Μια ιδέα αποδόμησης. Να γκρεμίσουμε το θέατρο της Επιδαύρου και να στήσουμε αντίσκηνο στο κέντρο της σκηνής του. Ποιος Αριστοφάνης; Ποιος Ευριπίδης; H τέχνη όπως τη μάθαμε είναι αχρείαστη; Συμφωνούμε; Αν συμφωνούμε, υποθέτω πως έχουμε νέα τέχνη να προτείνουμε. Έχουμε;

Η τελευταία παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου συζητήθηκε και συζητιέται. Όσοι την είδαν μιλούν για φιάσκο xxl διαστάσεων. Δικαίωμά τους. Τι, όχι; Το παρανοϊκό είναι πως στην κουβέντα γύρω από μια παράσταση προσαρτήθηκε και κάτι πολύ μεγαλύτερο. Η αξία της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Η ομόθυμη άποψη των αγωνιούντων για την πιστότητα του πλουραλισμού και της ελεύθερης ανάσας που πρέπει να αποπνέει το καλλιτεχνικό έργο, όταν αναζητά στασίδι στη μοναξιά μιας θεατρικής παραγωγής μάς ξεπερνά. Η κουβέντα περί της ελεύθερης διακίνησης μιας καλλιτεχνικής ιδέας δεν θα γίνει με όρους ειδωλολατρίας.

Με αφορμή το πρόσφατο γεγονός στην Επίδαυρο, στο ίδιο – με το παραπάνω- σαδομαζοχιστικό πλαίσιο, απολαμβάνουμε και τα μοιρολόγια των αυτόκλητων εργοδηγών της υποτιθέμενης υγιούς καλλιτεχνικής κριτικής. Mon Dieu ολικής άλεσης. Απαιτούν με φινέτσα πονηρού επαίτη την κάθαρση του σιναφιού τους. Τέλεια. Η αφεντιά τους ας γίνει ο πρόλογος! Και όταν πετάξουν στον ουρανό της αυτοκριτικής να μην ξεχάσουν πως η κριτική τέχνης δεν έχει ημερομηνία γέννησης την ημέρα που συνέλαβαν το δημοσιογραφικό μικρόβιο.

Με το πρόταγμα της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών δεν θα μπορούσαμε ποτέ να διαφωνήσουμε. Και το λέμε γιατί από το δικό μας βήμα αυτό ακριβώς διεκδικούμε χωρίς να ξεχνάμε ποτέ πως εργασία δεν είναι -μόνο- εκείνη που ονομάζεται μισθωτή. Η θέα κειμένων που προκαλούν για την ελευθερία τους μας ερεθίζει. Ισόποσα ερεθιστική είναι και η ελεύθερη γλώσσα των καλλιτεχνών που δοκιμάζουν να εξερευνήσουν την ανθρώπινη ψυχή παράγοντας τέχνη.

Τα υπόλοιπα είναι μαλακίες.