώς τότε γεννιέται ο ήρωας του βιβλίου και επέλεξα αυτή την εποχή και επειδή τη γνωρίζω και επειδή αυτή η δεκαετία «έγραψε ιστορία» σε όλη τη Δύση. Και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Από τότε αναμασάμε ή προεκτείνουμε τα κινήματα που ξέσπασαν εκείνα τα χρόνια και τα οποία ταρακούνησαν, έδωσαν ώθηση, εκτίναξαν, καλύτερα, τη σκέψη στην πολιτική, στην κοινωνία, στην τέχνη, στις ερωτικές αντιλήψεις και επιλογές. Μέσα απ’ αυτές τις αναμνήσεις, ο Δημοσθένης θυμάται και τα δικά του παιδικά χρόνια στην Ικαρία. Χρόνια που ήταν γεμάτα καψόνια και βασανιστήρια από τους συνομηλίκους του που τον αποκαλούσαν «κουνημένη φωτογραφία» κι ένα σωρό άλλα παρατσούκλια επειδή είχε λεπτούς τρόπους, ήταν ψηλός και ντελικάτος-κουνιστός με λεπτή φωνή και τον κορόιδευαν ως αδελφή και πούστη και τον χτυπούσαν. Συμπάσχων δίπλα του, ο συμμαθητής του Μιχάλης, ένα αγόρι αλμπίνο που δέχεται παρόμοιες επιθέσεις για τη δική του εκ γενετής εμφάνιση. Αυτοί οι δύο κυνηγημένοι θα γίνουν οι καλύτεροι φίλοι.

Η ιστορία του μυθιστορήματος, όμως, είναι σωστός ποταμός καθώς μας ταξιδεύει για 100 χρόνια σε διάφορες γωνιές της γης -από την Αφρική στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα, στην Αυστραλία, στην Κίνα της μετά Μάο εποχής, την Τανζανία …

Όλα ξεκινούν τη σημερινή εποχή με μια ηλικιωμένη μαύρη γυναίκα, την Αλέκα, να κάθεται σ’ ένα παγκάκι με φόντο το λιμάνι του Πειραιά και να αγναντεύει τα καράβια. Μαθαίνουμε πως είναι λαϊκή τραγουδίστρια γεννημένη τον μεσοπόλεμο στην Αφρική -στην Τανζανία- από Έλληνα πατέρα και μαύρη μάνα. Τα πρώιμα εφηβικά της χρόνια τα πέρασε στην Αλεξάνδρεια όπου και πρωτοτραγούδησε. Στη δεκαετία του ΄50, ήρθε με την οικογένειά της στην Ελλάδα. Από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι σήμερα έχει στο Μεταξουργείο το μουσικό-πολιτιστικό στέκι «Ραντεβού στη Μεσόγειο» όπου τραγουδάει. Τις περισσότερες φορές την προσφωνούν Χήρα από τότε που πέθανε ο επίσης τραγουδιστής άντρας της. Στο «Ραντεβού…» εμφανίζονται κι άλλοι λαϊκοί τραγουδιστές και διάφοροι καλλιτέχνες από όλο το πολιτιστικό φάσμα (εικαστικοί καλλιτέχνες, λογοτέχνες, θεατρικοί συγγραφείς που ανεβάζουν τα έργα τους, ποιητές, τραγουδιστές δημοτικών τραγουδιών, μέχρι τραγουδιστές της όπερας). Και από δω, ο ήρωας της ιστορίας, ο Δημοσθένης, θα αποφασίσει να μπαρκάρει στα καράβια αναζητώντας τον χαμένο πατέρα του και τις ρίζες της μαύρης μάνας του…

-Η δεκαετία του 1960, έχω την αίσθηση, ήταν μια περίοδος του χρόνου που στην Ελλάδα άνθισαν τα γράμματα και οι τέχνες. Αυτό ήταν ένας μύθος;

-Για την Ευρώπη και την Αμερική, αυτό ισχύει. Εμάς, δυστυχώς, μας έβαλε στον γύψο η αμερικανοκίνητη χούντα της 21ης Απριλίου τη στιγμή που κοινωνικά και πολιτικά, κάτι πήγαινε να αλλάξει. Και με την ελπιδοφόρα εμφάνιση νέων ιδεών στη τέχνη και στη σκέψη και με τη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου που, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια, ξεκόλλησε από τον σβέρκο του λαού τη δεξιά που με εκλογές βίας και νοθείας καρπωνόταν την εξουσία.

-Είσαι από τους ανθρώπους που όταν γράφουν θέλουν ησυχία και απομόνωση;

-Οι ήρωές μου πλάθονται στο μυαλό μου μέσα στη βουή του κόσμου, αλλά για να πάρουν σάρκα και ψυχή απαιτούν να απομονωθώ πλήρως, να γίνω ερημίτης, να ζήσω και να παλέψω μαζί τους για να δούμε -αμφότεροι- τη δύναμη και την αξία, και τη δική τους και κατά πόσο εγώ είμαι ικανός να σηκώσω τα βάσανά τους. Είμαι τυχερός που έχω ένα ησυχαστήριο, ένα ορμητήριο περισυλλογής και απομόνωσης κι αυτό είναι στα Βίλια, έναν ορεινό παράδεισο μιάμιση ώρα μακριά από την Ομόνοια στην οποία ζω την καθημερινότητά μου και δεν την αλλάζω με τίποτα. Κι ας λένε πολλοί «πώς αντέχεις να ζεις εκεί;». Ζώντας στο κέντρο της πρωτεύουσας, νιώθω να ζω μέσα στον παλμό της σημερινής -ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΗΣ- πραγματικότητας. Δεν ζω σ’ ένα ήσυχο αστικό προάστιο που η αληθινή ζωή είναι εφτασφράγιστη κι αυτό που φαίνεται είναι μια εικονική αλήθεια. Ζω στο ιστορικό -και πανέμορφο πολεοδομικά – κέντρο της Αθήνας που οι σνομπ και κακόγουστοι κάτοικοί του το απαξίωσαν, το εγκατέλειψαν και το παρέδωσαν για τα φράγκα στους μετανάστες. Άμα δεν αγαπάς το τόπο που μένεις, είναι λογικό αυτός να γίνεται άσχημος και να σε διώχνει από κοντά του».

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης στάθηκε για μένα ο μέντοράς μου, ο άνθρωπος που οι γνώσεις του και ο αιρετικός λόγος του άνοιξαν πλατιούς ορίζοντας στη σκέψη μου.

-Είχες γνωριστεί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Τι ήταν εκείνος για σένα;

-Ο Βασίλης Ραφαηλίδης στάθηκε για μένα ο μέντοράς μου, ο άνθρωπος που οι γνώσεις του και ο αιρετικός λόγος του άνοιξαν πλατιούς ορίζοντας στη σκέψη μου. Μαζί με τον δημοσιογράφο και λογοτέχνη Λευτέρη Κυπραίο -τον χαρισματικό φίλο μου που έφυγε μόλις στα 33 του χρόνια από τη ζωή- ξέραμε ότι ήμασταν πολύ τυχεροί που τον είχαμε δάσκαλο. Μαζί του μάθαμε να σκεπτόμαστε, να αναλύουμε και να κατανοούμε τα γεγονότα της ζωής ανοίγοντας τη σκέψη μας στο μέλλον».

-Βγάζεις το νέο σου βιβλίο σε νέο εκδοτικό οίκο. Γιατί αυτό;

-Μετά από 30 χρόνια και έξι μυθιστορήματα από τις εκδόσεις Καστανιώτη είχε έρθει, φαίνεται, η στιγμή να πάω και σε άλλον εκδότη, τον Γιώργο Δαμιανό στα 24 γράμματα, που έδειξε την αγάπη του κι αμέσως εξέδωσε το νέο βιβλίο μου. Δεν υπήρξε καμιά διένεξη ή διαφωνία με τις εκδόσεις Καστανιώτη και τους επικεφαλής ανθρώπους του και στο μέλλον είναι ανοιχτή οποιαδήποτε συνεργασία μας. Τώρα, στα 24 γράμματα φιλοξενούμαι με σπιτική φροντίδα και ζεστασιά και τα ευχαριστώ από την καρδιά μου.

-Πότε γνωρίζεις πως ένα διήγημά σου έχει τελειώσει;

-Η ίδια η ιστορία σού φωνάζει “δεν είμαι έτοιμη ακόμα” ή σου λέει “σε ευχαριστώ, άσε με μόνη μου, έφτασε η ώρα να ταξιδέψω και να συναντήσω νέους φίλους-αναγνώστες να μου πουν πώς βλέπουν τη ζωή μου…”

-Το μυθιστόρημά σου είναι αποστασιοποιημένο από τη σημερινή πολιτικοκοινωνική κατάσταση;

-Κάθε άλλο, η πραγματικότητα και ο σημερινός κόσμος εισβάλλει στο βιβλίο με έναν θυελλώδη και ισοπεδωτικό τρόπο που δεν θέλει να αφήσει όρθιο κανένα ανθρώπινο συναίσθημα, αγάπης, τρυφερότητας, συμπόνιας, νοιαξίματος του ενός προς τον άλλο. Λες και η πραγματικότητα γύρω από τους ήρωες έχει παραφρονήσει και ο ένας επιτίθεται στον άλλον δημιουργώντας στους δρόμους του Πειραιά και της Αθήνας μια αβάσταχτη κατάσταση από την οποία οι τρεις ήρωες -ο Δημοσθένης, η Ελένη και ο Μιχάλης- τρέχουν για να σωθούν. Κι ενώ δημιουργείται μια κατάσταση πολιορκίας και η εξουσία επιβάλλει ακραίες τιμωρίες στους παραβάτες, έντρομοι οι ήρωες τρέχουν να ζητήσουν σωτηρία από τον δημιουργό τους, τον συγγραφέα που γράφει αυτό το βιβλίο στο οποίο έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο!

Τον βρίσκουν έγκλειστο στο απομονωτήριό του κι αυτός τους λέει ότι αυτόν τον εφιαλτικό κόσμο που ζουν -και αυτοί και αυτός- δεν τον έπλασε εκείνος, αλλά ότι έτσι είναι η πραγματικότητα!

Και τους καλεί να τον ακολουθήσουν και να πηδήσουν μαζί του από το μπαλκόνι για να σωθούν από το αγριεμένο πλήθος που χτυπάει και ετοιμάζεται να σπάσει την πόρτα του ησυχαστηρίου του. Τον ακολουθούν πανικόβλητοι και πηδάνε μαζί του χωρίς να ξέρουν πού θα προσγειωθούν.

-Τελικά, τι γίνεται;

-Εδώ η πλοκή γίνεται μεταφυσική και οι ήρωες ζουν ένα διπλό φινάλε της ιστορίας τους. Και απαισιόδοξο και αισιόδοξο. Όλα είναι αληθινά κι όλα είναι ψεύτικα. Όπως στη ζωή που δεν υπάρχει μια αλήθεια κι ένα ψέμα και ο καθένας μας ζει στη σφαίρα της δικής του πραγματικότητας.

Ο Παύλος Θ. Κάγιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε κινηματογράφο. Το πρώτο του διήγημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάλβος το 1970. Από το 1984 μέχρι και το 2010 εργαζόταν στο πολιτιστικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Τα Νέα, στους τομείς του κινηματογράφου και του θεάτρου. Τώρα δημοσιεύει κείμενά του σε ηλεκτρονικά μέσα.

Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα:
Και ξαφνικά χιόνισε χρόνια (1995), Σε είδα να ’σαι αόρατος (2000), Δεν υπάρχει ελευθερία μακριά σου (2004), Και με κλειστά μάτια θα βλέπω (2009), Μη μ’ αφήσεις να χαθώ (2013), Ο κλήρος της τρικυμίας (2017) όλα στις Εκδόσεις Καστανιώτη.