Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //
-Σε λίγο θα αρχίσουν τα ξεκούρδιστα ντραγκαντρούγκα από κιθάρες πλανόδιων και θα ανακατευτούν με το σκοτάδι που, όπως πέφτει, αφήνει πίσω του φωτισμένα παράθυρα διαμερισμάτων και βάφει τους ακριανούς δρόμους με δύστυχες σκιές, που ξέμειναν να ουρλιάζουν μεταξύ τους για δόση “κομμένη” με Αλγκόν. Τα γέλια τσουγκρίζουν με τα μπουκάλια στα γύρω μαγαζιά. Σε λίγο θα νυχτώσει εντελώς, Σάββατο και χειμώνας του 1990 στην Πλατεία Εξαρχείων και θα ξεβραστούν στα γυρω πεζοδρόμια, παράπονα και σκουπίδια και γέλια, όλα ένα πτώμα μιας εποχής που σβήνει ή νεογέννητο μιας άλλης που έρχεται.
-Εγώ πάλι, είμαι ως συνήθως δεκαέξι, με μαλλί σηκωμένο κοκόρι και ένα “κακό προαίσθημα” σε τουριστική έκδοση στην κωλότσεπη.
-Έφτασα στα Εξάρχεια εκείνο το Σάββατο με τα πόδια. Στο ΕΝΑΛΛΑΞ με περίμεναν μαζεμένοι οι φίλοι μου, είχε πάρτυ για τη γιορτή της μια γνωστή μας “μουνί-καπέλο”, όπως φωνάζαμε γκόμενες συνήθως απο τα Βόρεια Προάστια που σκάγαν Σαββατοκύριακα, με κάτι τραγιάσκες μόδα σεταρισμένες με μια λυρική χαρμολύπη αγνώστων λοιπόν στοιχείων. Δεν θυμάμαι καν πώς βρεθηκαμε καλεσμένοι.
Μπαίνοντας από Τοσίτσα, πέρασα από τον “Εβραίο” και έβγαλα τα λεφτά μου και τα μέτρησα. Έφταναν με το ζόρι για ένα κονιάκ κηδείας με εντελώς διακοσμητικά τα τρία αστέρια στην ετικέτα και εναν “παππού”-  ελληνικά τσιγάρα, δηλαδή Άσσο ή Καρέλια που κάπνιζαν οι παππούδες, με λευκό φίλτρο αντί για το κίτρινο πιτσιλωτό που είχαν οι ξένες μάρκες και στοίχιζαν. Θα μπορουσα να αγοράσω ΚΑΜΕΛ μια και έξω, αλλά σκέφτηκα ότι τα ποτά μπορεί και να μην ήταν τελικά κερασμένα στο πάρτυ, οπότε ένα ξύδι κρυμμένο στην τσέπη θα ήταν χρήσιμο.
  Πήρα την κατηφόρα από Φλου για ΒΟΞ. Ένα πρεζάκι σηκώθηκε ξαφνικά από το πλακάκι. Με είδε που άναβα τσιγάρο. Με πλησίασε και άνοιξε με δυσκολία το στόμα του να μου ζητήσει ένα, αλλά έκανε έναν μορφασμό και διέκοψε, σαν να σταμάταγε η φωνή του σε διασταύρωση με κόκκινο φανάρι, για να περάσει ξανά το κακό μου προαίσθημα αυτή τη φορά κορνάροντας θριαμβευτικά.
“Πάμε λίγο πιο άκρη … σβέλτα. Εσύ … φσσσιτ …  εσύ ο άλλος με το τσουλούφι, γύρνα και να βλέπω τα χεράκια σου.”
-Γύρισα. Ασφαλίτες, πολύ νέοι για ασφαλίτες. Τρεις φάτσες όλες μαζί συμπλήρωναν όχι παραπάνω από 60 χρόνια, τα ίδια παιδικά πάνω κάτω βλέπαμε στην τηλεόραση.
“Φύγε ρε μαλάκα από δω, τι κάθεσαι, εξαφανίσου”, είπε ο επικεφαλής στο πρεζάκι σαν να μίλαγε με γνωστό του. Αυτό απομακρύνθηκε αμίλητο.
-Οι ασφαλίτες με περικύκλωσαν σαν κάτι φάτσες με φουσκωμένα μάγουλα και σηκωμένα φρύδια, που τους ζωγράφιζαν σε κάτι παλιούς ναυτικούς χάρτες του Μαγγελάνου ξέρω γω στο υπόμνημα να παριστάνουν τα σημεία του ορίζοντα ή τους τροπικούς ανέμους. Μου ζήτησαν ταυτότητα. Με ρώτησαν όνομα. Διάβασαν εκεί που έγραφε “Μαθητής Λυκείου”.
Ένας από αυτούς μού πήρε από τα χέρια το μπουκάλι με το κονιάκ.
-“Τι είναι αυτό;”
– “Είναι για ένα πάρτυ που…”
Πριν τελειώσω τη φράση το άνοιξε και το έφερε στη μύτη του.
– “Ακολούθησέ μας προς τα πάνω”
– “Μα σας έδωσα την ταυτότητα, δεν φτάνει; Με περιμένουν στο πάρτυ…”
– “Ρε ποιο πάρτυ; Έχεις καταλάβει πού έμπλεξες ρε;”
– “Μα τι έκανα”
– “Θα μας το παίξεις και ανήξερος τώρα έτσι”
– “Όχι, αλήθεια δεν καταλαβαίνω.”
– “Σε ρωτάω ξανά, τι είναι αυτο;”
– “Κονιάκ.”
-Ο επικεφαλής έδωσε το μπουκάλι στον διπλανό του ασφαλίτη και τον διέταξε να επιβεβαιώσει. Αυτός το έφερε στη μύτη του και τράβηξε μια γουλιά.
-“Λοιπόν, πες μας τώρα πριν το ανακαλύψουμε μόνοι μας”, είπε ξανά ο επικεφαλής.
-Κάτι πήγα να πω αλλά ούτε καν με άκουσε. Έδωσε διαταγή να με κολλήσουν με τα χέρια στον τοίχο και να με ψάξουν από πάνω μέχρι κάτω. Δεν καταλάβαινα Χριστό τι γινόταν, ένιωσα μόνο ένα χέρι να τραβάει την κασετίνα με τα καρέλια από την κωλότσεπη.
“Φίλε, τώρα τη γάμησες εντελώς”, είπε ξανά ο επικεφαλής και έδωσε διαταγή να καλέσουν περιπολικό.
Έμεινα κολλημένος να κοιτάω τον βρώμικο τοίχο. Με είχε πιάσει ταχυπαλμία. Αν και 16 είχα προλάβει να ακούσω ιστορίες για ασφαλίτες που έχωναν ναρκωτικά σε τσέπες την ώρα της εξακρίβωσης … το περιπολικό; Πού θα με πάνε; … γιατί δεν πήγα ο μαλάκας κατευθείαν στο πάρτυ;
Όταν γύρισα μετά από ένα λεπτό, οι ασφαλίτες είχαν εξαφανιστεί μαζί με το κονιάκ και τα τσιγάρα, εκτός από ένα που το είχαν ξεχάσει μέσα στο χάρτινο πακέτο πεταμένο μισό μέτρο πιο πέρα, μαζί με την ταυτότητά μου …
Κάτσε ρε μαλάκα, αυτοί ταυτότητα μού έδειξαν;