Στην πρόβα | «Ριχάρδος ΙΙΙ*» στο Σύγχρονο Θέατρο: μια κινηματική παράσταση. Μπαίνοντας στην πρόβα του Ριχάρδου ΙΙΙ*, στο Σύγχρονο Θέατρο, βλέποντας την Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη να δίνει τις τελευταίες της οδηγίες στον Ορέστη Τζιόβα και τον Γιώργη Παρταλίδη, σκεφτόμουν πραγματικά πόσο μεγάλο ρίσκο είναι να «σκαλίζεις» ένα καταξιωμένο ανά τους αιώνες κλασικό κείμενο, και να το κουμπώνεις σαν στένσιλ πάνω στην ταπετσαρία των σύγχρονων πολιτικών θεμάτων. Να φωτίζεις μέσα από αυτό, σύγχρονες πτυχές και εκδοχές της θεματικής του.

Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη βλέπει το θέατρο ως πολιτική πράξη. Μια ματιά και μόνο να ρίξει κανείς στην παραστασιογραφία της, αρκεί για να καταλάβει κανείς πως για κείνη θέατρο σημαίνει  η καλλιτεχνική έκφραση του πολιτικού και το αντίθετο, η πολιτική μετάφραση του καλλιτεχνικού και της αισθητικής. «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο» του Λουντέμη, «Τζένη και Μαρξ» της Αδαμίδου, αλλά και «Γαμήλιο εμβατήριο» του Τερζάκη, «Ο Ζητιάνος» του Καρκαβίτσα ή «Ο πρίγκηπας Ξουθ» του αγνώστου εν πολλοίς Πιτσιπίου, σε όλα η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη ανιχνεύει τα βαθιά κοινωνικά ζητήματα και αναδεικνύει την πολιτική τοποθέτησή τους.

Ο Ριχάρδος ΙΙΙ*, ανεβαίνει στο Σύγχρονο Θέατρο σε μια ελεύθερη διασκευή του Ανδρέα Φλουράκη και σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία δική της. Δραματολόγος της παράστασης είναι η Ξένια Γεωργοπούλου, ο Κώστας Νικολόπουλος υπογράφει τη μουσική, η Σοφία Μαρτίου την κίνηση και τις χορογραφίες, η Χαρά Κονταξάκη τα σκηνικά και τα κοστούμια ενώ τα φώτα επιμελείται ο Γιώργος Αγιαννίτης. Ο Ορέστης Τζιόβας είναι ο Ριχάρδος ενώ μαζί του σε μια πολυεπίπεδη δραματουργία βρίσκονται οι  Σπύρος Κυριαζόπουλος, Γιώργης Παρταλίδης, Ντένια Ψυλλιά, Μαρία Καρακίτσου, Δημήτρης Καραβιώτης, Γιώργος Δεμελίδης, Δανάη Τάγαρη.

Το σαιξπηρικό αυτό αριστούργημα λοιπόν, προφανώς και αποτελεί έναν ακόμη βατήρα για να ανοιχτεί μια νέα συζήτηση και τοποθέτηση στην κοινωνία μας… Το σχήμα της παράστασης, ένας θίασος που κάνει πρόβα στο κλασικό σαιξπηρικό δράμα, χτίζει την ιδανική συνθήκη να τρυπώσουμε όλοι μας στη θεατρική διαδικασία. Όπου ένας σκηνοθέτης , αυτό που λέμε «φτασμένος» και με περγαμηνές, εκμεταλλευόμενος την εξουσία του, πολιορκεί, δυναστεύει και κακοποιεί εντέλει, έναν νέο ηθοποιό με όνειρα και φιλοδοξίες. Το θύμα, μετά από χρόνια, αναμετράται ακόμα με τις ανεπούλωτες πληγές και τα φαντάσματά του. Σας θυμίζει κάτι; Σωστά, μιας και το #metoo, κίνημα που αναπτύχθηκε στο χώρο του θεάτρου (κι όχι μόνο) πριν από μερικά χρόνια, ανέδειξε πολλές, μα πάρα πολλές τέτοιες συμπεριφορές.

Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη

Μπαίνοντας στην πρόβα του Ριχάρδου ΙΙΙ*, στο Σύγχρονο Θέατρο, βλέποντας την Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη να δίνει τις τελευταίες της οδηγίες στον Ορέστη Τζιόβα και τον Γιώργη Παρταλίδη, σκέφτόμουν πραγματικά πόσο μεγάλο ρίσκο είναι να «σκαλίζεις» ένα καταξιωμένο ανά τους αιώνες κλασικό κείμενο, και να το κουμπώνεις σαν στένσιλ πάνω στην ταπετσαρία των σύγχρονων πολιτικών θεμάτων. Να φωτίζεις μέσα από αυτό, σύγχρονες πτυχές και εκδοχές της θεματικής του.  Και να ανταποκρίνεσαι με αφοπλιστική ειλικρίνια και ικανότητα, όχι απλά σε μια διακειμενικότητα (που ίσως κρύβει και μια ασφάλεια) αλλά στους στόχους μιας διασκευής, που δεν πρέπει να είναι άλλοι από τη διαδικασία πρόσληψης του πρωτότυπου κειμένου στο «εδώ και τώρα»  μας.

Βία και Εξουσία

Συζητώντας αργότερα με τη σκηνοθέτρια, φωτίστηκε όλο το σκεπτικό του εγχειρήματος: «Γενικά με τον Ανδρέα Φλουράκη, που έγραψε και διαμόρφωσε το κείμενο, όταν ξεκινήσαμε να σκεφτόμαστε τον Ριχάρδο, κάναμε διάφορες συζητήσεις, θέταμε διάφορα ερωτήματα σε σχέση με το τι πραγματικά συμβολίζει ο Ριχάρδος σήμερα. Ποιος είναι ο Ριχάρδος σήμερα, ποια κομμάτια πραγματικής επικαιρότητας συνδέονται με αυτόν. Σκεφτήκαμε Ουκρανία, ήρθε μετά και η Παλαιστίνη, σκεφτήκαμε τους άβουλους πολίτες γύρω μας, την αδυναμία τους να αντιδράσουν σε όσα επιβάλλει μια εξουσία, να υψώσουν ανάστημα σε όσους την ασκούν με τρομερούς τρόπους σήμερα. Βέβαια, πάντα σκοντάφταμε όταν φτάναμε σε αναλύσεις, στο αίσθημα του παρωχημένου. Τι συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν τραγικά επίκαιρο; Η αυξημένη βία που υπάρχει στην Ελλάδα και η οποία έχει πολλά και διαφορετικά πλοκάμια, άλλα εμφανώς ορατά, άλλα ανεπαίσθητα. Η εργασιακή βία για παράδειγμα, το πώς μέσα στην εργασία κάποιος που νοιώθει πως έχει την εξουσία μπορεί να κακοποιήσει έναν άλλον άνθρωπο που τον θεωρεί «υποδεέστερο». Εργασιακή βία που υπάρχει και έχει καταγγελθεί ευρέως και στο δικό μας χώρο του θεάτρου. Αυτό ήταν και το εφαλτήριό μας

Για να συμπληρώσει με μεγαλύτερη θέρμη: «Μιλώντας για Εξουσία στις ημέρες μας, ένα άλλο κόλπο της, είναι ότι όταν έρθει μια προβληματική κατάσταση στην επιφάνεια, να ξεκινά ένας βομβαρδισμός ειδήσεων γύρω από αυτό το θέμα, μέχρι αυτό να εκφυλιστεί, να «αδυνατίσει», έτσι ώστε ένα άλλο, καινούριο θέμα, πολλές φορές και κατασκευασμένο, να πάρει τη θέση του, με στόχο τελικά το πρώτο να ξεχαστεί και να αφομοιωθεί στο συλλογικό συνειδητό σαν κάτι παρωχημένο και χωρίς πλέον ουσία. Εκεί ακριβώς σταθήκαμε, και είπαμε ότι εμείς θα επιμείνουμε και θα μιλήσουμε για το #metoo, πόσο μάλλον όταν ακόμα πολλές υποθέσεις που έχουν πάρει τη νομική οδό ακόμα εκκρεμούν».

Ορέστης Τζιόβας

Ο Ορέστης Τζιόβας θα παραμείνει στον θεατρικό χώρο: «Εμείς οι μεγαλύτεροι έχουμε στο συλλογικό μας ασυνείδητο τι σημαίνει βιαιότητα και κακοποίηση από συγκεκριμένους ανθρώπους του χώρου. Θεωρώ, ότι οι νέοι και ευτυχώς, δεν έχουν βιώσει αντίστοιχες καταστάσεις. Το #metoo που πέρασε από τον χώρο, τον έχει απελευθερώσει τα τελευταία 4-5 χρόνια από τέτοιες συμπεριφορές. Το κίνημα πίεσε ακόμα και όσους δεν καταγγέλθηκαν. Ίσως δεν αναδιαμόρφωσε τη σκέψη τους και τις συμπεριφορές τους-αυτό  θα γίνει αργότερα, σίγουρα όμως τους φρέναρε».

Ο κορμός της παράστασης έχει τρεις δραματουργικούς άξονες που αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικούς χωροχρόνους. Από τη μια  υπάρχει το κλασικό έργο στην εποχή και στον τόπο του βασιλιά Ριχάρδου, όπου παρεμβάλλεται στην εποχή και στον τόπο του θιάσου και του καταξιωμένου σκηνοθέτη, ενώ παράλληλα όλα αναδύονται ως πικρή ανάμνηση, μετά από χρόνια από το κακοποιημένο θύμα. Η συνθήκη αυτή, που από μόνη της αποτελεί μια δραματουργική σχολή, δίνει την κατάλληλη ώθηση της άμεσης και απρόσκοπτης επικαιροποίησης όλων των μηνυμάτων.

«Ριχάρδος ΙΙΙ*» στο Σύγχρονο Θέατρο, σκηνοθεσία Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη

Επικαιροποιώντας  την αποκτήνωση

Ο Ορέστης Τζιόβας θα επισημάνει σε σχέση με αυτήν την επικαιροποίηση: «Το έργο δεν το γνώριζα σε βάθος, παρά μόνο ως ιστορία. Διαβάζοντάς το, ειδικά τους σημαντικούς μονολόγους του, συνειδητοποίησα αυτήν την ταύτιση που έχει με άνθρωπο του χώρου μας (αλλά και με αρκετούς άλλους) που είχε ακριβώς αυτήν την εξουσιαστική τάση και πως αυτή θα εργαλειοποιηθεί για τα πάθη του.  Οι θάνατοι και οι δολοφονίες του Ριχάρδου του ΙΙΙ σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο από τους θανάτους και τις δολοφονίες χαρακτήρων και προσωπικοτήτων που αφήνουν πίσω τους τέτοια κακοποιητικά άτομα. Είναι η δολοφονία της αξιοπρέπειας και τα βαθειά τραύματα που παραμένουν ανοιχτά».

Πως μεταφράζεται, λοιπόν, σήμερα ο Ριχάρδος ο ΙΙΙ, όχι απλά ως ο δολοπλόκος εγκληματίας βασιλιάς, αλλά όλες οι ιδιότητες που τον χαρακτηρίζουν ως τέτοιον;  Η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη θα μας πει γι’ αυτήν ακριβώς την προσέγγιση: «Υπάρχει μια δυσκολία σε αυτήν την μετουσίωση. Τη λέω έτσι ακριβώς, γιατί ο Ορέστης δεν είναι ένας κανονικός Ριχάρδος.  Παρόλο που η ιστορία είναι εκεί στη σκηνή, μεγάλα αποσπάσματα του σαιξπηρικού κειμένου είναι εκεί,  στην πραγματικότητα η ιστορία του κακοποιητικού σκηνοθέτη είναι αυτή που κινεί τα νήματα της παράστασης . Η δική μου οδηγία προς τον Ορέστη, είναι η όσο το δυνατόν πιο σύγχρονη προσέγγιση των ιδιοτήτων ενός βασιλιά (και τι σημαίνει άλλωστε στις μέρες μας «παίζω τον βασιλιά»;). Άνθρωποι κανονικοί, σημερινοί, οι οποίοι με φλασιές από την πρόβα αφηγούνται αυτήν την ιστορία. Όλοι οι ηθοποιοί βρίσκονται με το ένα πόδι μέσα στον σαιξπηρικό Ριχάρδο, και με το άλλο πόδι έξω, στους σύγχρονους Ριχάρδους. Αυτή η συνθήκη είναι πραγματικά μια ισορροπία τρόμου» και ο Ορέστης Τζιόβας συμπληρώνει: «Για μένα, ο  Τζόκερ του Χοακίν Φίνιξ , υπήρξε το σημείο αναφοράς της προσέγγισης του χαρακτήρα του Ριχάρδου. Ο κακός, αποκρουστικός χαρακτήρας του Ριχάρδου, εξηγείται από τις κακοποιητικές συμπεριφορές που είχε υποστεί και ο ίδιος λόγω της σωματικής αναπηρίας και δυσπλασίας. Αυτό ακριβώς είναι που καταρρίπτει κάθε αναστολή σε τέτοιους χαρακτήρες. Ο Ριχάρδος ο ΙΙΙ, όσα εγκλήματα έχει κάνει, τα έχει κάνει με μια «ελαφράδα», σα να παίζει με αυτά».

Γιώργος Δεμελίδης – Ορέστης Τζιόβας

Και η αλήθεια είναι ότι ο Ορέστης Τζιόβας, ασκεί μια γοητευτική έλξη στην προσέγγιση του ρόλου. Μέσα στα σκοτεινά μα έντονα χρώματα του κοστουμιού της  Χαράς Κονταξάκη (η οποία επιμελείται και τη λιτή διαγράμμιση του σκηνικού περιβάλλοντος) προβάλλει ακριβώς αυτόν το διττό και πολύπλοκο, χαρακτήρα, παντρεύοντας το αποκρουστικό με το γοητευτικό, το σαγηνευτικό με το κακοποιητικό, εξαντλώντας την αποκτήνωση σε βάρος της ευσέβειας. Μια ζυγαριά ερμηνευτικής απόδοσης, που απαιτεί επιδέξια διαχείριση και τοποθέτηση ώστε να αποδοθεί ο απροσδόκητα «οικείος τρόμος». Από κοντά, ο Γιώργης Παρταλίδης και ο Σπύρος Κυριαζόπουλος αποτελούν το ίδιο πρόσωπο σε δύο διαφορετικές φάσεις και χρόνο. Από τη μια το θύμα την ώρα που βήμα-βήμα δέχεται την κακοποίηση και από την άλλη το θύμα που αναμετράται με τις πληγές και τις μνήμες του.

Γιώργης Παρταλίδης

Ο Σπύρος Κυριαζόπουλος είναι ο μοχλός της αφήγησης της ιστορίας,  «Ένας άντρας γύρω στα 40 που αποφασίζει να βάλει τέλος στον εφιάλτη του τραύματος του βιασμού του σε νεαρή ηλικία από γνωστό σκηνοθέτη δίνοντας συνέντευξη για την εμπειρία του. Στο τέλος καταλαβαίνει ότι έχει να υπερβεί το τραύμα του και τον βιαστή του με την συμφιλίωση με τον νεαρό εαυτό του» θα μιλήσει ο ίδιος για τον ήρωά του. Το νεότερο εαυτό του, ερμηνεύει ο Γιώργης Παρταλίδης, ο οποίος θα μας πει ότι «είναι ο νεότερος εαυτός του χαρακτήρα του Σπύρου, το αγόρι που έζησε όλα όσα σας αφηγείται ο ρόλος του. Ένας νεαρός ηθοποιός, που έχει μόλις τελειώσει την Δραματική Σχολή και ξεκινάει την καριέρα του γεμάτος φιλοδοξίες και όνειρα, μέχρι να πέσει στο δρόμο του ένας κακοποιητικός σκηνοθέτης». Το τρομερό είναι , ότι και οι δύο παραδέχονται ότι έχουν πέσει θύματα τέτοιας κακοποιητικής μεταχείρισης με τον νεότερο Γιώργη να ομολογεί με θάρρος «Ναι, έχω νιώσει και έχω δεχτεί. Στην αρχή της δικής μου καριέρας κι εγώ, όπως και ο ρόλος μου στο έργο, μετά την αποφοίτηση μου και για τα πρώτα χρόνια που δούλευα στο θέατρο με είχαν προσεγγίσει αρκετοί τέτοιοι τύποι. Έμαθα σιγά-σιγά, αλλά έγκαιρα, να αναγνωρίζω τις προθέσεις τους και να βάζω τα όριά μου. Έχω, πλέον πολύ καιρό να δεχτώ κάτι τέτοιο. Ευτυχώς, βγήκα από αυτή τη φάση»

Μια ομολογία που γεννάει το εύλογο ερώτημα αν το θέατρο «μιμείται τη ζωή» τελικά, και πόσο ρεαλιστική είναι μια τέτοια μυθοπλασία.

Μυθοπλασία ή πραγματικότητα;

Ένα ερώτημα που το θέτει, με τον πλέον οξύ τρόπο η συνεχής αίσθηση της οικειότητας της παράστασης. Μια οικειότητα που  έχει κυρίως να κάνει  με μια ρεαλιστική πραγματικότητα που αναμφισβήτητα βιώνουμε όλοι μας στην κοινωνία μας. Είναι και αυτό ακριβώς το σημείο που θα συμφωνήσουν και όλοι οι ηθοποιοί που αποτελούν τη δυναμική διανομή της παράστασης. Είναι όλα αυτά τα θύματα που πέφτουν το ένα πίσω από το άλλο στο πέρασμα της Βίας, και που στοιχειώνουν –σωρός πια- τις τακτοποιημένες (;) ζωές μας.

Δανάη Τάγαρη – Σπύρος Κυριαζόπουλος

Η Δανάη Τάγαρη, στο ρόλο της δημοσιογράφου στην οποία αφηγείται αυτήν την ιστορία καταπίεσης είναι κατηγορηματική: «Πρόκειται για μια πραγματικότητα σκληρή, που αντικατοπτρίζει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης διαχρονικά μέσα στις κοινωνίες. Άλλωστε το θέατρο πάντα απαντά σε κάποια πραγματικότητα, ακόμη και αν εμείς κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά σε αυτήν και αρνούμαστε να την αναγνωρίσουμε» για να συμπληρώσει η Ντένια Ψυλλιά: «Κάθε μυθοπλασία βασίζεται εν μέρει σε μια πραγματικότητα. Η ιστορία του Σαίξπηρ όπως και οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ηθοποιών, αντλούνται από την αλήθεια. Ο Ριχάρδος υπήρξε ένα αληθινό ιστορικό πρόσωπο. Μπορεί από την άλλη, η συγκεκριμένη σχέση του νεαρού με τον σκηνοθέτη να είναι μυθοπλασία, αλλά αντιπροσωπεύει δυστυχώς όλες τις παρόμοιες κακοποιητικές σχέσεις, μεταξύ του δυνατού και του αδύναμου».

Ορέστης Τζιόβας – Μαρία Καρακίτσου

Πιο συγκεκριμένος ο Γιώργος Δεμελίδης: «Στην περίπτωσή μας θεωρώ πως η μυθοπλασία λειτουργεί ως δούρειος ίππος μιας συμπυκνωμένης δυστοπικής πραγματικότητας, στην οποία οι περισσότεροι από εμάς έχουμε υπάρξει μάρτυρες, είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Πιθανώς και ο Σαίξπηρ κάπως έτσι να δημιούργησε πολλά από τα κείμενά του. Χρησιμοποίησε την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόταν, σε ένα μυθοπλαστικό πλαίσιο. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές μας είναι πιο εύκολο να αναγνωρίσουμε ένα πρόβλημα όταν αυτό μας αφορά έμμεσα» με την Μαρία Καρακίτσου να τοποθετεί το ζήτημα σε μια μεστή  πολιτική βάση: «Η κατάχρηση της εξουσίας και η σαδιστική σύνθλιψη των «αδύναμων» είτε από ένα κράτος σε άλλο, είτε από το κράτος στους πολίτες,  είτε σε έναν επαγγελματικό χώρο, έναν θίασο ή μία οικογένεια είναι ένα φαινόμενο που βιώνουμε καθημερινά και είμαστε όλες και όλοι θύματα του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο», δίνοντας έτσι την πάσα να αναρωτηθούμε για τη σχέση θεάτρου και κοινωνίας.

Τα θέατρο ως μικρογραφία της κοινωνίας

«Το θέατρο φυσικά είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας», η Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη είναι κατηγορηματική, «διαφορετικά δε θα είχαν και νόημα όλα όσα λέμε μέσα από την παράσταση.  Στις συναλλαγές μας, στην κοινωνία, στις διάφορες μορφές σχέσεων μας ακόμα και στις συντροφικές μας σχέσεις  συναντάμε αυτή τη βία, και για αυτό θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνουμε. Και εδώ θα ήθελα να καταθέσω ένα πολύ δικό μου συμπέρασμα. Μόνο τα κινήματα πια, μόνο η κινηματική δράση μπορεί να λειτουργήσει και να φέρει αποτελέσματα. Το έχουμε δει και στα δικαστήρια όταν είμαστε απ’ έξω, το έχουμε δει και στις εξώσεις από τα σπίτια πως ανακόπτονται όταν το κίνημα δίνει το παρών. Με την ευρεία έννοια, θεωρώ ότι αυτή η παράσταση είναι μια κινηματική παράσταση».

Από την άλλη ο Ορέστης Τζιόβας θα συμπληρώσει το συλλογισμό της: «Ναι, είναι μικρογραφία της, ίσως με πιο οξυμένες γωνίες» για να επιμείνει στην αλληλεπίδραση κοινωνίας και θεάτρου: «Η τεράστια ανεργία του κλάδου και η φιλόδοξη φύση του επαγγέλματος, οι αυταπάτες που γεννάει, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ διαμορφώνοντας άσχημες συνθήκες εργασίας. Αυτό το επιτείνει αναγκαστικά και το γεγονός ότι ως ηθοποιός, το έργο σου και η δουλειά σου μπλέκεται με το ποιος είσαι. Εκτίθεσαι εσύ, το σώμα σου, η ψυχή σου.  Η τέχνη του θεάτρου δεν έχει να κάνει με τη ζωγραφική παραδείγματος χάριν, όπου ο ζωγράφος εκθέτει έναν πίνακά του. Ο ηθοποιός εκθέτει τον εαυτό του. Τα ίδιο συμβαίνει και με τους σκηνοθέτες».

«Ριχάρδος ΙΙΙ*» στο Σύγχρονο Θέατρο, σκηνοθεσία Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη

Παρακολουθώντας την παράσταση, είναι πραγματικά λυτρωτική η ευγένεια της διαχείρισης του όλου υλικού. Μια ευγένεια που απορρέει από όλα τα στοιχεία της παράστασης: από τη μουσική του Κώστα Νικολόπουλου, ένα ισορροπημένο μείγμα μεσαιωνικών στοιχείων και σύγχρονης ρυθμολογίας, τα επιτηδευμένα κοστούμια σε ένα σκηνικό που «υπογραμμίζει» χωρίς να υποβάλλει της Χαράς Κονταξάκη, τις ατμόσφαιρες πρόβας του Γιώργου Αγιαννίτη, την επιδραστική κίνηση της Σοφίας Μαρτίου.

Μια παράσταση ολόφωτη, καθαρή, σε ένα εγχείρημα πολυπρισματικό, δύσκολα διαχειρίσιμο τόσο σκηνικά όσο και υποκριτικά, και σε μια ιστορία που παρακολουθείται αναπόσπαστα και με μεγάλο ενδιαφέρον με κύριο όπλο της τη δραματουργική οικονομία. Μια παράσταση, που έρχεται να φέρει εκ νέου στην επιφάνεια, αυτά που τείνουν να ξεχαστούν. Να υπενθυμίσει ότι τίποτα ακόμα δεν έχει κριθεί, δεν έχει τελειώσει. ‘Ότι το «Τέρας» βρίσκεται ακόμα εκεί έξω, ελεύθερο.

Και με τα λόγια της Μαρίας Καρακίτσου να αποτελούν την κατακλείδα της παράστασης: «Το «Τέρας» του Ριχάρδου και του σκηνοθέτη της παράστασης μας, υπάρχει παντού και ο μόνος τρόπος να το σταματήσουμε είναι να αντιδράμε άμεσα υπερασπιζόμενοι τα θύματα.  Να μιλάμε, να φωνάζουμε, να καταγγέλλουμε, να χτίζουμε τείχη αλληλεγγύης. Η ανοχή στα «τέρατα» είναι συνενοχή».

Η παράσταση έχει πρεμιέρα σήμερα Πέμπτη 9 Μαΐου στο Σύγχρονο Θέατρο και θα παίζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15, Σάββατο στις 19:00 και Κυριακή στις 21:15. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε εδώ

Ελεύθερη διασκευή: Ανδρέας Φλουράκης
Σκηνοθεσία-Δραματουργική Επεξεργασία: Ρουμπίνη Μοσχοχωρίτη
Δραματολόγος: Ξένια Γεωργοπούλου
Πρωτότυπη μουσική: Κώστας Νικολόπουλος
Κίνηση-Χορογραφίες:  Σοφία Μαρτίου
Σκηνικά- Κοστούμια: Χαρά Κονταξάκη 
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Αγιαννίτης
Φωτογραφίες: Υπατία Κορνάρου
Τρέιλερ: Στέφανος Κοσμίδης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρομάχη Κωστογιαννοπούλου
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Χρύσα Ματσαγκάνη
Ηθοποιοί με σειρά εμφάνισης: Ορέστης Τζιόβας, Σπύρος Κυριαζόπουλος, Γιώργης Παρταλίδης, Ντένια Ψυλλιά, Μαρία Καρακίτσου, Δημήτρης Καραβιώτης, Γιώργος Δεμελίδης, Δανάη Τάγαρη