
Η Μεγάλη Λογοκρισία πάνω από τη Λογοκρισία
Του Θανάση Μουτσόπουλου*
Τρεις πρόσφατες καλλιτεχνικές περιπτώσεις. Μια σε πλατεία του Παλιού Φαλήρου, μια σε Προξενείο της Ελλάδας στη Νέας Υόρκη, μια (ή δυο) στην Εθνική Πινακοθήκη. Τεχνικά μιλώντας, μόνο η μεσαία περίπτωση μπορεί να χαρακτηριστεί «λογοκρισία». Οι άλλες δυο αφορούν σε βανδαλισμό ανώνυμο ή επώνυμο. Και οι τρεις ή τέσσερις περιπτώσεις όμως χαρακτηρίζουν την αναζωπυρωμένη διάθεση της ελλαδικής ακροδεξιάς να έχει λόγο για τις εικαστικές τέχνες, ένας τομέας μέχρι πρότινος, ελιτίστικος και ανώδυνος, απευθυνόμενος στην παλιά παραδοσιακή αστική τάξη.
Αυτές τις μέρες γίνεται, από πολλές πλευρές γύρω μας, μια προσπάθεια συλλογής υπογραφών οι οποίες να καταδικάζουν το συμβάν. Ασφαλώς είναι αυτονόητη η αντίθεση όλων των ανθρώπων που εμπλέκονται με το φαινόμενο του πολιτισμού σε μια τέτοια πράξη βανδαλισμού. Η ομοφωνία εδώ είναι απόλυτη. Παρόλο που στην υπόλοιπη χώρα, το 98% του πληθυσμού, το οποίο δεν αυτοπροσδιορίζεται ως «άνθρωποι του πολιτισμού», δε μοιάζει να συμμερίζεται τις ευαισθησίες τους, όπως αποκαλύπτουν δραματικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ενώ, ταυτόχρονα, μοιάζει να αγκαλιάζει μαζικά εθνικιστικές, ξενοφοβικές, ρατσιστικές και φονταμενταλιστικές απόψεις. Βορείως δε της Λάρισας τα ποσοστά είναι καταιγιστικά.
Τα τρία παραδείγματα που απασχόλησαν, εμμέσως, όλα συνδέονται με το φαινόμενο που συχνά αποκαλούμε Συστημική τέχνη, μια τέχνη η οποία χαίρει της προβολής των μεγάλων θεσμών της χώρας, των ιδρυμάτων, των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης (ακόμη και στη σημερινή θλιβερή σκιά του ένδοξου παρελθόντος τους) και φυσικά της ίδιας της κυβέρνησης.
Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι αυτή η κυβέρνηση επέλεξε να διορίσει χωρίς διαγωνισμό τις δυο διευθύντριες των μεγαλύτερων καλλιτεχνικών μουσείων της χώρας ενώ αλλού, προτίμησε να ακολουθεί τέτοιες «ανοιχτές» διαδικασίες για χάρη της διαφάνειας. Αυτό δείχνει ότι πρόκειται για πρόσωπα της απευθείας προτίμησης κοντινών ανθρώπων του πρωθυπουργού.
Από τη στιγμή του διορισμού τους δε οι εκθεσιακές τους πρακτικές ανερυθρίαστα προβάλουν και εκθέτουν καλλιτέχνες, του δικού τους πλέον, κοντινού περιβάλλοντος. Αυτή είναι, εν συντομία, η γενεαλογία της ελλαδικής δημοκρατίας σε σχέση με τον πολιτισμό. Τα εγχώρια Μ.Μ.Ε. φυσικά δεν αρθρογράφησαν γι’ αυτές τις πρακτικές. Δεν έγινε ποτέ καμιά διαμαρτυρία έξω από τα μουσεία αυτά ή το υπουργείο πολιτισμού. Δεν συλλέχθηκαν ποτέ υπογραφές.
Και ερχόμαστε τώρα στο πιο καίριο ερώτημα. Σε συνδυασμό με τη σταδιακή κατάλυση (;) των ηθικών, θρησκευτικών, νομικών ή κοινωνικών περιορισμών που θα συνιστούσαν κάτι που θα ονομάζαμε «λογοκρισία», ο σημερινός καλλιτέχνης μοιάζει να μη σταματάει πουθενά. H τέχνη παρουσίασε την αισθητική σύλληψη της αντιτέχνης. Καμιά τέχνη δεν είναι πλέον νοητή χωρίς αυτό το στοιχείο, χωρίς τον αυτοσαρκασμό, την εκ των έσω ανατροπή της ή, ακόμη, και την αυτοκατάργησή της.
Οι ασυμβίβαστοι, αντισυστημικοί, κριτικοί καλλιτέχνες της χώρας, όροι βαρύγδουποι που όμως τείνουν να περιγράφουν το φαινόμενο της Σύγχρονης Τέχνης στον δυτικό κόσμο ακόμη και στις περιπτώσεις που οι ίδιοι μετατρέπονται σε σταρ και άρα αφομοιώνονται σε πρωταγωνιστικούς ρόλους του συστήματος (από τον Ai Wei Wei μέχρι τον Banksy), πόσο συχνά προσκαλούνται να τοποθετήσουν ένα δημόσιο γλυπτό σε μεγάλη πλατεία της χώρας, να εκθέσουν σε Προξενείο στη Νέα Υόρκη ή στην Εθνική Πινακοθήκη; Σπανίως, είπατε; Τα εγχώρια Μ.Μ.Ε. φυσικά δεν αρθρογράφησαν ποτέ γι’ αυτές τις πρακτικές. Δεν έγινε ποτέ καμιά διαμαρτυρία έξω από τα μουσεία αυτά ή το υπουργείο πολιτισμού. Δεν συλλέχθηκαν ποτέ υπογραφές.
Σήμερα μοιάζουμε καθηλωμένοι σε ένα μακάβριο δίλημμα. Με τον ίδιο τρόπο που οι γάλλοι ψηφοφόροι αναγκάστηκαν να ψηφίσουν, με τα τέσσερα, σκληρούς νεοφιλελεύθερους υποψήφιους ώστε να ανακόψουν την κατάληψη της Προεδρίας από την ακροδεξιά, έτσι και εμείς είμαστε ουσιαστικά υποχρεωμένοι να ταχθούμε υπέρ της πολιτικής μιας ιδιαίτερα διεφθαρμένης κυβέρνησης απέναντι στις οργίλες επιθέσεις της ελλαδικής Alt-right.
Νομίζω ότι είναι σημαντικό να τεθεί αυτός ο προβληματισμός ακόμη και αν, στη συνέχεια, η στάση μας δεν μπορεί παρά να είναι αυτονόητα κατά του σκοταδισμού. Όμως, πραγματικά, νιώθετε καλά; Και, στο τέλος της ημέρας, αφιερώνουμε χρόνο, κινητοποιήσεις και μελάνι (όπως καλή ώρα σε αυτό το άρθρο που διαβάζετε), για να υπερασπίσουμε μέτρια έργα.
Ενώ, την ίδια εποχή, ένας πακτωλός καλλιτεχνών προσπαθεί να βρει κανάλια να διοχετεύσει απείρως πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις και, αφού το σύστημα τον αποκλείει, οδηγείται σε εναλλακτικούς, εκ των ενόντων, περιθωριακούς εκθεσιακούς χώρους. Διαφωνήσατε με τον όρο «μέτριος»; Είναι κάτι υποκειμενικό, λέτε. Μα ασφαλώς έχετε δίκιο. Το διορθώνω. Έργα δειλά τα οποία ουδέποτε είχαν την πρόθεση να ανακινήσουν σοβαρά κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα (ξέρετε ποια είναι αυτά) και τα οποία αναμφίβολα δεν είχαν καμιά πρόθεση να θίξουν πραγματικά την πατρίδα, τη σημαία ή τη θρησκεία, την ίδια στιγμή στην οποία εκατοντάδες άλλα το κάνουν συνειδητά και στοχευμένα αλλά, φυσικά δεν εκτίθενται σε μεγάλη πλατεία της χώρας, σε Προξενείο στη Νέα Υόρκη ή στην Εθνική Πινακοθήκη; Και, βέβαια, τα εγχώρια Μ.Μ.Ε. φυσικά δεν αρθρογράφησαν ποτέ για την απουσία τους. Δεν έγινε ποτέ καμιά διαμαρτυρία έξω από τα μουσεία αυτά ή το υπουργείο πολιτισμού. Δεν συλλέχθηκαν ποτέ υπογραφές.
Σήμερα, στη χώρα μας, υπάρχουν εξειδικεύσεις, μεταπτυχιακές σπουδές και επαγγελματικές ενασχολήσεις πάνω στο θέμα της Λογοκρισίας. Υπάρχουν ειδικοί Λογοκρισιολόγοι, τους οποίους προσκαλούν, μονότονα, κάθε τόσο τα συστημικά media. Οι θεωρητικοί και φιλόσοφοι της τέχνης του 20ου αιώνα θα ωχριούσαν μπροστά σε αυτό το γεγονός. Η συζήτηση για την τέχνη τότε άφηνε επαναστατικές υποσχέσεις όχι μόνον για την ολοκληρωτική μεταμόρφωση της καλλιτεχνικής πρακτικής αλλά και τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας μέσα από την ίδια διαδικασία. Αυτό που υποσχέθηκαν πραγματοποιήθηκε. Σε μορφή κειμένων και έργων. Ήταν, δεν υπάρχει αμφιβολία, μια επαναστατική εποχή. Και μετά ο νεοφιλελευθερισμός, οι νέοι μεγιστάνες επέλεξαν να αγκαλιάσουν και να αφομοιώσουν το φαινόμενο.
Η Πρωτοπορία εξάλλου είναι σέξι. Διεθνείς Οργανισμοί, Πάμπλουτα Ιδιωτικά Ιδρύματα, τα οποία όλα δείχνουν ότι θα ελέγχουν και τα δημόσια, δημιουργούν μια νέα Νομενκλατούρα σχετικά νέων ως επί το πλείστον καλλιτεχνών, οι οποίοι δέχονται πρωτοφανείς παροχές και κονδύλια. Μόνον αφελείς ίσως εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η σύγχρονη τέχνη μπορεί να είναι σήμερα κάτι το επαναστατικό. Και αν είναι ακόμη, μάλλον δεν θα τη δείτε εκεί που φαντάζεστε. Και, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, οι πιο συντηρητικές δυνάμεις της κοινωνίας επέλεξαν να αντεπιτεθούν. Από τη νέα Αμερική του προέδρου Τραμπ μέχρι την αναβίωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία έως την εκτόξευση των ακροδεξιών κομμάτων στη χώρα μας (με δραματικά ποσοστά στο βόρειο κομμάτι της), ένας, πιθανόν, πλειοψηφικός κόσμος απαιτεί την επιστροφή στις παλιές αξίες.
Δεν υπάρχει δίλημμα. Ασφαλώς δεν υπάρχει δίλημμα εδώ. Όμως, πιστεύω, ότι μια πολύ μεγαλύτερη Λογοκρισία σκιάζει αυτή τη Λογοκρισία. Οι φωνές που αξίζει να ακουστούν και δεν ακούγονται. Τουλάχιστον δεν ακούγονται δυνατά. Και, βέβαια, τα εγχώρια Μ.Μ.Ε. φυσικά δεν αρθρογράφησαν ποτέ για τη σιωπή τους. Δεν έγινε ποτέ καμιά διαμαρτυρία έξω από τα μουσεία ή το υπουργείο πολιτισμού. Δεν συλλέχθηκαν ποτέ υπογραφές.
* Ο Θανάσης Μουτσόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Σχολή Αρχιτεκτόνων, ΕΜΠ.