Του Γιάννη Παναγόπουλου //

Την Ελένη Γκίκα τη γνώρισα ως δημοσιογράφο στην εφημερίδα Έθνος. Όσα βιβλία και να γράψει, ως δημοσιογράφο θα τη βλέπω. Στην εφημερίδα έμπαινε πρώτη έφευγε τελευταία. Και από τη στιγμή που καθόταν στο γραφείο η σχέση της με τον κόσμο αποκτούσε διαστάσεις. Έμενε σιωπηλή. Έγραφε διαρκώς. Για εκείνη ακόμα και ένα μονόστηλο ήταν ένα μικρο σύμπαν που πάνω του έπρεπε να εξελιχθεί μια ζωή. Η Ελένη έχει πλούσιο συγγραφικό έργο. Και τον Φεβρουάριο θα κυκλοφορήσει ένα νέο βιβλίο. Η “Ωραία της νύχτας” – εκδόσεις Διάπλαση. Πέρα από τις δράσεις που εξελίσσονται εντός του είναι η πρώτη φορά που μπαίνει στη δοκιμασία να περιγράψει τον τόπο που ζει, το Κορωπί, τους ανθρώπους του, τους “αντιήρωες” μιας πόλης που είπαν τις κατάλληλες λέξεις, είχαν εκείνη την άποψη ζωής για να συνομιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο με την καρδιά της. Εκτός των άλλων, σήμερα η Ελένη Γκίκα ανήκει στην εκδοτική ομάδα του fractalart.gr. Ιστότοπου που δίνει βήμα σε νέους συγγραφείς, ποιητές και καταγράφει τον κόσμο του βιβλίου με τον δικό του γεμάτο πάθος τρόπο.

-Στο τελευταίο σας βιβλίο ασχολείστε πολύ με τον τόπο σας. Θέλετε να μας περιγράψετε τη σχέση που έχετε αναπτύξει μαζί του;

-Είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι με τον τόπο μου. Παρότι γνωρίζω ότι ο Τόπος είναι ισάξιος πρωταγωνιστής στα πάντα: τα κάνει όλα αλλιώς, μας κάνει εκείνους που γίναμε.
Η σχέση μου με τον τόπο μου είναι μια μυστήρια ιστορία. Παρότι δεν έφυγα σχεδόν ποτέ, παρά μόνο τα χρόνια των σπουδών, αντιμετώπισα τον τόπο μου και το πατρικό μου περίπου σαν ξενοδοχείο. Για να έρθει η κρίση και να τα κάνει όλα αλλιώς. Ξαναγύρισα και αναγκάστηκα να ξαναδώ ποια ήμουν πρωταρχικά, βρήκα επιτέλους τη θέση μου στα χωράφια, στα σπαρτά και στη γειτονιά, αντιμετώπισα τη σχέση πάθους με τον τόπο μου θέλοντας και μη μετωπικά και επιτέλους αισθάνθηκα, κατανόησα, πόνεσα, χάρηκα μέχρι τα βάθη μου, υποσχέθηκα στους παλιούς συμμαθητές μου να γράψω κάτι για μας. Ε, νομίζω πως πια ήρθε η ώρα. Για να πω με σθένος ότι για την παραβατικότητα και την υπερβολή του αγαπώ τον τόπο μου, εκείνα που του καταλογίζουν αρνητικά είναι όσα λατρεύω. Ίσως γι’ αυτό και να άργησε ετούτη η συνάντηση. Δεν είχα καμία όρεξη να τον επαινέσω για τα αμπέλια, τις προκοπές, τις αξιοπρέπειες και τα καμαρόσπιτα, αλλά συγκλονίστηκα από τα φονικά, την αρχαία Σφηττό, τις πανάρχαιες σπηλιές στον Υμηττό, τα αλλόκοτα εκείνα που εν τέλει και με χαρακτηρίζουν. Είμαι ο Τόπος μου γι’ αυτό κι έπρεπε πρώτα να φύγω μακριά. Αφού και σε αυτή εδώ την ιστορία του Τόπου μου η αφηγήτρια από μακριά και από θέση ασφαλείας τον αντικρίζει. Στο τέλος επιστρέφεις, αφού από Οδυσσέας στο μεταξύ έχεις γίνει Κανένας.

-Το τελευταίο σας βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα;

-Είναι το δεύτερο βιβλίο μου που είναι και δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα. Έχει φόνους αλλά δεν έχει αστυνόμους. Τα όρια του Καλού και του Κακού συγχέονται, γνωρίζουμε τον φονιά εκ των προτέρων, υπάρχει και στα δύο έγκλημα και τιμωρία, υπάρχει λύτρωση, θα έλεγα μάλλον ότι είναι και τα δυο πιο κοντά στην αρχαία τραγωδία. Όπως στην «Ωραία της νύχτας» και στο μυθιστόρημα «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» τα φονικά ήταν κάτι σαν μοίρα. Αλλά λατρεύω και το αστυνομικό μυθιστόρημα και αυτό που γράφω ναι, έχει έναν αφελή υπέροχο αστυνόμο. Και δύο κυρίες που λύνουν και δένουν, αλλ’ αυτά προσεχώς.

-Τι ανακαλύψατε για σας γράφοντας το;

-«Η Ωραία της νύχτας» είναι για μένα σαν μαγική εικόνα. Το δικό μου Σολάρις, αντανακλά όσα είμαι ακόμα κι εκείνα που αγνοώ. Η ωραία της νύχτας κεντά σαν τη μάνα μου κι έχει την δική μου φωτοφοβία. Η εγγονή της η φόνισσα θα μπορούσε να είναι η κόρη μου, η μαμά της ήταν συμμαθήτριά μου. Έξω απ’ το σπίτι τους περνούσα όλα τα σχολικά χρόνια μου, τα νυχτολούλουδά τους ανάσανα κι αγάπησα, υπήρξαν για μένα η σκοτεινή πλευρά του τόπου μου, της ψυχής μου. Κι επιτέλους την αντιμετώπισα, αναμετρήθηκα μαζί της και τολμώ να πω πως την αγάπησα. Όταν κυκλοφορήσει, είμαι σίγουρη ότι οι εκπλήξεις για μένα θα είναι συνεχείς κι αναπάντεχες, αλλά για να το γράψω μάλλον θα τις αντέξω, ήρθε η ώρα.

-Πόσο συγγραφική είναι η δημοσιογραφική σας γραφή και πόσο δημοσιογραφική γραφή εμπεριέχει το συγγραφικό σας έργο;

-Θα ξεκινήσω απ’ τα σίγουρα: δεν είναι φιλολογίζουσα που απεχθάνομαι ούτε η δημοσιογραφική μου γραφή ούτε η λογοτεχνία. Απεχθάνομαι εκείνα τα απαράδεκτα καλολογικά του σχολείου, τις άγνωστες λέξεις, τα μεγάλα λόγια, η λεξιλαγνεία δεν μπορεί να είναι ούτε δημοσιογραφία ούτε λογοτεχνία. Έχω περιπέσει στο λάθος να λογοτεχνίζουν οι κριτικές μου παλιότερα, πια δεν το καταδέχομαι. Ωστόσο εξακολουθώ να παραθέτω στοιχεία σαν από δημοσιογραφικές έρευνες σε όλα μου τα βιβλία. Έχουν δοκιμιακά μέρη αναμφίβολα. Και όσο για την «Ωραία της νύχτας» διαθέτει εγκιβωτισμένα δημοσιογραφικά ντοκουμέντα. Τα φονικά έγιναν. Και τα αποσπάσματα των εφημερίδων ήταν κάτι σαν χορός τραγωδίας.

-Πόσους ήρωες έχει το νέο σας βιβλίο; Με ποιον από αυτούς θα λέγαμε πως αισθανθήκατε πραγματικά κοντά του;

-Η Ωραία της νύχτας είναι πολυπρισματικό βιβλίο. Την ιστορία μάς την αφηγείται εκείνη που γράφει αλλά και οι δυο που την βίωσαν, τιμωρούνται και τιμωρήθηκαν, στο μεταξύ εγκιβωτισμένη διαβάζουμε ως μυθιστόρημα και την ίδια την ιστορία. Έχω τρέλα με την δομή των μυθιστορημάτων μου. Σχεδόν σαν εξίσωση χωρίζω κεφάλαια, υποκεφάλαια. Τι εννοώ…
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη. Κάθε μέρος περιλαμβάνει έντεκα κεφάλαια, κάθε κεφάλαιο τέσσερα υποκεφάλαια, χωρισμένα με υπότιτλους για να είναι πιο ευκρινή.
Είναι
«Η ωραία της νύχτας»: που είναι το μυθιστόρημα, αποτελώντας ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, είναι η φόνισσα όπως την συναντά η αφηγήτρια καθημερινά στο χαρτί.
Είναι
«Εκείνη που είναι καταδικασμένη να εξιστορεί», έτσι έμαθε, να είναι παρατηρητής μια ζωή της ζωής, δεν έχει, δεν ξέρει άλλον τρόπο ζωής,
Είναι η
«Μιράμπιλις Τζαλάπα» η γήινη μαμαδίστικη δική της Φωτεινή, με τους κήπους και τα παράξενα φυτά της, με τα αρχετυπικά κεντητά της, τα παραδοσιακά φαγητά της, τα θεραπευτικά βότανα που της ξαναμαθαίνει τη ζωή.
Και είναι και
«Εκείνο το κορίτσι που το είπαν φόνισσα», η Νικολέτα η εγγονή της φόνισσας, έγκλειστη που προσπαθεί να καταλάβει και να θυμηθεί. Το πώς τον γνώρισε μέσα από το συμβολισμό που είχαν τα λουλούδια στο ανθοπωλείο όπου δούλευε κι εκείνος της χάριζε, τι είναι ο Τόπος της που ευνοεί το Κακό κι όλη αυτή την παραφορά μια ζωή. Τη γιαγιά της, που ποτέ δεν συνάντησε.
Και είμαι παντού. Αλλά πιο κοντά στη Μιραμπιλίτσα. Αυτήν αγάπησα. Η ιστορία της με συντάραξε και μάλλον είναι κι εκείνη που με επέλεξε για να αφηγηθώ την δική της ζωή, ιστορία.

Ελένη Γκίκα Βιογραφικό
Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Αντί, στις Εικόνες, στο Έθνος και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983 έως το 2017, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 37 βιβλία της. Δεκαπέντε μυθιστορήματα, δώδεκα ποιητικές συλλογές, τρεις συλλογές με διηγήματα, ένας τόμος με συνεντεύξεις και έξι παραμύθια. Ανάμεσα στα έργα της: «Το αίνιγμα του άλλου», «Υγρός Χρόνος», «Αιώνια επιστροφή», «Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας» [υποψήφιο για το βραβείο Αναγνωστών το 2012], «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ», «Λίλιθ- από Γράμμα σε γράμμα», «Το γράμμα που λείπει», «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης», «Εν ύπνω» κ.α. Τα παραμύθια «Το μυστικό της μαγικής τσαγιέρας», «Η Νεφέλη στο νησί του Παντός», «Η ζωγραφιά που ταξιδεύει», «Οι μουσικές της Αρασέλης», «Η κούκλα που ονειρεύτηκε την Έλενα».

Από τις εκδόσεις Διάπλαση κυκλοφορεί το 16ο μυθιστόρημά της «Η ωραία της νύχτας» που είναι και το 38ο βιβλίο της.

Άρθρα, συνεντεύξεις και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά [Περίπλους, Διαβάζω, Νέα Ευθύνη, diastixo, diavasame, Literature κ.α.]

Ανήκει στην εκδοτική ομάδα του διαδικτυακού περιοδικού Fractal, έχει την επιμέλεια της ελληνικής πεζογραφικής σειράς στις εκδόσεις Διάπλαση και γράφει για βιβλία στην εφημερίδα Φιλελεύθερος.

“Η ωραία της νύχτας” – Μια εισγωγή

«Το μεγάλο και το ακατανόητο το ζεις. Φραγκοδίφραγκα θα είναι πάντοτε εκείνα που γράφω. Καταλαβαίνω καλύτερα τη σιωπή. Είναι η μόνη παράφορα εύγλωττη, η μόνη αξιοπρεπής. Αλλ’ άνοιξε ο χρόνος κι έχουν γίνει κουβάρι ό,τι θυμάμαι, ό,τι συμβαίνει κι εκείνο που κρύβεται αινιγματικά μια ζωή. Τον πονάω τον τόπο μου. Είμαι ο τόπος. Ξερολιθιά στις ξερολιθιές.»
Και είναι η είδηση του Καλοκαιριού: ένα νέο κορίτσι, 27 χρονών, σκοτώνει την πρώην γυναίκα του συντρόφου της. Η γιαγιά της στα 27 της έκαψε τον άντρα της 53 χρόνια πριν. Η αφηγήτρια, «περνώντας από το σπίτι της φόνισσας» για να πάει στο σχολείο όταν ήταν παιδί, θα προσπαθήσει να συναντήσει τη γιαγιά – φόνισσα που την στοίχειωσε με τον μόνο τρόπο που ξέρει, δηλαδή, «στο χαρτί». Αλλ’ η ζωή θέλει Ζωή για ν’ αποκαλυφθεί.
Το χρονικό δυο φόνων, μια μικρή οικογενειακή σάγκα, η ιστορία ενός τόπου, το τι ακριβώς σημαίνει «υποθηκευμένη ζωή». Η οργανική σχέση του συγγραφέα με τους ήρωες και την ιστορία του.
Μέσα από τις αφηγήσεις τριών γυναικών, η σχέση μάνας- κόρης, η μοίρα της γυναίκας, η αρρώστια του έρωτα, η επιθυμία, η ενοχή, η προσωπική ιστορία που σχεδόν καθορίζεται από τον τόπο και τον χρόνο για να γίνει μετά από επεξεργασία εσωτερική κι εξωτερική, οικουμενική. Με εγκιβωτισμένα ντοκουμέντα από τις εφημερίδες, αποκόμματα και σημειώσεις για θεραπευτικά φυτά και βοτάνια, για ασθένειες έρωτα, και πάνω απ’ όλα τα μυστικά ενός τόπου που χρονολογείται από παμπάλαια εποχή.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι δυο φόνοι, δυο έρωτες, ένα μυθιστόρημα, ένας κήπος και ένας Τόπος. Ένας Τρόπος ζωής.