Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1927 και έφυγε από τη ζωή στις 3 Μαΐου 2011.

Η παρουσία του στο σινεμά γέμισε ολόκληρες εποχές του Ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν ο κωμικός με το θλιμμένο βλέμμα, τη μοναδική σωματική κίνηση, το πηγαίο ταλέντο, την προσιτή συμπεριφορά. Ίσως εκείνη η ιστορία που περιγράφει τη ζωή του ηθοποιού πίσω από τις κάμερες, πίσω από τις σκηνές των θεάτρων είναι εκείνη που εξομολογήθηκε ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος τα χρόνια της εξορίας τους στη Μακρόνησο. 

Νίκος Κούνδουρος: «Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου.

Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! «Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.»

Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή τους» με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος. Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».

Η “Μαγική Πόλη” και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ της πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του στο Φάληρο… Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου εγώ, ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση. Τότε, είπα: “Εγώ μ’ αυτούς ους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω…”. Και το έκανα, πιστεύω»!

Στη φωτογραφία: Τάσος Κατράπας, Νίκος Κούνδουρος, Θανάσης Βέγγος. Μακρόνησος 1949

•Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1926 και έφυγε από τη ζωή, το Φλεβάρη του 2017. Ο Θανάσης Βέγγος έφυγε από τη ζωή το Μάη του 2011

Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του, από ατελείωτες γενιές Κρητικοί, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος. Τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης στις 15 Δεκεμβρίου του 1926. Ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο Δράκος (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν “Οι παράνομοι” (1958), «Το ποτάμι» (1959), «Μικρές Αφροδίτες» (1963), «Το πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1974), «1922» (1978) κ.ά.
 
Ο Νίκος Κούνδουρος είχε επίσης αντιπροσωπεύσει τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1953 και 1956, στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, 1963 και 1967. Έχει επίσης τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963 για την ταινία «Μικρές Αφροδίτες» καθώς και για την ταινία του «Το ποτάμι» στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1959. Ειδικότερα για την ταινία «Μικρές Αφροδίτες» τιμήθηκε και με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Η δε ταινία του «Ο Δράκος» χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία στη δεκαετία του 1950-1960. Τόσο η ελληνική όσο και η γαλλική και αγγλική τηλεόραση έχουν προβάλει κατ’ επανάληψη ταινίες του Κούνδουρου. Σημειώνεται επίσης πως αντίγραφα (κόπιες) πολλών ταινιών του βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς και στο Μητροπολιτικό (Μητροπόλιταν) Μουσείο της Νέας Υόρκης.
 
πηγή: e-prologos