
«Το ίδιο το γέλιο είναι τις περισσότερες φορές μια ζωτική ψυχοκάθαρση απέναντι σε μια κατάσταση ανάμιξης ή τερατώδους συμφυρμού» υποστήριζε ο S. Baudrillard
κείμενο Απόστολος Αποστόλου*
Αναμφισβήτητα το γέλιο είναι οι αιχμηρές κόχες της ύπαρξης. Αν η ιστορία ξεκίνησε από ένα θείο δράμα, τότε το γέλιο είναι το διάχυτο αίσθημα της ξενιτειάς του δράματος, η εγκατάλειψη των λογικών συνδυασμών, μια αλήθεια χωρίς σαφές περίγραμμα.
Δεν μπορεί να νοηθεί ως όριο, προς το οποίο θα πρέπει να τείνει η ύπαρξη, γιατί ανατρέπει, ακυρώνει, αλλοιώνει τις συντεταγμένες της νομιμοποιημένης προφάνειας και εισάγει τις απρόβλεπτες μεταβολές.
Εξάλλου, το γέλιο, το κωμικό, το χιούμορ, δύσκολα έβρισκαν μια θέση στη σκέψη, στα θρησκεύματα. Ο Πλάτων έγραφε: «Άνευ γαρ γελοίων τα σπουδαία και πάντων των εναντίων τα ενάντια μαθείν μεν ου δυνατόν, ει μέλλει τις φρόνιμος έσεσθαι, ποιείν δε ουκ αυ δυνατόν αμφότερα» (Νόμοι 812e). Είναι πρώτος ο Πλάτων που δημιούργησε τον όρο «γελοίον» ως ουσιαστικό για να ορίσει την κατάσταση που προκαλεί το γέλιο. Και όμως, το γέλιο είναι η αλόγιστη δημιουργική ελευθερία του πνεύματος.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Henri Bergson υποστήριζε ότι το γέλιο έρχεται από τις απάτητες αύρες του πελάγου, και δίνει ζωή και χαρά στην περιπέτεια της ατέρμονης νοηματοδότησης των συμβατικών πραγμάτων.
Έγραφε: «Τα κύματα παλεύουν αδιάκοπα στην επιφάνεια της θάλασσας, τα κατώτερα από αυτά διατηρούν μια βαθιά γαλήνη … Μέσα στους παφλασμούς τους, αναζητούν τους μεταβαλλόμενους κύκλους. Όμως κάποιες στιγμές το κύμα αφήνει τα ίχνη του αφρού επάνω στην άμμο. Το παιδί μαζεύει στην ακτή μαζεύει μια χούφτα από τον αφρό, αλλά μετά από λίγο παραξενεύεται, όταν βλέπει ότι δεν έχει πια στη χούφτα του τίποτε άλλο, παρά μερικές σταγόνες αλμυρού νερού, ακόμη όμως πιο αλμυρό από το κύμα που το μετέφερε. Το γέλιο γεννιέται όπως αυτός ο αφρός. Έρχεται έξω από την κοινωνική ζωή και μας δείχνει τις επιφανειακές διαστάσεις. Λαμποκοπά όπως και ο αφρός, αυτό ακριβώς είναι επίσης και η επιθυμία. Ωστόσο ο φιλόσοφος που θα τον μαζέψει για να τον δοκιμάσει ίσως βρει μια μικρή ποσότητα του να είναι πικρή». (Henri Bergon. Le Rire. Essai sur la signification du comique. Paris Felix Alcan, 1917).
Η πίκρα που μπορούμε να δοκιμάσουμε από το γέλιο είναι εκείνη που βγαίνει από τις οικείες και εύτακτες στιγμές της χαράς, γιατί πίσω από τη χαρμονή κρύβεται το σκάνδαλο που είναι ο απελπισμός, ο πόνος, η οδύνη. Είναι ο συσχετισμός του χιούμορ με την ειρωνεία, δηλαδή, ό,τι ενισχύει τη βαθύτητα που ταλαντεύεται επάνω στην ανισορροπία. Εκεί η ευφράδεια συναντά το τραύλισμα, η ικανότητα την αδεξιότητα, το πλήρες το κενό. Γιατί αυτό είναι το γνήσιο χιούμορ θα μας πει ο Άρθουρ Κόμπτον – Ρίκετ.
Η ανατροπή κτίζει την παρωδία και τη σάτιρα (Friedrich Tieck, 1776 – 1851), όταν το προγραμματισμένο σπάει τα κομμάτια του και εισέρχεται στη ξαφνική συνάντηση μ’ εκείνο που μόνο δεν ελέγχεται, αλλά προκαλεί και βάζει τους δικούς του κανόνες, αναποδογυρίζοντας ό,τι βρει μπροστά του. Το δε χάος που εισβάλλει είναι η παρωδία που ακουμπά στη «λογική πλάνη» (eine vernünftige e illusion).
O Jean Paul ξεχώριζε ιδιαίτερα το χιουμορίστα, γιατί αυτός ξέρει να κατασκευάζει τις εγκάρσιες τομές της ρομαντικής τέχνης του κωμικού. Καλπάζει ως «Ιπποκένταυρος» μεταξύ «Ονοκένταυρων» θα ισχυριστεί ο Jean Paul – και εορτάζει ευφρόσυνα με τα κηρύγματα του. Οι εγκάρσιες τομές του Jean Paul είναι μια υπόθεση ανώφελης ισορροπίας, που μας βυθίζουν στο Άπειρο και στο Μηδέν. Είναι αλήθεια ότι το χιούμορ μπορεί να ταπεινώσει το μεγάλο και να ανυψώσει το μικρό και αυτό γίνεται – θα πει ο Jean Paul – όχι από διάθεση ειρωνικής σύγκρισης που ενέχει ίσως και μια εκδικητική πρόθεση, αλλά μια κάποιας ισορροπίας που τελικά δεν επιτυγχάνεται και οδηγείται στην ανατροπή των δύο πλευρών, προς τέρψιν του Απείρου και του Μηδενός.
Η εσωτερική αίσθηση (inner sense) του χιούμορ, του κωμικού της παρωδίας, του γκροτέσκου είναι να ψαύσει με περιπάθεια την ομορφιά που δε γλιστρά στο βλέμμα που καθρεφτίζεται, αλλά στα κύματα και στις συναντήσεις του αμφίσημου και ανερμήνευτου, στη γοητεία της ζωής, που διατέμνεται αλλά δεν επιβάλλεται.