του Γιάννη Παναγόπουλου //

Αμηχανία, επίκληση της άγνοιας, μια γουλιά θυμού για τους προκατόχους και φυσικά μια λάθος χρήση της υποκριτικής τέχνης από τον φερόμενο ως εγκληματία. Η ατμόσφαιρα ζέχνει. Το υπουργείο πολιτισμού προβάλλει πια ως ένας πνευματικά δυσκίνητος θεσμός ασύγχρονος με το ρυθμό των καταγγελιών που έρχεται από “υπηρέτες” της τέχνης. Η επιλογή Λιγνάδη ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου πήγαινε πακέτο μαζί με το μεγάλο ψίθυρο γύρω από το παρελθόν και το παρόν του. Μπορεί να το αρνηθεί κανείς αυτό;

Ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου λίγες ώρες πριν τη συνέντευξη τύπου της Υπουργού δοκιμάστηκε να παρουσιαστεί ως καλλιτεχνική ιδιοφυΐα ορκισμένη, ταγμένη στην υπηρεσία της θεατρικής τέχνης. Πόσο ταγμένη, πόσο ορκισμένη; Τόσο, όσο τα σύνορα ανάμεσα στο θεατρικό κείμενο και τη συνειδητή ζωή εκλείψουν. Ένα φτηνό επιχείρημα. Ο πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δήλωνε πάντα παρών και στις πολιτικές ζυμώσεις του με απόλυτο και ρεαλιστικό τρόπο. Ο μύθος του καλλιτέχνη βυθισμένου στην τέχνη που υπηρετούσε, απλά ήταν μια παράταση του δράματος, της ανθρωποφαγίας που παρακολουθούμε σε “ζωντανή σύνδεση”.

Η θεσμική προστασία (και του ΥΠΠΟ) απέναντι στην τέχνη, και δη την υποκριτική, έπρεπε να είναι πραγματική. Όχι γεμάτη υπεκφυγές. Όχι με παραβολές στο παρελθόν. Η ξύλινη ρητορική τού δεν γνώριζα και επομένως δεν όφειλα να μάθω (;) στέκεται αναιμική μπροστά στο ποτάμι των καταγγελιών που ήρθαν, πια, με ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, φύλο και ηλικία.

Έστω και την τελευταία στιγμή, η ηγεσία του ΥΠΠΟ οφείλει να σταθεί το ύψος της. Πώς θα είναι η επόμενη θεατρική μέρα; Και πάνω απ’ όλα, ποια εχέγγυα παρέχει ώστε να την αναλάβει, να την περιθάλψει, να τη συνεχίσει;