
Η παρεμβατική στάση της εκκλησίας δεν σταματά πουθενά – Και γι’ ακόμα μια φορά η τέχνη, η έκφραση δηλαδή, μπαίνει στο στόχαστρό της. Από το θέατρο Χυτήριο, στο πρόσφατο γεγονός της Εθνικής Πινακοθήκης. Από το κάψιμο του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη στα ’90s στις αντιδράσεις για το γλυπτό PHYLAX του Νίκου Γεωργίου στο Παλαιό Φάληρο μόλις το 2017
του Μάρκου Ψυχάρη
Η εκκλησία και το πνευματικά τροφοδοτούμενο από εκείνη φαν κλαμπ της έχουν μακρά παράδοση παρεμβάσεων. Ο υπαινιγμός στην τέχνη έχει δώσει σπουδαία έργα και εκείνη αυτό συχνά δεν το σηκώνει. Η ανάσα αμφισβήτησής της την ενοχλεί, της μυρίζει άσχημα. Και όταν συμβαίνει αυτό, οι εγκόσμιες παρεμβάσεις της, με απόλυτα εγκόσμιες πρακτικές, έρχονται να υπογραμμίσουν πως μπορεί να λογοκρίνει στο πλαίσιο πάντα της πνευματικής, ποιμαντικής της αποστολής.
Πολύ πρόσφατα, μόλις προχθές, βουλευτής του κόμματος ΝΙΚΗ, ναι, του πολιτικού φορέα που πάνω-κάτω αποκάλεσε θεϊκό θαύμα την παρουσία του στη Βουλή (εδώ ελλοχεύει βαρύ ναρκισσιστικό φορτίο αλλά το ξεπερνάμε), βανδάλισε 4 έργα του καλλιτέχνη Χριστόφορου Κατσαδιώτη.
Ο αυτόκλητος λογοκριτής βουλευτής (γιατρός στο επάγγελμα) Νίκος Παπαδόπουλος δήλωσε σε συνέντευξή του μόλις χθες, στο κανάλι ONE: «Ούτε βανδαλισμός ήταν, ούτε έργα τέχνης. Να μπουν φυλακή όλοι τους». Και σε μια επίδειξη αμετροεπούς κτητικότητας δήλωσε: «Τα έργα αυτά είναι βλάσφημα, προσβάλλουν την Παναγία μας και τους Αγίους μας». «Αν ξανανέβουν, θα βρω τρόπο να τα κατεβάσω».
Ανάμεσα, χρονικά, στην πράξη του βουλευτή και στις δηλώσεις του, είχε μεσολαβήσει και η ανακοίνωση του κόμματος ΝΙΚΗ. Ανάμεσα σε άλλα, αναφέρει:
«Το Δημοκρατικό Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα ΝΙΚΗ έχει εκφράσει πολλές φορές την αντίθεσή του σε “έργα τέχνης” που βλασφημούν τα όσια και τα ιερά της πίστης και της πατρίδας μας, καθώς και τα σύμβολα οιασδήποτε θρησκείας.
Για τον ελληνικό λαό, η Παναγία είναι ζωγραφισμένη στην καρδιά του και η βλασφημία στο πρόσωπό της αποτελεί μέγιστη ύβρη. Σε αυτό το πλαίσιο, δηλώνουμε την αντίθεσή μας στην έκθεση βλάσφημων εικόνων στην Εθνική Πινακοθήκη, οι οποίες προκαλούν το θρησκευτικό αίσθημα του λαού μας.
Τόσες ημέρες βανδαλίζεται το πρόσωπο της Παναγίας και το επίσημο κράτος αποδέχεται σιωπηρά τη βλασφημία. Επιπλέον, θυμίζουμε ότι η Εθνική Πινακοθήκη είναι δημόσιο ίδρυμα και λειτουργεί με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων.»
Αν πιανόμασταν από την τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσης – περί του σεβασμού των χρημάτων των Ελλήνων φορολογουμένων – θα μπορούσαμε απλά να πούμε πως και εμείς που πιστεύουμε στην ελευθερία, την απόλυτη, της τέχνης, της διάδοσης των ιδεών και του λόγου, ότι διαφωνούμε με τις άμεσες και έμμεσες οικονομικές παροχές του κράτους προς την εκκλησία. Ή ότι, αφού συχνά ο παραληρηματικός λόγος των ποιμένων που απλώνεται σε θέματα πέραν της θρησκείας και αισθητικά μας απωθεί, έρχεται σε κόντρα με τα ιδεολογικά μας πρότυπα, θα μπορούσαμε να τους πετάμε ντομάτες ή πατάτες ή γαλακτομπούρεκα.
Επειδή όλα τα παραπάνω έχουν ως πρόταγμα την πνευματική καθαρότητα του ελληνικού λαού, και επειδή το γεγονός μπήκε στον δημόσιο διάλογο, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έβγαλε μια ανακοίνωση που υπενθυμίζει ότι, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, συγκυβερνά:
«Εξ αφορμής της εκθέσεως έργων ζωγραφικής με τίτλο “Η Σαγήνη του Αλλόκοτου – Ενδιάμεσος Χώρος”, η οποία φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη, η ΔΙΣ εξέφρασε τη λύπη της για το περιεχόμενο συγκεκριμένων έργων της εν λόγω εκθέσεως και αποφάσισε να ενεργήσει τα δέοντα προς την Ελληνική Κυβέρνηση.»
Η ΔΙΣ «ξέχασε» να μας πει ποια είναι τα δέοντα. Γιατί η ιστορία διδάσκει. Τα δέοντα – συχνά – είναι η σιωπηλή απαξίωση, η σιωπηρή απόσυρση μιας έκθεσης που δεν της αρέσει;
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, Θάνος Πλεύρης, θέλοντας να κλείσει το μάτι στην εκκλησία, δήλωσε: «Προσέχετε, γιατί η τέχνη προφανώς είναι ελεύθερη, δεν τίθεται εκεί το θέμα της συζήτησης. Το θέμα της συζήτησης όμως τίθεται – και με συγχωρείτε, αλλά εγώ το θέτω – στο κατά πόσο μπορεί, στο πλαίσιο της ελευθερίας της τέχνης, που είναι σεβαστό, να εκτίθεται όχι σε μια ιδιωτική συλλογή, όχι σε κάτι που γίνεται σε έναν κλειστό ιδιωτικό κύκλο, αλλά κάπου που είναι προσβάσιμο στα σχολεία, όπως η Εθνική Πινακοθήκη. Τα παιδιά μου, που είναι μαθητές, έχουν επισκεφθεί την Εθνική Πινακοθήκη. Εγώ, λόγου χάρη, αν ήξερα ότι θα επισκεφθούν τέτοια έργα τέχνης, μπορεί να είχα μια αντίδραση. Άρα εγώ θεωρώ ότι εκεί πέρα θα πρέπει να υπάρχει μια προσοχή.»
Και επειδή, όπως σε ματς ποδοσφαίρου, όταν η σκοπιμότητα σπρώχνει τον αμυνόμενο να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα για να κερδίσει χρόνο, ο βουλευτής της ΝΔ έσπευσε να δηλώσει: «Οι επιλογές που κάνει η κάθε Εθνική Πινακοθήκη κρίνονται.» Οπότε, το να μπορούμε εμείς να κρίνουμε ότι δεν θέλουμε να υπάρχει μια προσβολή – και μάλιστα εν μέσω Σαρακοστής, που έχει κι αυτό τη σημασία του – με συγχωρείτε δηλαδή, δεν είμαστε σε έναν ουδέτερο χρόνο.»
Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει:
Είναι η τέχνη ελεύθερη ή πρέπει να υποτάσσεται στις θρησκευτικές επιταγές;
Πού σταματά η κριτική και πού αρχίζει η λογοκρισία;
Και, το σημαντικότερο, πόση δύναμη συνεχίζει να έχει η Εκκλησία στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου και της πολιτικής ζωής;