Ο Γιάννης Δενδρινός μαζί με τους Κατερίνα Λάττα και Γιάννη Λατουσάκη, σε σκηνοθεσία Νίκου Καρδώνη, ανεβάζουν την Aρκούδα του Άντον Τσέχωφ στο θέατρο της σχολής χορού Χοροχρόνος. Η παράστασή τους κάνει πρεμιέρα το Σάββατο 28 Ιανουαρίου. Η κουβέντα μαζί του φαντάζει με περίπατο λέξεων που ξεκινά από το έργο του Ρώσου θεατρικού συγγραφέα για να καταλήξει στο παρόν και την επίμαχη επιλογή που έκανε η κυβέρνηση για τα πτυχία των ηθοποιών.

-Ο Τσέχωφ ταλαιπωρεί τους ήρωές του. Η ηθική τιμή προβάλλεται στο έργο του ως το αιώνιο βάσανο των ανθρώπων. Η συχνά τυφλή υπακοή των ανθρώπων στη μικρότητα, στις ορισμένες ηθικές αξίες είναι το μεγάλο μας πρόβλημα;
 
Δε θα έλεγα ακριβώς τόσο ότι ταλαιπωρεί τους ήρωές του, αν και  καταλαβαίνω απόλυτα τη διατύπωση.  Νομίζω πως αυτό που κάνει με μαεστρία ο Τσέχωφ είναι να φέρνει απλώς στην επιφάνεια την ταλαιπωρία που οι ίδιοι έχουν επιλέξει για τη ζωή τους είτε συνειδητά είτε, ως επί το πλείστον, ερήμην τους. Οι ήρωές του συναισθάνονται ότι έχουν θυσιάσει τη ζωή τους σε έναν σκοπό που ποτέ δεν τους δικαίωσε, με τον χρόνο να περνάει αμείλικτος και την αίσθηση της ματαιότητας να επιτείνεται. Σίγουρα η τυφλή υποταγή τους στις προκαθορισμένες από κάποιους “άλλους”,  πιο δυνατούς, εξουσιαστικούς και ίσως πιο αδίστακτους χαρακτήρες, ηθικές αξίες και δήθεν κώδικες τιμής είναι ένα από τα μεγαλύτερα αδιέξοδά τους. Που βεβαίως κι αυτοί οι ίδιοι, οι “άλλοι“, οι πιο δυνατοί, έχουν προηγουμένως υποταχθεί σε κάτι  αντίστοιχο. Όπως συνέβαινε, συμβαίνει και θα συμβαίνει για πάντα εν γένει στην ανθρώπινη ύπαρξη.
 
Για ποιον λόγο ο Τσέχωφ παραμένει επίκαιρος;
 
Είναι απίστευτο πως αν προσπαθήσει κανείς απλώς να αφηγηθεί την πλοκή όλων των έργων του, θεατρικών μα και διηγημάτων του, μοιάζει τόσο δύσκολο. Είναι σαν να μην έχει κανένα απολύτως νόημα.  Κι αυτό συμβαίνει γιατί ο κόσμος του Τσέχωφ, του αξεπέραστου αυτού συγγραφέα που ήξερε να αποτυπώνει αριστοτεχνικά την “ακινησία”, την έλλειψη ουσιαστικού νοήματος, την αδράνεια που επιμερίζει την αβάστακτη καθημερινότητα, είναι τόσο καλά κρυμμένος πίσω από χαμηλούς τόνους, εσκεμμένες, εκκωφαντικές παύσεις και μία παρατεταμένη διαβρωτική πλήξη που συμπληρώνει μοναδικά τα ανθρώπινα πάθη, τη μοναξιά και τα αδιέξοδα. Σταθερά του μοτίβα γίνονται ο αναπόκριτος κ ανεκπλήρωτος έρωτας και οι αναπόφευκτες μοιραίες συγκρούσεις. Εστιάζει  στους «μικροοργανισμούς» της ανθρώπινης ψυχής, στις ελάσσονες, απρόσμενες και καταστροφικές της δυνάμεις. Ο Τσέχωφ είναι αξεπέραστος στην ικανότητα ανάλυσης του αρχικού σταδίου μιας συναισθηματικής διαδικασίας εν εξελίξει, υποδεικνύει μοναδικά τα πρώτα συμπτώματα μιας παρέκκλισης. Κι όλα αυτά δοσμένα με όπλο το ακραίο, στα όρια του αυτοσαρκασμού, χιούμορ που είναι τόσο μα τόσο λυτρωτικό κι απελευθερωτικό. Νομίζω πως γι’ αυτούς και για άπειρους ακόμα λόγους έχει δικαιωματικά μια κυρίαρχη θέση στη σφαίρα του διαχρονικού και πάντα επίκαιρου.
 
-Η Αρκούδα γράφτηκε από τον Τσέχωφ το 1888. Τι σας ώθησε σ’ ένα έργο του 19ου αιώνα;
 
Έχω την εντύπωση πως αν στις δύο απαντήσεις που προηγήθηκαν προσθέσω και την προσωπική μου ανάγκη, μα και όλων των υπόλοιπων υπέροχων μελών – συντελεστών της παράστασής μας, υπέρτατη ανάγκη να σκαλίσουμε, να αναμετρηθούμε, να ξεκλειδώσουμε και να αποπειραθούμε να φέρουμε στην επιφάνεια της πρόβας και εν συνεχεία της παράστασης την τόσο καλά θαμμένη “κάτω από το χαλί”  δράση, που κρύβεται μέσα στις λέξεις του κειμένου, νομίζω πως αυτά και μόνο είναι υπεραρκετά να μας ωθήσουν να τολμήσουμε με θάρρος, σύμπνοια, αμέριστο σεβασμό και απόλυτη ευθύνη ο ένας απέναντι στον άλλον, μα κυρίως απέναντι στον συγγραφέα, και να βουτήξουμε στα τόσο βαθιά μα γοητευτικά νερά του.
 
•Ίσως ήρθε επιτέλους η ώρα να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε το θέατρο μόνο σαν ένα μηχάνημα παραγωγής παραστάσεων. Έχουμε ανάγκη από ένα θέατρο που έχει στο κέντρο του τον άνθρωπο.
 
ι είναι νέο στο θέατρο;
 
Δεν είμαι σίγουρος πως ξέρω να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα. Δε νομίζω πώς αντιλαμβάνομαι ούτε νιώθω προσωπικά την ανάγκη εύρεσης ενός νέου θεάτρου ή κάτι νέου στο θέατρο. Ύστερα ειδικά από μια τόσο θολή,  αποπροσανατολιστική, βίαιη και σαρωτική περίοδο αναγκαστικής απομόνωσης και  περιθωριοποίησης με αφορμή υγειονομικούς λόγους όπως ήταν αυτή της καραντίνας, θεωρώ πως “νέο” συνιστά κάθε απόπειρα επαναπροσδιορισμού και ξαναγνωριμίας ακόμα και με αυτά που στο θέατρο θεωρούνται ξεπερασμένα και πεπατημένα. Τα πάντα έχουν ειπωθεί και θα ξαναχιλιοειπωθούν επί σκηνής,  με όλους τους πιθανούς τρόπους και συνδυασμούς. Ή και όχι. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό κατά την ταπεινή μου γνώμη. Το θέατρο είναι η μόνη Τέχνη που μπορεί να μεταδώσει τον λόγο, από στόμα σε στόμα, από βλέμμα σε βλέμμα, από σώμα σε σώμα, είναι προσωπική και παράλληλα συλλογική η αγωνία της ύπαρξης και της λειτουργίας του. Κυλάει στο ανθρώπινο DNA. Ίσως ήρθε επιτέλους η ώρα να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε το θέατρο μόνο σαν ένα μηχάνημα παραγωγής παραστάσεων. Έχουμε ανάγκη από ένα θέατρο που έχει στο κέντρο του τον άνθρωπο. Και σίγουρα, αν πραγματικά το θέμα που μας απασχολεί και μας ταλανίζει ως καλλιτέχνες δεν είναι πυρηνικό, δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να το ξεστομίσουμε επί σκηνής, τότε δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να το πούμε. Χίλιες φορές να σιωπούμε ώσπου να εντοπίσουμε επακριβώς τι θέλουμε, δίχως φόβο μα με περίσσεια πάθους να αναμετρηθούμε.  
 
•Η σκιά της τέχνης και του πολιτισμού θα μας υπερκαλύπτει πάντα και παντού
 

-Τι γεύση σας άφησε η κυβερνητική – προεδρική απόφαση γύρω από τους τίτλους σπουδών των δραματικών σχολών;

Ακούω να λένε πως η υποβάθμιση των πτυχίων των καλλιτεχνών αποσκοπεί στην ενίσχυση των διαφόρων ιδιωτικών σχολών. Κατά τη γνώμη μου όμως  η αιτία είναι πολύ πολύ βαθύτερη: η συγκεκριμένη κυβέρνηση,  αν όχι και όλες οι τελευταίες προηγούμενες που τουλάχιστον θυμάμαι, τολμώ να πω πως αισθάνεται πολύ “άβολα” με την τέχνη, δεν έχει καμία σχέση με τον πολιτισμό πραγματικά και ουσιαστικά, εν τω βάθει.

Η τέχνη αναστατώνει, αφυπνίζει και χαλάει τον ήσυχο ύπνο σαν ενοχλητικός κόμπος σε πουπουλένιο μαξιλάρι. Με αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα και τις καταστάσεις που μας φαίνονται άγνωστα και ανεξιχνίαστα, να μας ξενίζουν, να μας ξεβολεύουν και συνεπώς να μας φοβίζουν. Κι έτσι ως απόρροια της βαθιά ενοχικής μας φύσης, κάθε τι το “ξένο” και άγνωστο από αμυντική ίσως στάση, πρέπει να αποδυναμωθεί και να περιθωριοποιηθεί. Γιατί ίσως έτσι έχουμε την ψευδαίσθηση πως κινδυνεύουμε λιγότερο απ’ αυτό. Εκμηδενίζοντάς το, τρέφοντας την ψευδαίσθηση πως έτσι το ξορκίζουμε κιόλας…

Πόσο τραγικά ειρωνικό και γλαφυρό, αστείο και συνάμα ακραία βλάσφημο φαντάζει όμως αυτό… Αρκεί να κοιτάξουμε λίγο πίσω μας. Η σκιά της τέχνης και του πολιτισμού θα μας υπερκαλύπτει πάντα και παντού.

Η “γελοιότητα” είναι εξόφθαλμη εξ αρχής. Αποφοιτώ από μια δήθεν αναγνωρισμένη από το ίδιο το κράτος σχολή, μετά από πολλαπλές εξετάσεις εισαγωγικές και εξαγωγικές, ενώπιον επίσημης εντεταλμένης από το υπουργείο πολιτισμού επιτροπής και μου παρέχει άλλο ένα ακόμα απολυτήριο Λυκείου. Ασχέτως αν για να μπω στη σχολή αυτή μέσα στα απαραίτητα δικαιολογητικά που όφειλα να προσκομίσω για να μπορέσω να δώσω εξετάσεις ήταν πρώτα απ’ όλα το απολυτήριο Λυκείου…

Ανεβάζετε, το λέω όπως είναι γραμμένο στο δελτίο τύπου της παράστασης, ένα κλασικό αριστούργημα. Πώς θα ορίζουμε την έννοια κλασικό αριστούργημα στο μέλλον; Ο όρος θα υπάρχει; Και αν υπάρχει, πώς θα τον αντιλαμβανόμαστε;
 
Η έννοια του κλασικού συνίσταται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι αυτό είναι πάντα διαχρονικό και έτσι θα παραμείνει. Κι αυτό σημαίνει πως όσα μα όσα χρόνια κ αν περάσουν τα θέματα που θίγουν και διαπερνούν ένα κλασικό έργο – κείμενο θα βρίσκεται τρόπος να μας αφορούν, να μας τσιγκλάνε και να μας ξεβολεύουν ες αεί! Αρκεί να είμαστε έτοιμοι να τα αφουγκραστούμε κ να τα ψηλαφίσουμε. Αν τώρα ένα κείμενο είναι ικανό να το πετυχαίνει αυτό τότε δικαίως του αξίζει κ ο χαρακτηρισμός κι ο τίτλος “αριστούργημα”.  
 
 
 

«Η Αρκούδα» του Άντον Τσέχωφ στο Χοροχρόνο

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία : Νίκος Καρδώνης
Μετάφραση : Δαυίδ Μαλτέζε
Επιμέλεια κίνησης : Υβόννη Τζάθα
Μουσική : Μιχάλης και Γιάννης Λατουσάκης
Διασκευή και επιμέλεια στίχων : Βασίλης Ανδρέου
Κοστούμια – σκηνικά : Αλεξάνδρα-Αναστασία Φτούλη, Νίκος Καρδώνης
Φωτισμοί : Ναυσικά Χριστοδουλάκου
Φωτογράφιση παράστασης: Δομνίκη Μητροπούλου
Teaser: Αλέξης Ορφανίδης
Υπεύθυνη Επικοινωνίας : Γιώτα Δημητριάδη

Ηθοποιοί: Κατερίνα Λάττα, Γιάννης Λατουσάκης, Γιάννης Δενδρινός
Ζωντανή μουσική επί σκηνής: Μιχάλης Λατουσάκης

Πρεμιέρα Σάββατο 28 Ιανουαρίου στις 21:15
Κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:15
Για 14 παραστάσεις

Τιμές εισιτηρίων : 13€ κανονικό
10€ μειωμένο (φοιτητικό, ανέργων,πολυτέκνων,άνω των 65 )
Διάρκεια παράστασης: 70’ χωρίς διάλειμμα
Προπώληση: viva.gr

Ανώτερη Επαγγελματική Σχολή χορού, Χοροχρόνος
Διεύθυνση : Ορφέως 76 , Αθήνα
5 λεπτά από το μετρό του Κεραμεικού