Ο Tάσος Τούσης έμεινε γνωστός στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία ως ο πρώτος νεκρός στην διάρκεια της εργατικής διαδήλωσης του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Ο Τάσος Τούσης έπεσε νεκρός από σφαίρες της αστυνομίας στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατία στις 9 Μαΐου 1936 και ώρα 10:30′ πρωινή.

Ο Τάσος Τούσης κατάγονταν από το Ασβεστοχώρι, ήταν αυτοκινητιστής και είχε ηλικία 25 ετών την ημέρα του θανάτου του. Το γεγονός αυτό θα συγκλονίσει τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο και θα αποτελέσει έμπνευση για την συγγραφή της συλλογής του Ο Επιτάφιος.

Από την Αγγελική Κώττη //

Γνωστό τοις πάσι πως η Ιστορία δεν γράφεται με «αν». Αλλά, επίσης, γνωστό πως όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. Στις 9 Μαΐου 1936 στην Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο μιας μεγάλης εργατικής απεργίας που ξεκίνησε από τους καπνεργάτες και γενικεύθηκε, ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης πέφτει νεκρός από σφαίρες χωροφυλάκων που έβαλλαν εναντίον του κόσμου που είχε ξεχυθεί στους δρόμους και διαδήλωνε διαμαρτυρόμενος. Είναι ο πρώτος νεκρός εκείνου του αγώνα και απαθανατίστηκε στους στίχους ενός μείζονος ποιήματος: του «Επιτάφιου» που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος, αρχικά ως «Μοιρολόι», όταν είδε τη μάνα του σκοτωμένου να θρηνεί σπαράζοντας επάνω από το νεκρό παιδί της. Ο «Επιτάφιος» ίσως και να μην είχε γεννηθεί, ή να μην είχε γεννηθεί έτσι, χωρίς συγκεκριμένες συγκυρίες, καθώς κάθε στιγμή είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο. Ίσως λοιπόν και να είχαμε στερηθεί αυτό το αριστούργημα, εφόσον δεν είχαν συμβεί κάποια συγκεκριμένα γεγονότα.

Processed with VSCO with b5 preset

-Αν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο μόλις προ ολίγων ημερών διορισμένος πρωθυπουργός, που προετοιμαζόταν για δικτάτορας, δεν είχε επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη στις 7 Μαΐου και δεν είχε δώσει την εντολή «τσακίστε τους» σε κοινή σύσκεψη με τον Γενικό Διευθυντή και τον Σωματάρχη του Γ’ Σώματος Στρατού για την καταστολή της απεργίας ίσως δεν θα φτάναμε στο να υπάρχουν νεκροί. Εκείνη την ημέρα, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης είχε καλέσει την εργατική τάξη σε επιφυλακή για απεργία συμπαράστασης στους ήδη απεργούντες και το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Αθήνας και οι μαζικότερες ομοσπονδίες τονίζουν σε τηλεγραφήματά τους πως αν δε λυθούν τα δίκαια αιτήματα των Καπνεργατών, των τσαγκαράδων και υφαντουργών και σε περίπτωση που εφαρμοστούν τα τρομοκρατικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν, θα κατέβουν όλοι οι εργάτες σε πανελλαδική απεργία.

•Οι διαταγές Μεταξά, (αυτού που όλοι θέλουν να μας πείσουν ότι δήθεν καθιέρωσε το οκτάωρο, ενώ δεν αληθεύει) ήταν, επομένως, καθοριστικές. Έδινε το «ελεύθερο» στον στρατό να παρέμβει. Πώς θα παρενέβαινε; Φυσικά με όπλα!

Αλλά, για να μείνουμε στην ιστορική αλήθεια, η Χωροφυλακή ήρξατο χειρών αδίκων, πυροβολώντας σε συγκέντρωση αυτοκινητιστών, στην οποία μετείχε ο Τάσος Τούσης. Επομένως, ο ηθικός αυτουργός των δολοφονιών είναι αυτός. Ελάχιστα απέχει η συμπεριφορά του από τη συμπεριφορά αρχηγού χούντας. Στις 4 Αυγούστου, άλλωστε, «διόρθωσε» το λαθάκι ο δημοκράταρος.

-Αν ο Τάσος Τούσης είχε πάει «στην εξοχή» όπως είχε πει στη μάνα του, Κατίνα Τούση και δεν είχε μείνει να αγωνιστεί με τους συντρόφους του. Αλλά δεν θα μπορούσε. Μεροκαματιάρης, από οικογένεια που κάποτε είχε τον «τρόπο» της, όμως φτώχυνε πολύ γρήγορα, προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του και τη σύζυγό του, με την οποία μόλις είχε παντρευτεί, χωρίς την ευλογία της μάνας και των αδερφών του. Ήταν συνειδητοποιημένος ταξικά, ενημερωνόταν από τον «Ριζοσπάστη» (μεγάλος κίνδυνος εκείνη την εποχή να σε δουν να τον διαβάζεις) και έπαιρνε μέρος στις απεργίες.

•Το πρωί της 9ης Μαΐου ο Τάσος δεν πήγε στη δουλειά. Οι αυτοκινητιστές είχαν κηρύξει απεργία και το αυτοκίνητό του ήταν στο συνεργείο. Πέρασε από τη μάνα του, την οποία υπεραγαπούσε, ήπιε καφέ μαζί της και έφυγε χαιρετώντας την, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, με ένα «γεια σου μάνα λεβέντισσα». Της είπε πως θα πήγαινε στο συνεργείο να δει για τ’ αυτοκίνητο, μετά θα περνούσε απ’ το πρακτορείο του χωριού και με τ’ άλλα παιδιά, θ’ ανηφόριζε για την Εξοχή

tasos1Στο συνεργείο πήγε, αλλά μετά πήγε και στο πρακτορείο του Ασβεστοχωρίου, όπου έκανε κι ο ίδιος διαδρομές, όχι όμως για να δουλέψει. Φτάνοντας εκεί είδε πως ένα αυτοκίνητο της γραμμής, παρά την απεργία των αυτοκινητιστών, είχε ξεκινήσει για το δρομολόγιο. Ο Τάσος με δύο άλλους οδηγούς το σταμάτησαν. Άνοιξε το καπό του αυτοκινήτου, κάτι έκανε στη μηχανή και το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε. «Μέρα απεργίας σήμερα, φίλε, πού πας; Δε βλέπεις τι γίνεται;» είπε στον οδηγό με το γνωστό του χαμόγελο.

Μετά, ανακατεύτηκε με τους διαδηλωτές, μπήκε σε ένα καφενείο και είδε καπνεργάτες να έρχονται αντιμέτωποι με μια αστυνομική δύναμη. Βγήκε στον δρόμο να πολεμήσει μαζί τους. Προς στιγμήν οι συμπλοκές σταμάτησαν κι εκείνος ξαναμπήκε στο καφενείο, μην ξέροντας πως ο Θάνατος τον τριγύριζε. Όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί βγήκε πάλι και έπεσε πάνω σε μάχη άοπλων καπνεργατών με χωροφύλακες. Μια σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του, απ΄ το ένα αυτί στο άλλο και έπεσε στο πεζοδρόμιο.

•Οι καπνεργάτες μαζεύτηκαν γύρω του, σοκαρισμένοι. Ύστερα κάποιοι ξήλωσαν μια πόρτα από ένα μαγαζί, έβαλαν τον Τάσο επάνω, έβαψαν τα μαντήλια τους με το αίμα που έτρεχε απ’ τους κροτάφους του, σήκωσαν την πόρτα στους ώμους τους και ανηφόρισαν σε νεκρική πομπή για το Διοικητήριο

-Αν ο Τάσος Τούσης δεν ήταν άντρας, ίσως η αντίδραση δεν θα ήταν η ίδια. Όπως και να το κάνουμε, άλλο πράγμα ένα νεκρό παληκάρι σε περιφορά- τόσο κοντινό στο μοτίβο του θρησκευτικού «Επιταφίου» κι άλλο μια γυναίκα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν ψηφίζουν καν και φυσικά δεν κατέχουν κανένα δημόσιο αξίωμα. Δεν θα έκανε την ίδια εντύπωση και στον φωτογράφο, που τράβηξε την φωτογραφία η οποία ακόμα συγκλονίζει με τη δύναμή της.

-Αν η φωτογραφία αυτή δεν είχε βγει και αν δεν είχε φιλοξενηθεί στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» ίσως δεν θα είχαμε ΤΟ ποίημα, ή ίσως είχαμε ένα άλλο ποίημα. Θα αναφερθούμε σε αυτό αμέσως παρακάτω, αφού πριν δούμε τα ίδια τα γεγονότα.

Η Κατίνα Τούση, έχοντας τη διαβεβαίωση του γιου της πως θα πάει στην Εξοχή, δεν ανησυχεί για εκείνον. Όταν η γειτονιά την πληροφορεί πως γίνονται επεισόδια, βγαίνει αλλόφρων να ψάξει κάποιες από τις κόρες της, τη Μαρίκα και τη Ζωή, που δούλευαν σε εργοστάσιο το οποίο δεν απεργούσε. Αναζητώντας τα κορίτσια πέφτει επάνω σε γνωστούς οι οποίοι της λένε: άσε τις κοπέλες και κοίτα αυτόν τον νεκρό. Είναι ο γιος σου.

Όλα γκρεμίζονται μέσα της. Είναι όντως ο μονάκριβός της. Αποτρελαμένη, μπαίνει επικεφαλής της πορείας με το σκοτωμένο παιδί της και προχωρά στους ανάστατους δρόμους της πόλης. Ξαφνικά, αντηχούν πυροβολισμοί. Οι άντρες αφήνουν κάτω την πόρτα και σπεύδουν να κρυφτούν. Η μάνα ακίνητη, ακλόνητη, μοιρολογά. Ο φωτογράφος τραβά την ιστορική φωτογραφία, που την επομένη θα δημοσιευθεί πρωτοσέλιδη στον «Ριζοσπάστη». Και η έκρηξη θα συντελεσθεί στο μυαλό του ποιητή:

“Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,/ πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,//

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω/ καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;”

Η φωτογραφία, λοιπόν, παίζει καθοριστικό ρόλο, αφού ο ποιητής δεν είναι παρών στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Σαν ταγμένος, όμως, «να είναι μέσα σε όλο τον κόσμο» θα συγκλονιστεί από τη συμπυκνωμένη στιγμή του πόνου, του θανάτου, του αγώνα και θα δημιουργήσει αυτό το κορυφαίο έργο του. Επειδή ήταν έτοιμος.

-Αν ο Γιάννης Ρίτσος δεν είχε ταχθεί στην ποίηση και δεν είχε ενταχθεί στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος, αν δεν ήταν έτοιμος από όλες τις πλευρές, ίσως και πάλι να μην είχαμε τον «Επιτάφιο». Ήταν η στιγμή του για το «ποίημα- γεγονός» και όταν ήρθε τον βρήκε πανέτοιμο. Να έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, να είναι έτοιμος για το «άλμα» από τα πρώτα ποιήματα (στα «Τρακτέρ» και στις «Πυραμίδες») σε μεγαλόπνοες πολιτικές συνθέσεις. Έτοιμος από μικρός που εξασκούνταν στο γράψιμο με προσοχή και κατάνυξη. Έτοιμος από τις αρχές της εφηβείας του, όταν στους δρόμους του Γυθείου προς τη Μέσα Μάνη άκουγε τις μοιρολογίστρες να ξομπλιάζουν τις χάρες του νεκρού. Έτοιμος από το πένθος που είχε σταλαχθεί μέσα του – έχει ήδη χάσει τον μεγάλο αδερφό του Μίμη και τη λατρεμένη μητέρα του από φυματίωση. Έτοιμος από τη διάθεση να τολμήσει να τραβήξει στο έπακρο τα εκφραστικά του μέσα. Είκοσι επτά χρονών μόλις, γράφει τους αιώνιους στίχους:

«Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω// Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης»

Έτοιμος και από αγωνιστικό φρόνημα. Το 1934 είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ, μετά από συναναστροφές με μαρξιστές διανοούμενους στα σανατόρια και στους αγώνες. Έχει διαβάσει τη «Μάνα» του Γκόρκι. Θέλει να βρει και να πει κάτι αισιόδοξο στους συντρόφους. Μα να το πει πειστικά. Κι έτσι, θα βάλει τη μάνα να πάρει τη θέση του παληκαριού της, σηκώνοντας το δικό του «ντουφέκι». Όλα ταίριαξαν.

Processed with VSCO with g3 preset

Κι έτσι, μετά την αποκάλυψη που συντελέστηκε μέσα του, ο ποιητής κλείνεται στη σοφίτα του κλαίγοντας σαν παιδί (κι ας λένε πως τα ποιήματα δεν γράφονται εν θερμώ) και γράφει τα 14 από τα 20 άσματα. Τη δεύτερη μέρα κάνει αιμόπτυση, αλλά παραδίδει στον Ευθύφρονα Ηλιάδη τρία που δημοσιεύονται ακολούθως στον «Ριζοσπάστη» ως «Μοιρολόι». Ετοιμάζεται η έκδοση υπό τον τίτλο «Επιτάφιος» και γίνεται σε χρόνο ρεκόρ, τόσο που δεν πρόλαβε να προσθέσει τα υπόλοιπα έξι άσματα που εν τω μεταξύ είχε γράψει και σε αντίτυπα ρεκόρ. Δέκα χιλιάδες, όταν ο Σεφέρης πουλούσε με το ζόρι τριάντα αντίτυπα. Θα εξαντληθούν επίσης σε χρόνο-ρεκόρ. Στις 4 Αυγούστου, όταν καίγονται μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, έχουν απομείνει μόλις 250.

•Έκτοτε ο «Επιτάφιος» θα παραμείνει στα απαγορευμένα βιβλία, που δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσουν μέχρι το 1956. Τότε κυκλοφορεί η δεύτερη έκδοση. Ο Ρίτσος την στέλνει στον Μίκη Θεοδωράκη που είναι στο Παρίσι. Εκείνος το 1958 την ανακαλύπτει και μελοποιεί όλα τα κομμάτια μια βροχερή μέρα στις Αλ, στο τιμόνι ενός αυτοκινήτου, περιμένοντας τη Μυρτώ να επιστρέψει από τα ψώνια. Σώζονται μόνο τα άσματα που έχουν μελοποιηθεί, καθώς το αντίτυπο εκείνου του βιβλίου, με την ιδιόχειρη αφιέρωση του ποιητή, περνά σε χέρια φίλου

Λίγο μετά, έχουμε την περίφημη «μάχη» των Επιταφίων. Ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι με ερμηνεία Νάνας Μούσχουρη και ενορχήστρωση Μίκη Θεοδωράκη- με μπουζούκι και Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Επιτάφιος περνά στα χείλη του κόσμου και τραγουδιέται παντού. Προς μεγάλη ταραχή του ποιητή, που ακούει τα «άγια των αγίων του» σε ταβερνάκια και άλλους χώρους μη συναυλιακούς. Σύντομα όμως θα παραδεχτεί πως έχει άδικο και πως ο Μίκης έχει δίκιο. Με τη μουσική του κατάφερε να βάλει το ποίημα σε όλα τα στόματα και τις καρδιές.

Κι αυτό είναι το τελευταίο «αν»

-Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν το είχε μελοποιήσει, αναμφίβολα θα το γνώριζαν λιγότεροι.

2009_theod_ritsos_banner