Οι περισσότεροι αναγνώστες θα αναγνώριζαν τον Αλμπέρ Καμύ από το βραβευμένο με Νόμπελ βιβλίο του “Ο Ξένος” και τη συνεισφορά του στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού και του παραλογισμού. Στην “Πτώση” ο αναγνώστης αισθάνεται τη σχολαστική προσπάθεια που κατέβαλε ο συγγραφέας για να γράψει αυτό το σκοτεινό αριστούργημα.

Γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο, το μυθιστόρημα είναι μια σειρά σπασμένων μονόλογων καθώς ο αφηγητής, Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς, αφηγείται την ιστορία της πτώσης του από την «Εδέμ» (Παρίσι) και την εξορία του στην «αστική κόλαση» του Άμστερνταμ. Ο Κλαμάνς, πρώην δικηγόρος, που περιγράφει τον εαυτό του ως «έξυπνο άτομο» αγωνίζεται να βρει νόημα στη ζωή του. Μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του και το κυρίαρχο θέμα του μυθιστορήματος είναι ο φόβος του να κριθεί. Το γέλιο είναι η επιτομή της κρίσης για τον Κλαμάνς. Ενσταλάζει τον φόβο, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος τον κοροϊδεύει, αλλά και ενεργεί ως καταλύτης για την κατάρρευσή του στο Άμστερνταμ. Ωστόσο, το γέλιο μπορεί επίσης να υπαινιχθεί το ζήτημα της αθωότητας. Το περιγράφει ως “φυσικό και σχεδόν φιλικό, που αποκαθιστά την ισορροπία στον κόσμο”. Το θέμα της αθωότητας οδηγεί σε αυτό που πραγματικά στοιχειώνει και θλίβει τον Κλαμάνς – τη δική του πτώση από την αθωότητα:
“Ναι, έχουμε χάσει το φως, τα πρωινά, την ιερή αθωότητα του ανθρώπου που συγχωρεί τον εαυτό του.”

Αυτή η πρόταση αποκαλύπτει τη θλίψη του Κλαμάνς ότι παρά την αγάπη για τον εαυτό του, ακόμη και υπό την κριτική των άλλων, ξέρει ότι δεν θα σταματήσει ποτέ ο ίδιος να κρίνει τον εαυτό του. Αυτή είναι μια από τις αληθινές «πτώσεις» του μυθιστορήματος, όταν φτάνει κανείς σε ένα σημείο στη ζωή του, όπου έχει συνειδητοποιήσει πως είναι ένα άτομο με ατέλειες, αντιμέτωπο με τη δική του ενοχή από τις ίδιες τις πράξεις του και τις αδράνειές του.

Ο Ζαν Μπατίστ, που φοβάται να κριθεί, είναι ο ίδιος δικαστής τόσο με τον λόγο του, όσο και επαγγελματικά. Κατανοεί βαθιά την υποκρισία και σχολιάζει κυνικά τη σύγχρονη κοινωνία γύρω του: “Αναρωτιέμαι μερικές φορές τι θα λένε ιστορικοί του μέλλοντος για εμάς. Μια φράση θα είναι αρκετή για τον σύγχρονο άνθρωπο: είχε εξωσυζυγικές σχέσεις και διάβαζε εφημερίδες. Μετά από αυτόν τον αιχμηρό ορισμό, τολμώ να πω, το θέμα θα εξαντληθεί.”

•Αυτή η διορατική εκτίμηση της εποχής του, η οποία βρίσκει απήχηση και σήμερα, δείχνει τη δυσαρέσκειά του για τις ανούσιες επιδιώξεις και για το ότι η κοινωνία δεν πέτυχε τίποτα πέρα από το να ασκεί κριτική ο ένας στον άλλον, πιστοποιώντας έτσι τη μηδενιστική στάση του για τη ζωή.

Στο πρώτο περιστατικό, έναν διαπληκτισμό σε κίνηση στο δρόμο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ασήμαντο», ο Κλαμάνς απώλεσε την ένδοξη ψευδαίσθηση του εαυτού του και αισθάνθηκε πως όλοι τον κρίνουν (άσχημα), συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του: «Αφότου με χτύπησαν δημόσια χωρίς να αντιδράσω, δεν ήταν πλέον δυνατό να καλλιεργήσω αυτή την ωραία εικόνα του εαυτού μου.» Αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της πτώσης του από την αθωότητα. Άρχισε να σκέφτεται πως «ολόκληρο το σύμπαν άρχισε να με κοροϊδεύει». Ως αντιστάθμισμα προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από την ενοχή με το να συμφιλιωθεί με τα σφάλματά του χωρίς όμως να το καταφέρει. Αυτό τον οδήγησε σε ένα είδος ψυχολογικής κατάρρευσης, όταν αποκάλυψε σε όλους τους φίλους του την υποκρισία του χαρακτήρα του με την οποία τους ξεγελούσε όλους. Ο Κλαμάνς ήταν τόσο εμμονικός με την κριτική που έκρινε τον εαυτό του, πριν μπορέσουν να κάνουν αυτό οι φίλοι του. Τους έδινε «άδεια» να τον κρίνουν και εκείνος με τη σειρά του προσπαθούσε να αποδεχθεί τα ελαττώματά του χωρίς να χρειάζεται να νιώσει ενοχή. Αλλά αυτό που τελικά συνειδητοποίησε ήταν ότι η ελευθερία από την κρίση δεν θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί καθώς περιορίζεται πάντα κανείς από τη σκέψη του.

•Προσωρινή ελευθερία μπορεί να βρεθεί κρίνοντας τους άλλους και έτσι αυτό που ακολουθεί είναι ένας φαύλος κύκλος:
“Στο τέλος κάθε ελευθερίας υπάρχει μια καταδικαστική απόφαση, γι’ αυτό η ελευθερία είναι αβάσταχτη”.

Η συνειδητοποίηση αυτή τον έφερε εξόριστο στην «αστική κόλαση» του Άμστερνταμ. Μια προσωπική τιμωρία, λόγω της εμμονής του να είναι ανώτερος από τους άλλους: «Δεν ένιωθα ποτέ άνετα παρά μόνο σε μέρη που βρίσκονται ψηλά. […] Προτιμούσα το λεωφορείο από το μετρό, άμαξες αντί ταξί, βεράντες αντί κλειστούς χώρους». Πήγε λοιπόν τον εαυτό του σε ένα μέρος που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας αντανακλώντας την κατάσταση τού να είναι ένας άνθρωπος σε πτώση. Έτρεξε να κρυφτεί στα βάθη του Άμστερνταμ – περιγράφοντας κάθε ομόκεντρο κύκλο της ρυμοτομίας της πόλης να μοιάζει με την κόλαση του Δάντη. Έτσι, έχουμε τον κύκλο της υποκρισίας του, καθώς βρήκε παρηγοριά στην «Πόλη του Μεξικού (το μπαρ)», καθώς η πραγματική Πόλη του Μεξικού είναι 8.000 πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ένα μέρος όπου θα μπορούσε να παίξει τον Θεό κρίνοντας τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα καταθέτει τη δική του «ομολογία».

•Αυτό που μας διδάσκει η Πτώση είναι ότι ποτέ δεν θα είμαστε ελεύθεροι από την κρίση. Στην εποχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με την προσωπική ζωή άλλων τυπωμένη σε εφημερίδες και περιοδικά, αισθανόμαστε πως έχουμε κάθε δικαίωμα να διαμορφώνουμε άποψη. Όπου ο Καμύ θεωρούσε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι «εξωσυζυγικές σχέσεις και διάβασμα εφημερίδας», θα μπορούσαμε πιθανώς να πούμε το ίδιο για την εποχή μας και να προσθέσουμε το διαδίκτυο, το Twitter, το Facebook και τα σύγχρονα σόσιαλ μίντια εν γένει. Όμως, ενώ ελέγχουμε προσεκτικά τα δικά μας προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τη γνώση πως άλλοι άνθρωποι τα βλέπουν, δεν μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι πάντα στο τέλος η πιο αυστηρή, αναπόδραστη και αμείλικτη κριτική θα μας ασκηθεί από τον ίδιο τον εαυτό μας.