Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

μια ιστορία όπως ακριβώς την άκουσα πρόσφατα σε ένα ξεχασμένο καφενείο του Πειραιά…

Χριστούγεννα ήταν, το ‘85 το ‘86 δεν θυμάμαι, άνεργος εγώ κάτι μήνες, παίρνω έναν γνωστό, ψιλομούτρο από τα ναυτιλιακά, τηλέφωνο για χρόνια πολλά και με την ευκαιρία μπας και είχε να με χώσει σε καμιά δουλίτσα στο λιμάνι για κάνα μεροκάματο. Αυτός με κόβει: “Γάμησέ τα μωρέ, μη μιλάμε για τέτοια σήμερα που γεννήθηκε ο Χριστούλης, θα βγω με ένα γκομενάκι να κάνουμε ρεβεγιόν, θα φέρει και μια γνωστή της, έλα άμα είναι σήμερα να πιούμε και τα αλλά θα τα δούμε”. Δώσαμε ραντεβού σε μια ταβέρνα τέρμα Πέραμα. Άφραγκος εγώ Χριστουγεννιάτικα πήγα. Εκεί κανονικά μαζεύονταν για μπαρμπούτι, αλλά εκείνη τη νύχτα το μαγαζί ήταν κάργα στους αγαπητικούς κάτι κουκουέδες και Πασόκους του σωματείου με λατίνες που ‘χαν τσιμπήσει από επισκέψεις στη Νικαράγουα επί συντρόφου Ορτέγκα. Χρονιάρες μέρες, τα λιγούρια δεν είχαν όρεξη για ζάρι, ήθελαν να ξηλωθούν αλλιώς. Τις έβγαζαν λοιπόν και οι αγαπητικοί στην ψιλοβίζιτα ή τις πασάρανε σε γνωστούς, να βγουν τα έξοδα.

-Μπήκα και σε ένα τραπέζι στο βάθος ο φιλαράκος μου, έκανε νόημα “εδώ είμαστε” και το γκομενάκι του, ένα χοντρούλικο που δούλευε σε κάτι μεταφορικές μίλαγε με τη γνωστή της, λίγο μεγαλούτσικη αλλά ωραίο τσομπλέκι, αλανιάρικο στυλ αλλά δεν έμοιαζε και με τραβιόλα είχε αέρα, φινέτσα ξέρω ‘γω. Τη γούσταρα. Της χαμογέλασα με το στόμα αλλά αυτή με έκλασε με το μάτι. Ψάρι παγερό. Έκανα και εγώ ότι δεν καταλαβαίνω και το έπαιξα τυπικός. Να μη στα πολυλογώ το μαγαζί είχε ένα μπουζούκι και ένα αρμόνιο ψευτορχήστρα και αφού κατέβασα μισό μπουκάλι είχα και τα δικά μου με την ανεργία, σηκώθηκα και ζήτησα ένα τραγούδι πολύ δυνατό, του Μίμη του Γκιουλέκα– τον ξέρεις; πολύ δυνατός – έριξα εγώ ένα ζεϊμπέκικο ρίχνω και ένα δεύτερο, γυρνώ στο τραπέζι τη βλέπω αυτή να έχει αλλάξει το σύστημα. Γελάκια, σου ‘πα μου ‘πες, λέω και εγώ: Τι ζεϊμπέκικο ξέρω ο πούστης και τις ρίχνω ξερές κάτω… Κάτι ώρες μετά έχω αφήσει τον φιλαράκο μου και την γκόμενα του στο μαγαζί και βρίσκομαι με την κυρία συνοδηγός στο αμάξι της να της χαϊδεύω το μπούτι και να τρέχουμε παραλιακή. Δυνατό εργαλείο το αμάξι και αυτή με την ταχύτητα άνετη. Πού πάμε πουλάκι μου, της λέω.

-Σπίτι μου μου κάνει αυτή, δεν γουστάρεις;

-Μόνη σου μένεις;

-Ναι μόνη μου.

– Γκόμενος δεν υπάρχει ξέρω γω;

– Άκου αγόρι, μόνη μου και για πάρτη μου και λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν. Στρίψαμε στον ‘Αλιμο. Σπιταρόνα, διαμέρισμα πρώτος όροφος με μπαλκόνι μεγάλο, έπιπλα, στερεοφωνικά, σου ‘πα μου ‘πες, ακριβά πράματα όλα.

-Δικά σου είναι όλα αυτά;

-Ναι αλλά είναι παλιά, θέλω καινούρια, τα βαρέθηκα.

Χαμηλώνουμε τα φωτά ξέρω ‘γω, πέφτουμε στο κρεβάτι, αυτή από πάνω μου … Μπιιιιιιπ στα ξημερώματα ακούγεται μια κόρνα αυτοκίνητου ξαφνικά από τον δρόμο και μας κόβει στη μέση. Αυτή κάνει ότι δεν ακούει. Μπιιιιιιιιπ πάλι η κόρνα και μια φωνή αντρική λεπτή βλάχικη: “Βγες μουρή ξιφτιλιεσμέν'” και δώστου να βαράει τις κόρνες και να έχει βάλει και διαπασών Μητροπάνο.

– “Ποιος είναι αυτός πουλάκι μου”, ρώταω εγώ την κυρία αναστατωμένος. «Εσύ δεν μου πες μόνη σου και ξέρω ‘γω; »

– «Κάτσε να δω” μου λέει αυτή “μην το κουνήσεις από το κρεβάτι …”

-Και βάζει μια ρόμπα και βγαίνει με τα βυζιά χύμα έξω στο μπαλκόνι. Εγώ ούτε κουνήθηκα, άναψα ένα τσιγάρο και περίμενα. Στο μεταξύ απ’ έξω της πουτάνας, δώστου Μητροπάνος…. “σε μια στοίβα καλαμιές “…. να ουρλιάζει ο βλάχος να πατάει κόρνες στουπί στο μεθύσι.

-Ρε τι θέλεις; να του φωνάζει αυτή.

-Κατιβάσιε με μουρή τα πράματα γαμώ το θιο σ’.

– Ποια πράματα ρε μαλάκα, άντε ξεκουμπίσου από δω.

– Τα πράματα που σ’ αγόρασα μι τα λιφτά ‘μ.

– Και πού τα βρήκες τα λεφτά ρε κωλόβλαχε αγράμματε; Με τα δικά μου τα μέσα δεν τα βρήκες; Εγώ σε έκανα άνθρωπο, εγώ στη βρήκα τη δουλειά, με τα δικά μου τα μέσα στην ξαναπαίρνω ρε καραγκιόζη. Τελειώσαμε, πάρε δρόμο.

– Κατέβασι τα πράματα, να επιμένει αυτός.

-Τώρα περίμενε… Γυρνάει που λες μέσα και βουτάει μια μικρή τηλεόραση από την κρεβατοκάμαρα, ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι και τη σκάει από τον πρώτο όροφο στο παρμπρίζ του βλάχου και του το κάνει σμπαράλια. Έφυγε το αμάξι σαν χαλασμένη λατέρνα νταγκαντρούγκα να ακούγεται ακόμα ο Μητροπάνος από το κασετόφωνο. Εγώ στο μεταξύ καθόμουν όλη αυτή την ώρα και κάπνιζα και άκουσα εκείνο το: «Με τα δικά μου τα μέσα βρήκες τη δουλειά» που του φώναξε, θυμήθηκα την ανεργία μου και σκέφτομαι επι τόπου, ρε λες να έχει αυτή τίποτα άκρες …

-Μπαίνει αυτή μέσα, βγάζει τη ρόμπα σαν να μη τρέχει τίποτα, έρχεται στο κρεβάτι να συνεχίσουμε και εγώ της το ρίχνω στεγνά: – Τι μέσα έχεις εσύ πουλάκι μου και τον έφτιαξες αυτόν; Δηλαδή αν είναι να βολευτούμε και εμείς κάπως.

Με γαμούσε μια εβδομάδα ολόκληρο διοικητικό συμβούλιο για να πάρουν αυτόν τον κωλόβλαχο σκουπιδιάρη στον Δήμο. Η συμφωνία ήταν να μου δίνει τα μισά από το μισθό του, αυτός με ξεπέταξε με μια τηλεόραση τάχα ευχαριστώ και μετά εξαφανίστηκε. Γι’ αυτό είπα και τον έδιωξαν και ήρθε να μου ζητήσει τα ρέστα. Έχω βάλει τόσα παλικάρια έτσι σε Δήμους και κανένας δεν τόλμησε να μου τη φέρει μέχρι σήμερα και κρατάνε όλοι τη συμφωνία τους μια χαρά. Λοιπόν, έμαθα και για σένα ότι δεν έχεις δουλειά, μου τα είπε ο φιλαράκος σου στο μαγαζί … Λέγε τώρα, είσαι μέσα; Να βάλω “τα μέσα” να πάρεις τη θέση του; Μισά-μισά…

Τέλος συζήτησης.

glitch_sharefile-16