
Άρης Ρέτσος – Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο ηθοποιός παραμένει επίκαιρος. Το Cinobo προβάλλει την πλήρη φιλμογραφία του σκηνοθέτη Νίκου Παπατάκη. Στην ταινία “Η Φωτογραφία” (1986) -για παράδειγμα- πρωταγωνιστούν ο Χρήστος Τσάγκας και εκείνος.
Ο Ρέτσος, που κάποτε κυκλοφόρησε ως η μεγάλη ελπίδα του ελληνικού θεάτρου-σινεμά, μιλά σπάνια. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε πριν χρόνια (2018) μας άπλωσε την άποψή του για το θέατρο, το σταρ-σύστεμ, τη ζωή. Μέσα από το λόγο του ανακαλύπτεις έναν άνθρωπο που ποτέ δεν «διαπραγματεύτηκε» το καλλιτεχνικό του όραμα.
Για μια τιμημένη υποκειμενικότητα ζούμε. Αυτή λάμπει όταν όλα μοιάζουν ίδια. Αυτή είναι το πραγματικό μας αποτύπωμα. Να σου πω την αλήθεια, τη βαθιά και ταπεινή και υποκειμενική αλήθεια, το να μιλήσω κάποια στιγμή με τον ηθοποιό Άρη Ρέτσο ήταν απωθημένο που βαστούσε δεκαετίες και έμενε αξεθώριαστο στο διάβα του χρόνου.
Όταν τον είδα στους “Οι Απέναντι” του Πανουσόπουλου ήταν σαν να έχω βρει τον σούπερ αντιήρωα των 80’s. Το απολωλός πρόβατο του μαύρου καλλιτεχνικού πάνθεον. Τον τύπο που μισεί την κολακεία, την κλίκα γιατί απλά θέλει να κριθεί για την τέχνη του. Και θυμάμαι κάποτε στο σχολείο πως τα κορίτσια, όταν έπαιζε τον μελαγχολικό γόη στην Αστροφεγγιά, έλιωναν στην εικόνα του. Τώρα που τα λέω όλα αυτά ο Άρης μπορεί να λέει: “Τι λέει ο μαλάκας. Αλλού θέλω να πάει το πράγμα”, αλλά στο όνομα της υποκειμενικότητας δεν θα του κάνω τη χάρη.
Η καριέρα του Άρη Ρέτσου σε κινηματογράφο, τηλεόραση, θέατρο είναι ένα ατέρμονο μπες – βγες. Πότε δεν έγινε το αστέρι που υποσχέθηκε πως θα γινόταν. Τις φορές που κάθισε απέναντι σε κινηματογραφική κάμερα ή πάτησε θεατρική σκηνή γνώριζες πως θα μπορούσε να παίξει τα πάντα γιατί τα πάντα μπορεί να τα συμπυκνώσει με μια κίνηση, με έναν μορφασμό στο πρόσωπό του. Η συνέντευξη με τον Άρη Ρέτσο έγινε σε μαγαζί στο Μοναστηράκι που το στέρεο έπαιζε σκυλάδικα για περαστικούς τουρίστες.
-Το βιογραφικό σου είναι γεμάτο από μπες – βγες στον θεατρικό και κινηματογραφικό χώρο. Εμφανιζόσουν και εξαφανιζόσουν χωρίς ωράριο. Όταν το κοινό εξοικειωνόταν μαζί σου εσύ το εγκατέλειπες. Και όταν σε ξέχναγε εσύ εμφανιζόσουν, έπρεπε να το κερδίσεις από την αρχή. Γιατί έτσι Άρη;
Το να δίνεις υποσχέσεις είναι μια άποψη που αφορά περισσότερο εκείνους που σε παρακολουθούν. Ξεκίνησα ηθοποιός, εκπαιδεύτηκα, στην πορεία μου έκανα επιλογές. Δεν ξέρω πώς τις κρίνεις εσύ ή οι άλλοι. Τις φορές που έλειπα από το προσκήνιο έκανα δικά μου πράγματα. Μελετούσα τραγωδίες, έπινα ουίσκι, ζούσα καταστάσεις που για μένα έπρεπε να τις ζήσω. Πρέπει να μπαίνεις και να βγαίνεις στον χώρο αν θέλεις να κρατήσεις μια γραμμή. Και αυτό πρέπει να γίνεται με όλες τις επιπτώσεις που θα σταθούν μπροστά σου.
-Ήταν καθαρή δική σου επιλογή λοιπόν αυτό το μπες – βγες…
Ακριβώς. Καθαρή επιλογή. Γιατί και τότε και σήμερα δεν υπάρχουν κανόνες στη θεατρική τέχνη. Αν δούμε το θέατρο του χτες και του σήμερα υπάρχει μια βαθιά υπόκλιση στη γερμανική σχολή που δεν μου λέει και πολλά. Αν ήταν να παραμείνω στη θεατρική επικαιρότητα θα έπρεπε να δουλέψω ή με τον Βογιατζή, ή με τον Χουβαρδά ή με τον Μαρμαρινό. Αυτοί είναι εκφραστές μιας θεατρικής λογικής που διατηρώ κάθετη διαφωνία γύρω από τους τρόπους ανάπτυξής της στη σκηνή.
-Δηλαδή ανάμεσα στη διαφωνία με μια λογική θεατρικής εξέλιξης και τη σιωπή επέλεξες το δεύτερο;
Κοίτα, αν έμενα με τους όρους του θεατρικού κατεστημένου έπρεπε να υποκύψω είτε στον λαϊκισμό, δηλαδή τη μπαλαφάρα, την επιθεώρηση και τρέχα γύρευε, ή να κάνω το ίδιο πράγμα στα τρέχοντα πολιτικά κομματάκια, τους πολιτικοποιημένους θιάσους. Επί Πασοκ η επιθεώρηση αποθεώθηκε, της δόθηκε πρόσφορο έδαφος να συμβεί αυτό. Και από την άλλη υπάρχουν και υπήρχαν οι κλειστές ομάδες του κινηματογράφου. Ξέρεις κάτι, έχω ολοκληρώσει τα γυρίσματα μιας ταινίας εδώ και χρόνια και είναι σαν να μην έχω κάνει τίποτα. Λες και βρίσκομαι στη χώρα μηδέν. Δεν έχω λεφτά να το κάνω εγώ. Γνωρίζω πολύ κόσμο. Νόμισα πως ένα τηλέφωνό μου σε κάποιον από τους ανθρώπους που είχαμε συνεργαστεί θα ήταν αρκετό να τους κινητοποιήσει. Να ολοκληρωθεί ας πούμε το μοντάζ. Κανένας δεν ανταποκρίθηκε. Είναι σαν να κατέβηκα σαν μετανάστης στην Αθήνα χτες, δίχως να γνωρίζω κανένα. Και αυτό δεν στοχεύει μόνο για μένα. Υπάρχει πολύς κόσμος που αισθάνεται έτσι. Πελαγοδρομώ ανάμεσα στην επιθυμία μου και την ανάγκη μου να υπάρχω. Είμαι ένα διαρκές «να μείνω ή να μη μείνω».
-Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στις άλλες τέχνες που αναπτύσσονται εντός Eλλάδας;
Ακριβώς. Η μουσική είναι ένα ακόμα παράδειγμα. Υπάρχει η σχολή Χατζιδάκι, όμως εδώ στη χώρα αυτή οτιδήποτε θετικό συμβαίνει, από ένα σημείο και μετά φορμάρεται, καλουπώνεται και αρχίζει να γίνεται κακή χρήση από ατάλαντους και από άσχετους για να πάρουν μια πρόφαση ύπαρξης, να χτίσουν το προφίλ τους. Ακούς απλώς την τοποθέτηση της φωνής πολλών που μιλούν για τον Χατζιδάκι και σου είναι αρκετό να καταλάβεις πως πρόκειται για ανθρώπους που όταν βγαίνουν στο δρόμο θα λειτουργούν με βία απέναντι στους άλλους ή εκείνους που θεωρούν πως απειλούν τη δανεική μοναδικότητά τους. Η δική μου άποψη είναι πολύ συγκεκριμένη. Δεν έχουμε κρατήσει το πολιτιστικό υπόβαθρο των αρχαίων Ελλήνων. Και δεν θα αντέξουμε για πολύ σε αυτό το διεθνιστικό ρεύμα που συμπαρασύρει τα πάντα. Δεν ξέρω αν ο πολιτισμός που παράγουμε σήμερα θα μας κρατήσει σε 150 χρόνια από τώρα. Γενικώς, ο πνευματικός μας κρίκος δεν είναι απλώς σκουριασμένος, είναι κάτι περισσότερο, σπασμένος. Πια, σήμερα, αν θέλεις να πεις μια πρόταση θα διαλέξεις την απλούστερη και πιο γρήγορη διατύπωση για να γίνεις αντιληπτός.
-Αυτό συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα;
Η μόνη αξία που μπορεί να κρατήσει τη κοινωνική μας συνοχή είναι το πνεύμα. Το πολιτιστικό αγαθό που παράγουμε. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει.
«Το 1983 ήμουν στο Παρίσι για τα γυρίσματα της ταινίας “Φωτογραφία” του Νίκου Παπατάκη. Μαζί μου είχα πάρει και κείμενα του Σοφοκλή. Ξεκίνησα να τα διαβάζω στα διαλείμματα των γυρισμάτων. Ο Αίαντας, η Ηλέκτρα με συγκλόνισαν. Και ξαφνικά, ενώ ήμουν σε μια ξένη χώρα, σε ένα δωμάτιο που δεν είχα τι να κάνω, πού να πάω, γιατί είχαμε και τα γυρίσματα, ανακάλυψα ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν που θεώρησα πως κανένας δεν είχε ακουμπήσει θεατρικά, πραγματικά ποτέ.»
-Πότε ξεκίνησε το πάθος σου με το κλασικό θέατρο;
Το 1983-1984 είχα την πρώτη μου επαφή. Τα χρόνια της σχολής δεν τα αναφέρω. Τα έχω αρνηθεί. Δεν ανέβαινα καν να παίξω τραγωδία όταν με καλούσαν οι καθηγητές μου. Το αρνιόμουν.
-Γιατί;
Γιατί πίστευα πως αυτό που κάναμε δεν είχε σχέση με τη συνολική λειτουργία της τραγωδίας.
-Πες μας περισσότερα για την εποχή που βούτηξες στην τραγωδία.
Ήταν λοιπόν 1983-1984. Η καριέρα μου είχε ξεκινήσει νωρίτερα και ήμουν γεμάτος φιλοδοξία. Ήθελα να διακριθώ. Ήθελα να ξεχωρίσω. Τα σενάρια έρχονταν στο σπίτι μου το ένα μετά το άλλο. Ήταν κάτι θεματάκια, κάτι ιστοριούλες χωρίς μεγαλοσύνη. Το 1983 ήμουν στο Παρίσι για τα γυρίσματα της ταινίας “Φωτογραφία” του Νίκου Παπατάκη. Μαζί μου είχα πάρει και κείμενα του Σοφοκλή. Ξεκίνησα να τα διαβάζω στα διαλείμματα των γυρισμάτων. Ο Αίαντας, η Ηλέκτρα με συγκλόνισαν. Και ξαφνικά, ενώ ήμουν σε μια ξένη χώρα, σε ένα δωμάτιο που δεν είχα τι να κάνω, πού να πάω, γιατί είχαμε και τα γυρίσματα, ανακάλυψα ένα ολόκληρο ποιητικό σύμπαν που θεώρησα πως κανένας δεν είχε ακουμπήσει θεατρικά, πραγματικά ποτέ.
-Δεν έβγαινες στην πόλη;
Να σου πω κάτι. Δεν τρελάθηκα για το Παρίσι. Όλοι μιλούσαν με καλά λόγια για εκείνο αλλά εμένα δεν μου είπε κάτι. Παραμύθι ήταν και αυτό. Εκεί ήταν αρκετό να διαβάσω πέντε-έξι γραμμές από τον Αίαντα ή τον Οιδίποδα και να νιώσω πλημμυρισμένος ηρεμία. Συγκλονίστηκα και μετά αναρωτήθηκα «τι κάνουμε εμείς εδώ τώρα ρε;» Με είχε συνεπάρει η ανάγνωση των κειμένων εκείνων, ένιωσα πως είχα επιτέλους συστηθεί σε μια πραγματική τέχνη. Στη προηγούμενή μου ζωή είχαν συμβεί διαφορά. Αναζητούσα έντονα μια τέχνη για να μπορέσω να βιώσω, να συνδεθώ και μετά να τη μεταφέρω στο κοινό. Για μένα ο ηθοποιός πρέπει να είναι γειωμένος με την τέχνη στο μέγιστο. Εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα πήγαινα και ίσως ήμουν πρωταγωνιστής. Δηλαδή έπρεπε να μείνω για πάντα παιδί. Να ζω στα προάστια και να πίνω ουίσκι κάθε βράδυ με τους ίδιους ανθρώπους.
-Τα έζησες όλα αυτά…
Λίγο ναι.
-Τα ευχαριστήθηκες;
Πάρα πολύ. Μέχρι τώρα με κυνηγάνε. Θα σου πω μετά τι εννοώ..

-Το 1983 είσαι στο Παρίσι για τα γυρίσματα της ταινίας του Νίκου Παπατάκη. Και μετά….
Σκέφτηκα πως θα μπορούσα παίζοντας ως πρωταγωνιστής σε ταινίες, τηλεόραση και θέατρο να προωθήσω μια άλλη άποψη, έναν άλλο θεατρικό δρόμο. Έφαγα τα μούτρα μου. Η βροχή δεν ήταν απλώς δυνατή, έπεσαν καρεκλοπόδαρα. Ξέρεις, στη ζωή μου είχα δει Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν, Παζολίνι, Φελίνι. Αυτών οι δουλειές υπήρχαν μέσα μου. Και εδώ κινηματογραφικά ερμηνεύαμε τη βαλκανική σκοτεινιά που φτάνει ως σήμερα με τον Λάνθιμο.
-Θεωρείς πως ως τη στιγμή του Παρισιού, που άρχισες να μελετάς Σοφοκλή και άλλους τραγικούς ποιητές, η ζωή σου εντός επαγγέλματος ήταν γεμάτη καλλιτεχνικούς εξαναγκασμούς;
Είναι κάτι πιο απλό. Δεν με έπειθε αυτή η ζωή του πρωταγωνιστή όπως την είχαμε συλλάβει στην Ελλάδα. Το να χρησιμοποιείς την τέχνη σου απλώς για να φλερτάρεις ή να κοιμηθείς με κάποια ή να αποκτήσεις κάτι το θεωρούσα ξεφτίλα. Δεν τα είχα ανάγκη όλα αυτά. Με ενδιέφερε η τέχνη. Όχι με τη λογική που την προσεγγίζει ένας φιλότεχνος. Αν δεν υπάρχει τέχνη θα υπάρχει χάος. Και αυτό ισχύει και για την προσωπική μου ζωή. Αν δεν πήγαινα ηθοποιός θα πήγαινα στις πολεμικές τέχνες. Θα πήγαινα οπουδήποτε λαμπυρίζει τέχνη για να καθαρίσω από αυτό το ακαθάριστο υλικό που μαζεύουμε καθημερινά μέσα και έξω μας.
-Και κάποια στιγμή επιστρέφεις από το Παρίσι στην Αθήνα. Και τότε τι;
Επιτυχία και όλα τα παρελκόμενα. Τίτλοι του τύπου “Ο νέος φέρελπις του Ελληνικού σινεμά”. Αυτά δεν σταματούν ποτέ. Υπήρξαν πριν από μένα. Υπάρχουν και σήμερα.
«Ξέρεις, η αγωνία μου τότε ήταν μια και συγκεκριμένη. Να ενταχθώ σε μια μεγάλη τέχνη. Αν δεν το έβρισκα στο θέατρο θα πήγαινα στη γλυπτική. Και αν δεν το έβρισκα σ’ εκείνη θα το έβρισκα στις πολεμικές τέχνες. Ήθελα κάτι που θα λειτουργούσε ομαδικά χωρίς να είμαι ο μπροστινός. Ήθελα τη μεγάλη τέχνη. Εκείνη είχε σημασία για μένα.»
-Και αρχίζεις να κάνεις δικά σου πράγματα;
Όχι δικά μου ακριβώς. Ξέρεις, η αγωνία μου τότε ήταν μια και συγκεκριμένη. Να ενταχθώ σε μια μεγάλη τέχνη. Αν δεν το έβρισκα στο θέατρο θα πήγαινα στη γλυπτική. Και αν δεν το έβρισκα σ’ εκείνη θα το έβρισκα στις πολεμικές τέχνες. Ήθελα κάτι που θα λειτουργούσε ομαδικά χωρίς να είμαι ο μπροστινός. Ήθελα τη μεγάλη τέχνη. Εκείνη είχε σημασία για μένα.
-Ποιο ήταν το πρώτο βήμα που έκανες σ’ εαυτή την κατεύθυνση;
Σταματάω να είμαι αναλώσιμος. Αρνούμαι κάθε πρόταση που έρχεται. Όλες τους ήταν του στυλ “είσαι κάπου μόνος, συναντιέσαι με έναν άλλο που είναι και αυτός και η σχέση σας γίνεται ταινία”. Γελοιότητες. Έχω δει Ρώσους ηθοποιούς, μεγάλους ηθοποιούς, έχω δει κινηματογράφο και λέω πως όλα αυτά που ο Ελληνικός κινηματογράφος πρότεινε στο κοινό είναι μια αθλιότητα. Την ίδια περίοδο, που λες, δεν είχα να πληρώσω το νοίκι μου. Σοβαρά στο λέω. Από την άλλη άρχισα να δουλεύω ασταμάτητα. Μπήκα στο τάι – τσι, καταλάβαινα πως έπρεπε να δουλέψω μέσα μου. Γιατί στις συνθήκες που ζούσα ως εκείνη τη στιγμή ή μου πρότειναν να είμαι, αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω. Δεν είχα καμιά όρεξη να κάνω ένα θίασο που θα επαναλαμβανόταν διαρκώς. Μαζί με το τάι – τσι, άρχισα ν’ ακούω μουσικές, να ψάχνω διαρκώς δρόμους, να καταλάβω τι είναι τα χορικά. Αυτός ο δρόμος είναι που με στήριξε σοβαρά και υπαρξιακά. Γιατί υπάρχει ένας χώρος δημιουργίας προς τα έξω και ένας άλλος προς τα μέσα. Αν τον προς τα μέσα δεν τον ενδυναμώσεις, δεν τον ανακαλύψεις, δεν μπορείς προς τα έξω να κάνεις κάτι. Και εγώ επέμενα σ’ αυτό. Μου έλειπαν πάρα πολλά πράγματα. Από τη σχολή δεν πήρα τίποτα. Τα παραδείγματα γύρω μου δεν έλεγαν τίποτα.
-Πόσα χρόνια κράτησε αυτή η δουλειά;
Mε κρατά ως σήμερα. Ο χώρος της τραγωδίας είναι πραγματικά ζωογώνος. Περιέχει απίστευτη δύναμη. Ούτε ψωνίζεσαι, ούτε τρελαίνεσαι μελετώντας τη. Για μένα τραγωδία χωρίς μουσική δεν υπάρχει. Έπαιζα σαξόφωνο. Άκουγα τζαζ, ινδική μουσική, μουσική αρχαίων φυλών. Ήμουν ανοιχτός σε οτιδήποτε θα μπορούσε να μου παρέχει μια καλλιτεχνική δομή όπως την εννοούσα. Όσο ο καιρός περνούσε άρχισα να αποχωρίζομαι όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα και μάλιστα πληρώνοντας το κόστος και επιλέγω να ζω στα Εξάρχεια γιατί μέσα τους μπορώ να έχω αυτή τη χαλαρότητα που επιθυμώ. Να ζω χωρίς συγκρούσεις με τους γύρω μου.

-Μένεις ακόμα στα Εξάρχεια;
Όχι. Μένω σε άλλη περιοχή.
«Πήγαινα και έπαιζα χορικά σε διάφορα μέρη. Σε νησιά ή όπου αλλού μπορούσα. Κάποιοι αυτό το θεώρησαν και ύβρη λέγοντας πως χρησιμοποιώ αυτά τα μεγάλα κείμενα για να τη βγάζω. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Για μένα όσα έκανα ήταν μια πρόταση. Έπαιζα μόνος και έλπιζα πως μετά θα με πλησίαζαν άνθρωποι που θα ήθελαν να πάρουν μέρος σ’ αυτό που κάνω. Το πλαίσιο όμως ήταν τόσο καθορισμένο που κάποια στιγμή κατάλαβα πως δεν είχαν νόημα όσα έκανα. Εγώ ήθελα τη συμμετοχή των ανθρώπων στις παραστάσεις μου αλλά κανείς δεν θέλησε να συμμετέχει.»
-Μένοντας εκτός κυκλώματος πως κέρδιζες τα προς το ζην;
Και εγώ τώρα που το σκέφτομαι δεν έχω ιδέα πώς την έβγαλα. Πήγαινα και έπαιζα χορικά σε διάφορα μέρη. Σε νησιά ή όπου αλλού μπορούσα. Κάποιοι αυτό το θεώρησαν και ύβρη λέγοντας πως χρησιμοποιώ αυτά τα μεγάλα κείμενα για να τη βγάζω. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Για μένα όσα έκανα ήταν μια πρόταση. Έπαιζα μόνος και έλπιζα πως μετά θα με πλησίαζαν άνθρωποι που θα ήθελαν να πάρουν μέρος σ’ αυτό που κάνω. Το πλαίσιο όμως ήταν τόσο καθορισμένο που κάποια στιγμή κατάλαβα πως δεν είχαν νόημα όσα έκανα. Εγώ ήθελα τη συμμετοχή των ανθρώπων στις παραστάσεις μου αλλά κανείς δεν θέλησε να συμμετέχει. Όποτε το σταμάτησα όλο αυτό. Ήθελα να περάσω μια πρόταση μπας και υπάρξουν συνοδοιπόροι σ’ αυτό που έκανα.
-Το 1993 και μετά από 7 χρόνια σιωπής επιστρέφεις θεατρικά στο Εμπρός παίζοντας τον Αίαντα σε αρχαίο κείμενο….
Όταν δουλεύεις μεγάλα πράγματα δεν αποφασίζεις εσύ πότε μπαίνεις και πότε βγαίνεις από μια κατάσταση, αυτό γίνεται μόνο του. Όταν δουλεύεις μεγάλα πράγματα δεν καταλαβαίνεις πόσων χρονών είσαι, πόσο έκατσες έξω, ούτε αν γύρισες ή πότε γύρισες στα πράγματα.
-Έβγαινες στη σκηνή με ένα έγχορδο όργανο.
Ήταν η πρόταση που έλεγα προηγουμένως. Η παράσταση εκείνη ακούστηκε. Ήρθε ως θεατής και ο Χατζιδάκις. Ενθουσιάστηκε. Αν κατάφερνα μόνος να παρουσιάσω μια άποψη για την τραγωδία φαντάσου τι θα μπορούσε να είχε γίνει αν αυτό γινόταν οργανωμένα και με περισσότερους ανθρώπους να συμμετέχουν. Δεν τα κατάφερα.
-Η παράσταση που λες σηματοδοτεί όμως την επιστροφή σου στο Θέατρο.
Ναι. Και μου γίνονται διάφορες προτάσεις. Να παίξω τον Τειρεσία στην Επίδαυρο. Το αρνήθηκα. Δεν θα μπω στην Επίδαυρο με τον τρόπο που μου προτείνουν. Θα μπω με οργανωμένο θίασο. Με δουλεμένα όλα τα μέτρα από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπω σ’ ένα θέατρο με την άποψη πως όλα κινούνται γύρω από το πάθος που διακρίνει τον ένα και μοναδικό πρωταγωνιστή. Τον ένα και μοναδικό ήρωα. Έτσι ανεβαίνουν τα έργα. Μένουν στους πρωταγωνιστές και όλα τα υπόλοιπα απλά υπάρχουν ως διακόσμηση. Αυτή η διαίρεση αδικεί το ίδιο το έργο.
-Με ένα τέτοιο τρόπο σκέψης ακυρώνεις σκηνοθέτες, ηθοποιούς, τις θεατρικές απόψεις που καταθέτουν στη σκηνή.
Θα το πω όσο πιο καθαρά μπορώ. Δεν έχει προχωρήσει το θέμα της τραγωδίας από τον πέμπτο αιώνα και μετά. Αυτή είναι η άποψή μου. Τώρα έχουν μπει απ’ όλες τις πόρτες σύμβολα, νοήματα, συνειρμικά έχουν γίνει όλα αλλά δεν έχουμε καταλάβει το νόημα του θέματος της ίδιας της τραγωδίας. Ξεκινά με φόρμες τελείως ονειρώδεις, διακριτικά. Είναι σαν να παίρνει το θεατή από το χέρι και σιγά – σιγά τον βάζει στα δύσκολα. Υπάρχει θρησκευτικός σεβασμός στον θεατή γιατί θα μπει σε δοκιμασία. Ποια είναι αυτή; Όταν αρχίζουν οι ρυθμοί και διασπώνται, διαθλώνται υπάρχει ένα σοκ. Γίνεται μια αναβάθμιση της κατανόησης και της αντιληπτικότητάς του. Αυτό ήταν η τραγωδία. Η αναβάθμιση των αισθήσεων του θεατή.
-Θεωρείς πως γεννήθηκες σε λάθος εποχή;
Όχι. Δεν το πιστεύω αυτό. Όμως περισσότερο απ’ όλα στη ζωή μου θα ήθελα να δω έστω και μια φορά την τραγωδία σε θέατρο έτσι πως την επιθυμώ. Δεν έχει γίνει ακόμα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω ένα θίασο για να προβάλω τον εαυτό μου. Να παίζω το τάδε έργο εδώ και εκεί και να καταλήξω να παίζω τον Ηλία του 16ου σήμερα. Αυτό δεν θα είχε καμία αξία.
-Οι ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού σινεμά θα κριθούν ως μέρος του ελληνικού κινηματογράφου.
Η γενιά της ελληνικής ασπρόμαυρης ταινίας έπιασε το ζητούμενο που ήθελε. Πέτυχε περισσότερο απ’ όλα τα καλλιτεχνικά είδη και όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα που πέρασαν από εδώ γιατί αυτό που αναζητούσε το πέτυχε.
-Τι αναζητούσε;
Την κωμωδία. Το τρελό. Το άναρχο αυτό χιούμορ που πέτυχε να το καταγράψει υποκριτικά. Εμείς οι δήθεν από εδώ, οι δήθεν κουλτουριάρηδες, οι δήθεν ψαγμένοι, αν φτάναμε στο ίδιο ποσοστό επιτυχίας που είχαν ο Σταυρίδης, ο Αυλωνίτης, ο Λογοθετίδης να πιάσουν το ζητούμενο της εποχής, θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Κατάλαβες τι εννοώ; Όταν βλέπω τον Σταυρίδη τον ζηλεύω. Γιατί παίζει σε έναν κόσμο, η ταινία του απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό κόσμο με άποψη και το τερματίζει. Ο Σταυρίδης κι ο Χατζηχρήστος και ο Λογοθετίδης ήταν τυχεροί. Πέτυχαν αυτό που η δική μου γενιά δεν πέτυχε.
«Ο Νίκος (σ.σ. Νικολαΐδης) με προσέγγισε για να παίξω στη Γλυκιά Συμμορία. Μου είπε πως δεν θα υπήρχε ένας πρωταγωνιστής αλλά τέσσερις. Σκέφτηκα υπέροχα. Θα είναι ωραίο πράγμα, απολαυστικό να δουλέψουμε ηθοποιοί μαζί σαν ομάδα. Πηγαίνοντας στις πρόβες είδα πως όλοι ήταν καινούργιοι στη δουλειά. Και πως εκεί δεν γινόταν κάτι σοβαρό. Ενδεχομένως όλα αυτά να ήταν φυσιολογικά, όμως εγώ ερχόμουν με τέτοια ταχύτητα που μέσα σε δέκα πρόβες έβγαλα το ρόλο. Ο Νίκος τρελάθηκε. Κάποια στιγμή είπε “κάνε πρόβα στους ηθοποιούς εσύ”. Σηκώθηκα και έφυγα. Όλο αυτό το πράγμα δεν μου έλεγε κάτι.»
-Έχεις γυρίσει και εσύ μια ταινία. Τι έγινε με αυτή;
Μιλάς για “Το Τάβλι” του Δημήτρη Κεχαϊδη. Το γύρισα μαζί με δύο καλούς ηθοποιούς τον Βασίλη Νανάκη και τον Ηλία Κούτλα. Η ταινία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί λόγω μπάτζετ. Άνθρωποι που συνεργάστηκα και γνώρισα στον κινηματογράφο μου γύρισαν την πλάτη όταν τους ζήτησα να βοηθήσουν. Και δεν λείπουν πολλά. Το τελικό μοντάζ θέλουμε να γίνει.
-Τις ταινίες που έχεις παίξει μπορείς να τις ξαναδείς σήμερα;
Εντάξει υπάρχουν κάποια θετικά πράγματα αλλά μου φαίνονται λίγες, μικρές.
-Τις αρνήθηκες εντελώς;
Έγιναν πολλά. Ο Νίκος (σ.σ. Νικολαΐδης) με προσέγγισε για να παίξω στη Γλυκιά Συμμορία. Μου είπε πως δεν θα υπήρχε ένας πρωταγωνιστής αλλά τέσσερις. Σκέφτηκα υπέροχα. Θα είναι ωραίο πράγμα, απολαυστικό να δουλέψουμε ηθοποιοί μαζί σαν ομάδα. Πηγαίνοντας στις πρόβες είδα πως όλοι ήταν καινούργιοι στη δουλειά. Και πως εκεί δεν γινόταν κάτι σοβαρό. Ενδεχομένως όλα αυτά να ήταν φυσιολογικά, όμως εγώ ερχόμουν με τέτοια ταχύτητα που μέσα σε δέκα πρόβες έβγαλα το ρόλο. Ο Νίκος τρελάθηκε. Κάποια στιγμή είπε “κάνε πρόβα στους ηθοποιούς εσύ”. Σηκώθηκα και έφυγα. Όλο αυτό το πράγμα δεν μου έλεγε κάτι.
-Ο Νικολαΐδης προσπάθησε να σε φέρει πίσω;
Ο Νίκος κατάλαβε πώς αισθανόμουν. Είχαμε πολύ καλή σχέση. Γνώριζε πως δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω. Κρατήσαμε πολύ καλή σχέση. Τώρα που τα λέμε όλα αυτά, μου είχε προτείνει και ο Βούλγαρης να παίξω στη Φανέλα με το Εννιά.
-Το ρόλο που ερμήνευσε τελικά ο Τζώρτζογλου.
Ναι, ναι. Δεν μπορείς να φανταστείς τον τρόπο που φίλτραρα τα πράγματα τότε. Μου ‘λεγαν για ρόλους σε ταινίες και εγώ σκεφτόμουν Τσέχοφ, Μπέκετ τέτοια πράγματα. Είχα φύγει.
-Και απέρριπτες προτάσεις έτσι απλά.
Ναι. Η ταινία του Παπατάκη ήταν η καλύτερη. Η πιο ελεύθερη.
-Με τον Αγγελόπουλο γιατί δεν δούλεψες;
Με τον Αγγελόπουλο βρεθήκαμε και κάτσαμε σε ένα γραφείο που είχε κάπου στην Ασκληπιού. Είδα το στοχαστικό του ύφος, μια φιγούρα που θύμιζε Καίσαρα, δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος για να του πω “Έντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ” και να φύγω. Τον εκτιμώ σε πολλές ταινίες του. Έχει κάνει πολλά μεγάλα πράγματα. Συναντηθήκαμε πριν κάνει το Μετέωρο Βήμα. Εκείνη την περίοδο όλα, μα κυριολεκτικά όλα, τα σενάρια που ανέβαιναν στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είχαν περάσει από το σπίτι μου.
(Δεν θα ξεχάσω) «Το σχόλιο του Τάσου Λιγνάδη μόλις με είδε στην πρώτη εμφάνισή μου στο έργο του Ο΄Νηλ “Μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα” με ένα θίασο άστα να πάνε. Ήμουν μόλις 19 ετών. Είχε πει “Ο Ρέτσος, αν και δεκαεννέα ετών, θα γίνει μεγάλος ηθοποιός αν παραμείνει πιστός σε αυτό που κάνει”. Σε μια πρόταση είπε τα πάντα.»
-Τι άλλο θυμάσαι από εκείνη την εποχή;
Το σχόλιο του Τάσου Λιγνάδη μόλις με είδε στην πρώτη εμφάνισή μου στο έργο του Ο΄Νηλ “Μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα” με ένα θίασο άστα να πάνε. Ήμουν μόλις 19 ετών. Είχε πει “Ο Ρέτσος, αν και δεκαεννέα ετών, θα γίνει μεγάλος ηθοποιός αν παραμείνει πιστός σε αυτό που κάνει”. Σε μια πρόταση είπε τα πάντα.
-Τι θέλεις από το σήμερα Άρη;
Ο δρόμος μου είναι ανοιχτός. Μπορεί να είναι άγνωστους για τους περισσότερους αλλά η δροσιά της δημιουργίας τονίζει τις ανάσες μου. Δίνει νόημα στο παρόν και το μέλλον. Αισθάνομαι έτοιμος, περισσότερο από ποτέ, για ερμηνεία, για μοιρασιά.