Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Εποχή: Όλη η δεκαετία του ’80 και ’90, συνήθως καλοκαίρι

Η παρέα είναι καθισμένη στην παραλία γύρω από τη φωτιά. Η νύχτα είναι σκοτεινή και ζεστή και ο ήχος της θάλασσας σκεπάζεται από τους ερασιτεχνικούς ήχους της κιθάρας, που ο ευαίσθητος της παρέας συνήθως κουβαλάει μαζί του για να παίξει το “Νταστ Ιν δε Γουιντ” που έμαθε πρόσφατα. Η ώρα έχει πάει δύο τα ξημερώματα όταν ξαφνικά ακούγονται ήρεμα βήματα πάνω στην άμμο. Μια αντρική φιγούρα πλησιάζει με ευγενικό πρόσωπο. Δεν είναι από αυτά τα μέρη, είναι ξένος. Στο χέρι κρατάει ένα μισογεμάτο μπουκάλι μπύρα. Του αρέσει η ελληνική μπύρα.

Κάθεται μαζί με την παρέα και δεν διακόπτει την όμορφη μουσική. Σε μια στιγμή ζητάει και αυτός να παίξει κάτι. Η παρέα τού δίνει την κιθάρα. Τότε αυτός αρχίζει και παίζει παπάδες. Η ερασιτεχνική κιθάρα είναι έτοιμη να αυτοκτονήσει από τη συγκίνηση. Ποτέ μέχρι τώρα οι χορδές της δεν χτυπήθηκαν με τόση δεξιοτεχνία. Η παρέα ενθουσιάζεται και απορεί.

– Πού έμαθες τέτοια φοβερή κιθάρα, ξένε? Είσαι μουσικός?

-Ε περίπου, λέει αυτός σε σπαστά ελληνικά, έχω εκεί ένα συγκρότημα και παίζουμε καμιά φορά …

-Πώς το λένε ρε φίλε το συγκρότημά σου; ρωτά πάλι όλη η παρέα μαζί.

Ο ξένος σηκώνεται, τινάζεται από την άμμο, χαμογελάει και πριν χαθεί ξανά πίσω στο σκοτάδι της καλοκαιρινής νύχτας λέει:

– Ε, να μωρέ… το συγκροτηματάκι μας το λέμε Πινκ Φλόιντ.

Ο David Gilmour ήταν ένα μικρό εγγλεζόπαιδο που έψαξε να βρει το νόημα της ζωής στη μουσική και στο ροκ και ρολλ. Το 1967 έφτιαξε λοιπόν τους Pink Floyd μαζί με κάτι άλλους και ξεκίνησε την καριέρα του.

2016-03-29-20-47-35Ύστερα από τεράστιες παγκόσμιες επιτυχίες και αφού πούλησε δεκάδες εκατομμύρια δίσκων και είδε δόξα και καλλιτεχνική καταξίωση όσο λίγοι, το νόημα της ζωής δεν το είχε βρει ακόμα δυστυχώς.

Τότε ήταν που γνώρισε την Ελλάδα και μαζί και το νόημα της ζωής.

Έτσι λοιπόν, εδώ και δεκαετίες αποφάσισε πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο σ’ αυτόν τον Κόσμο από το να γυρίζει από άκρη σε άκρη την Ελλάδα, πεζός με καθημερινά ρούχα για να μην ξεχωρίζει από τους απλούς ανθρώπους, να παραμονεύει τις νύχτες στις παραλίες σαν τους ματάκηδες ανώμαλους και να πετάγεται από το πουθενά ξαφνικά μόλις κάποια παρέα με κιθάρα εμφανιστεί, να σοκάρει για να τους κάνει φιγούρα και μετά να χάνεται σαν τον Άγιο Νεκτάριο πάλι ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι.

Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία με τον Gilmour στην Ελλάδα. Μπορεί και να έγινε στα αλήθεια κάποτε, αλλά από τότε δεν έχει αφήσει παραλία για παραλία που να μην έχει εμφανιστεί.

Προσωπικά, αυτή την ιστορία την έχω ακούσει από τουλάχιστον έξι διαφορετικά άτομα. Μέχρι και οι Πυξ Λαξ το έχουν αναφέρει στα απομνημονεύματά τους, ότι εμφανίστηκε ο Γκίλμουρ ξέρω γω, την ώρα που έπαιζε ο Πλιάτσικας και επειδή είχανε και άλλη κιθάρα, γιατί οι Πυξ-Λαξ πάνε συνήθως από δυο-δυο και πάνω, του δώσανε τη μια και τζαμάρανε κιόλας όλοι μαζί. Και όπως ο Ραλφ Μάτσιο έπαιξε με τον Διάβολο στη μουσική μονομαχία με μπλουζ κιθάρες στην ταινία “Κροσρουντς”, ετσι και οι Πυξ-Λαξ έπαιξαν με τον Gilmour και πιθανόν ο Gilmour να άκουσε πρώτος τα τραγούδια τους πριν τα χαρεί η υπόλοιπη Ελλάδα και να τους συμβούλεψε κιόλας για το πώς μπορείς να γράψεις 100 διαφορετικά τραγούδια και να ακούγονται όλα σαν να είναι το ίδιο.

gilmour 3jpgΜε τα χρόνια ο Gilmour έκανε πιο σύνθετες τις τεχνικές του. Αν, ας πούμε, είναι δεκάδες οι εμφανίσεις του στις παραλίες, ακόμα περισσότερες είναι οι περιπτώσεις που κέρασε μια παρέα σε κάποιο μπαρ οπουδήποτε. Στην Πελοπόννησο, σε ένα κοσμικό νησί ή στο φεριμπότ Παλούκια-Πέραμα. Στέκεται κάπου σε μια γωνία ενός μπαρ και πίνει ήρεμα σαν Ιρλανδοαμερικάνος συνταξιούχος πυροσβέστης της Νέας Υόρκης. Κάποια στιγμή ένα τραγούδι των Floyd ακούγεται στα ηχεία του μαγαζιού. Ένα τραγούδι που αυτός έγραψε. Τότε εντοπίζει την παρέα χαρούμενων νεαρών, που στο άκουσμα του τραγουδιού αυτού θα πανηγυρίσει, και από τη χαρά του και για να τους ανταποδώσει την αγάπη που δείχνουν για τη δουλειά του, φωνάζει τον μπάρμαν, πληρώνει ό,τι ήπιαν μέχρι στιγμής και του λέει: “Πες τους ότι τα ποτά είναι κερασμένα από τον Gilmour” και μετά εξαφανίζεται για να προλάβει να πάει και σε άλλο μπαρ.

Για τον υπόλοιπο Κόσμο ο David Gilmour είναι ανάμεσα στους 14 καλυτέρους κιθαριστές όλων των εποχών, για την Ελλάδα είναι, εκτός από αυτό, και η κοπέλα που βγαίνει ραντεβού και ξεχνά το μπουφάν της και, όταν ο άλλος πάει σπίτι της να το επιστρέψει, μαθαίνει πως είναι νεκρή από χρόνια.

Ο Gilmour είναι η κοπέλα που μπαίνει στα ταξί και ζητάει να την πάνε σπίτι της που είναι το δεύτερο Νεκροταφείο.

Είναι ο Γέρος που εμφανιζόταν από το πουθενά όταν σε έχαναν οι γονείς σου μέσα στο Μινιόν, σε έσωζε από τις θανατηφόρες κυλιόμενες σκάλες για να σε παραδώσει στη ρεσεψιόν σώο και αβλαβή.

Άμα κάτσεις με ένα κερί, δώδεκα τα μεσάνυχτα μπροστά στον καθρέφτη σου και πεις ανάποδα το Πάτερ Ημών, θα δεις τον Gilmour …

Ανήκει πλέον στους μεταφυσικούς θρύλους αυτού του τόπου και κανείς δεν μπορεί να μας τον πάρει.

Άμα κάποτε συναντήσεις τον Gilmour στην Πατησίων και σου πει πως πάει σε έναν κουμπάρο του στην Αίγινα να του βαφτίσει το παΐδι, να το πιστέψεις ότι τον είδες και τον άκουσες.

IMG_20160329_205014Ακόμα και αν βαριέσαι τους Pink Floyd όπως τους βαριέμαι και εγώ.

Γιατί όταν ο μύθος γίνεται πιο γοητευτικός από την αλήθεια τότε η αλήθεια δεν έχει πια και πολύ νόημα. Είναι όπως όταν λέμε “πειρατής” και σκεφτόμαστε θαμμένους θησαυρούς παρόλο που η μονή επιβεβαιωμένη μαρτυρία πειρατή που έθαψε θησαυρό, είναι αυτή του Κάπταιν Φλιντ στο μυθιστόρημα “Το νησί των θησαυρών” του Στίβενσον.

Δεν θα φαίνεται ποτέ ρεαλιστικό κάποιος που παίζει καθημερινά τη ζωή του κορώνα γράμματα, με καταιγίδες, καρχαρίες, τροπικές αρρώστιες και τα κανόνια του βασιλικού ναυτικού, για να βγάλει χρήματα, να αποφασίζει τελικά να τα θάψει αντί να τα φάει.

Όμως, θα φαίνεται πάντα πιο γοητευτικό και θα κάνει κάτι μέσα σου “να λάμπει σαν τρελό διαμάντι”.