Όλοι ελπίζουμε ότι ο ολοκληρωτισμός – μια μορφή διακυβέρνησης στην οποία το κράτος δεν έχει όρια εξουσίας και κάνει ό,τι θέλει – ανήκει στο παρελθόν.
Η ναζιστική Γερμανία έδειξε πώς θα έμοιαζε το τέλος της ανθρωπότητας και είναι τρομακτικό. Ο ολοκληρωτισμός δεν ξεκίνησε από το πουθενά και δεν δημιουργήθηκε στο κενό. Όπως εξηγεί η Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της “Το ολοκληρωτικό σύστημα” είναι μία πιθανότητα στην ιστορική πορεία μιας χώρας να δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες που θα προέκυπτε και θα κυριαρχούσε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Και γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να κατανοήσουμε το τι είναι και πώς γεννιέται.
Οι άνθρωποι
Ένα από τα πιο ανησυχητικά πράγματα σχετικά με τον ναζισμό στη Γερμανία είναι το πόσο γρήγορα άλλαξε η χώρα. Πήγαν από τη δημοκρατία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Οι περισσότεροι από εμάς υποθέτουμε ότι οι Γερμανοί της εποχής εκείνης ήταν διαφορετικοί από εμάς – κι ότι εμείς δεν θα πιστεύαμε ποτέ το είδος της προπαγάνδας που ο Χίτλερ ανέδειξε. Η δημοκρατία μας είναι πολύ δυνατή για να διαλυθεί τόσο εύκολα. Σωστά; Λάθος.
Η Άρεντ γράφει ότι «η επιτυχία των ολοκληρωτικών κινημάτων… σηματοδότησε το τέλος δύο ψευδαισθήσεων των δημοκρατικών χωρών…». Μια ψευδαίσθηση ήταν ότι οι περισσότεροι πολίτες ήταν πολιτικά ενεργοί. Ωστόσο: “… Τα ολοκληρωτικά κινήματα έδειξαν ότι οι πολιτικά ουδέτερες και αδιάφορες μάζες θα μπορούσαν εύκολα να αποτελούν την πλειοψηφία σε μια δημοκρατική χώρα, και ότι, επομένως, μια δημοκρατία θα μπορούσε να λειτουργήσει σύμφωνα με κανόνες που αναγνωρίζονται ενεργά μόνο από μια μειονότητα. Η δεύτερη δημοκρατική ψευδαίσθηση που διαλύθηκε από τα ολοκληρωτικά κινήματα ήταν ότι αυτές οι πολιτικά αδιάφορες μάζες δεν είχαν σημασία, ότι ήταν πραγματικά ουδέτερες και δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο από το οπισθοδρομικό περιβάλλον χωρίς φωνή για την πολιτική ζωή του έθνους.”
Σε πολλές σύγχρονες δημοκρατίες, μπορούμε να εντοπίσουμε αποδείξεις της αδιαφορίας και διάχυτα συναισθήματα αβοηθητότητας. Υπάρχει χαμηλή συμμετοχή στις εκλογές και μια βεβαιότητα ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν ανεξάρτητα από το τι κάνει ένα άτομο.
Υπάρχει μια απροσδιόριστη ενέργεια στην απάθεια. Η Άρεντ υποδηλώνει ότι η επιθυμία του ατόμου για ενεργητική συμμετοχή στα κοινά είναι κάτι που τα ολοκληρωτικά καθεστώτα προσπαθούν μα κάθε τρόπο να καταστείλουν, έως ότου το άτομο υποταχθεί πλήρως. “Ο ενοχλητικός παράγοντας της επιτυχίας του ολοκληρωτισμού είναι… η πραγματική ανιδιοτέλεια των υποστηρικτών του: θεωρούμε αναμενόμενο ότι ένας Ναζί δεν θα κλονιστεί από την καταδίκη του για εγκλήματα εναντίον ανθρώπων που δεν ανήκουν στην ιδεολογία του…. αλλά είναι εξίσου πιθανό να παραμείνει αμετακίνητος ακόμα και όταν το τέρας του ολοκληρωτισμού αρχίσει να καταβροχθίζει και τα δικά του παιδιά ή ακόμα και τον ίδιο…”
Πώς όμως ο ολοκληρωτισμός υποκινεί αυτόν τον τύπο φανατισμού; Πώς μια πολιτική οργάνωση «καταφέρνει να σβήσει μόνιμα την ατομική ταυτότητα και όχι μόνο για τη στιγμή της συλλογικής ηρωικής δράσης»;
Όπως καταδεικνύει η Άρεντ, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα αξιοποιούν τις εντάσεις που υπάρχουν ήδη στην κοινωνία. Στη ναζιστική Γερμανία υπήρξε ουσιαστικά μια μαζική απόρριψη του πολιτικού συστήματος ως αναποτελεσματικού και αναξιόπιστου.
“Η διάλυση των κοινωνικών τάξεων μετέτρεψε τις πλειοψηφίες πίσω από όλα τα κόμματα σε μια μεγάλη οργανωμένη και χωρίς δομή μάζα εξαγριωμένων ατόμων που δεν είχαν τίποτα κοινό εκτός από την αόριστη ανησυχία τους ότι οι ελπίδες τους ήταν καταδικασμένες. Τα πιο σεβαστά και αντιπροσωπευτικά μέλη της κοινότητας φάνταζαν ανόητα και οι εξουσίες εξίσου ηλίθιες και δόλιες.” Πώς αξιοποιεί μια ολοκληρωτική κυβέρνηση αυτή τη στάση των μαζών; Με το να απομονώνει πλήρως τα άτομα μέσω για παράδειγμα μιας τυχαίας «εκκαθάρισης» (μαζική δολοφονία) έτσι ώστε η απόλυτη προσοχή να στρέφεται στην αποφυγή όλων των οικείων επαφών, εάν είναι δυνατόν, για να αποφύγει το άτομο τον κίνδυνο να προδοθεί. Η προδοσία αυτή συμβαίνει, όταν άνθρωποι στρέφονται εναντίον άλλων ανθρώπων καταλήγοντας να γίνονται καταδότες προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και να εναρμονιστούν με την κυρίαρχη αφήγηση του ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι είναι εύκολο να απομονώσει άτομα που ήδη αισθάνονται απομονωμένα. Όταν αισθάνεστε αποσυνδεδεμένοι από το σύστημα γύρω σας και τους ηγέτες που έχει, όταν πιστεύετε ότι ούτε η ψήφος ούτε η γνώμη σας έχει σημασία, δεν αποτελεί τεράστιο λογικό άλμα το να αισθανθείτε ότι και ο εαυτός σας δεν έχει σημασία. Αυτό ακριβώς το συναίσθημα είναι που ο ολοκληρωτισμός κατάλαβε με ποιο τρόπο να χειριστεί διαμέσου κυρίως του τρόμου που ανακόπτει οποιαδήποτε μορφή σύνδεσης των ανθρώπων μεταξύ τους. “Ο ολοκληρωτισμός απαιτεί τη συνολική, απεριόριστη, άνευ όρων και αμετάβλητη πίστη. Αυτή η πίστη μπορεί να αναμένεται μόνο από τον εντελώς απομονωμένο άνθρωπο ο οποίος, χωρίς άλλους κοινωνικούς δεσμούς με την οικογένεια, τους φίλους, τους συντρόφους, ή ακόμα και τους απλούς γνωστούς, αντλεί την αίσθηση ότι έχει θέση στον κόσμο μόνο από το να ανήκει σε ένα κίνημα.”
Η πολιτική και η προπαγάνδα
Ο ολοκληρωτισμός δεν έχει τελικό στόχο με τη συνήθη πολιτική έννοια. Ο μόνος πραγματικός στόχος του είναι να διαιωνίσει τη δική του ύπαρξη. Δεν υπάρχει γραμμή ενός κόμματος που, αν τηρηθεί, θα σας σώσει από διώξεις. Θυμηθείτε τους τυχαίους μαζικούς φόνους. Ο φόβος είναι προϋπόθεση. Ο φόβος είναι αυτό που ορίζει τη συνοχή του κινήματος.
Πώς φτάνουν εκεί; Πώς αποκτούν αυτή τη δύναμη;
Η Άρεντ υποστηρίζει ότι υπάρχει πιθανότητα τα τερατώδη ψεύδη να μπορούν τελικά να αποδειχθούν ως αναμφισβήτητα γεγονότα και ότι η διαφορά μεταξύ αλήθειας και ψεύδους να παύσει να είναι αντικειμενική και να γίνει ένα απλό θέμα δύναμης και ευφυΐας, πίεσης και άπειρης επανάληψης. Αυτή η μάχη με την αλήθεια είναι κάτι που βλέπουμε σήμερα. Οι απόψεις έχουν το ίδιο βάρος με τα γεγονότα, οδηγώντας σε ατελείωτες συζητήσεις και την υπόθεση ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι γνωστό ούτως ή άλλως.
Η απομάκρυνση από τη γνώση ανοίγει τις πόρτες στον ολοκληρωτισμό. Οι ηγέτες προσαρμόζουν την πραγματικότητα στα ψέματά τους, η προπαγάνδα τους χαρακτηρίζεται από την ακραία περιφρόνηση για τα ίδια τα γεγονότα, διότι κατά τη γνώμη τους το γεγονός εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη δύναμη του ανθρώπου που μπορεί να το ανασκευάσει. Αυτό αποτελεί τη βάση της προπαγάνδας, με διαφορετικά μηνύματα σχεδιασμένα για διαφορετικό κοινό.
Η Άρεντ επισημαίνει ότι η προπαγάνδα μπορεί να απευθύνεται σε εκείνους που είναι εκτός ελέγχου του ολοκληρωτικού κινήματος και χρησιμοποιείται για να τους πείσει ως προς τη νομιμότητά του. Στη συνέχεια, μόλις βρεθεί κανείς στο εσωτερικό του κινήματος, βιώνει το φαινόμενο της κατάρρευσης της ατομικότητας των πολιτών, έως ότου δεν υπάρχει τίποτα άλλο από έναν «υποτονικό πληθυσμό».
Η επιτυχία της προπαγάνδας απέδειξε ότι το κοινό ήταν πάντοτε έτοιμο να πιστέψει το χειρότερο, ανεξάρτητα από το πόσο παράλογο είναι, και δεν είχε ιδιαίτερη αντίρρηση να εξαπατηθεί γιατί θεωρεί ότι κάθε δήλωση είναι ψέμα ούτως ή άλλως.
Η εξουσία
Πώς μοιάζει ο νόμος στον ολοκληρωτισμό; Στόχος δεν είναι η ευημερία του κράτους. Δεν είναι η οικονομική ευημερία ή η κοινωνική πρόοδος. Οι έξυπνοι μηχανισμοί του ολοκληρωτισμού, με την απόλυτη και αξεπέραστη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια ενός μόνο άνδρα δε στρέφονται ποτέ απόλυτα εναντίον των τοπικών συμφερόντων – οικονομικών, εθνικών, ανθρώπινων, στρατιωτικών.
Δεδομένου ότι οι ανεξάρτητοι στοχαστές αποτελούν απειλή, είναι από τους πρώτους που στοχοποιούνται και φιμώνονται. Οι γραφειοκρατικές λειτουργίες είναι πολυεπίπεδες, με τους ανθρώπους να αλλάζουν συνέχεια. Αυτός ο τακτικός βίαιος κύκλος εργασιών ολόκληρης της γιγαντιαίας διοικητικής μηχανής, ενώ εμποδίζει την ανάπτυξη ικανοτήτων, έχει πολλά πλεονεκτήματα: διασφαλίζει τη συνεχή ανανέωση των υπαλλήλων και αποτρέπει τη σταθεροποίηση συνθηκών οι οποίες, τουλάχιστον σε περίοδο ειρήνης, είναι γεμάτες κίνδυνο ανατροπής και αμφισβήτησης.
Οποιεσδήποτε πιθανότητες δυσαρέσκειας και αμφισβήτησης του status quo εξαλείφονται με αυτή τη διαρκή ανανέωση και απομάκρυνση κάθε πιθανού κινδύνου. Κάθε εργαζόμενος καθίσταται με τον τρόπο αυτό συνειδητός συνεργάτης στα σχέδια της κυβέρνησης.
Ο ολοκληρωτισμός αφορά στη διατήρηση της εξουσίας. Απομακρύνοντας και απομονώνοντας προληπτικά μεγάλες ομάδες ανθρώπων, το σύστημα εξουδετερώνει όλους όσοι μπορεί να χαρακτηριστούν ως απειλή. Ενδεχομένως, μία ακτίνα ελπίδας σε αυτά τα συστήματα είναι ότι, επειδή δεν δίνουν προσοχή στην πραγματική διακυβέρνηση, δεν είναι βιώσιμα μακροπρόθεσμα.
Τα φρικιαστικά εγκλήματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων συνδέονται στενά με την ανικανότητά τους για χάραξη οικονομικής πολιτικής. Οι Ναζί εν μέσω του πολέμου, παρά την έλλειψη πόρων και υλικοτεχνικών υποδομών έχτισαν τεράστια στρατόπεδα συγκέντρωσης, μετέφεραν και εξόντωσαν εκεί εκατομμύρια ανθρώπους . Στα μάτια ενός αυστηρά χρηστικού κόσμου υπάρχει τεράστια αντίφαση μεταξύ αυτών των πράξεων και της στρατιωτικής σκοπιμότητας.
Με την καταστροφικότητα αυτών των καθεστώτων θα ήταν αφελές να υποθέσουμε ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να επιβιώσει πάντα, να τα ανατρέψει και να προχωρήσει.
Παρόλο που ο ολοκληρωτισμός δεν παράγει χώρες με ποικιλία δυνατοτήτων και αντοχή για την καταπολέμηση σημαντικών προκλήσεων, είναι πολύ επικίνδυνος, καθώς κυρίως στοχοποιεί και διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό.
Η Χάνα Άρεντ με μια τελευταία λέξη προειδοποίησης τονίζει: «Οι ολοκληρωτικές λύσεις μπορεί να επιβιώσουν και μετά την πτώση των ολοκληρωτικών καθεστώτων με τη μορφή ισχυρών πειρασμών που θα εμφανιστούν, όποτε φαίνεται αδύνατο να αντιμετωπιστεί μια πολιτική, κοινωνική ή οικονομική κρίση με τρόπο αντάξιο της φύσης του ανθρώπου.»