
Του Παύλου Θ. Κάγιου
Τώρα που ξαναμοιράζεται ο κόσμος από τους ισχυρούς της γης, το ντοκιμαντέρ «Ο κύριος Μπάχμαν και η τάξη του» μας δείχνει πόσο άνισος – άραγε και μάταιος; – είναι ο αγώνας ορισμένων φωτισμένων ανθρώπων να δώσουν ελπίδα και φως στις νέες γενιές που θα σύρουν αύριο το παγκόσμιο άροτρο της ανθρωπότητας…
Το ντοκιμαντέρ έχει κερδίσει την Αργυρή Άρκτο και το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Βερολίνου 2022 και ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Καλύτερου Ευρωπαϊκού Ντοκιμαντέρ της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μέσα από τη καταγραφή της σχέσης ενός αντισυμβατικού δασκάλου – μουσικού και ολίγον φρικιού… – με τους μετανάστες μαθητές του, βγαίνει στην επιφάνεια η άνιση – και δυσθεώρητη – μάχη που προσπαθεί να κερδίσει η εκπαίδευση στις σύγχρονες ευρωπαϊκές πολυπολιτισμικές, πολυφυλετικές κοινωνίες, μέσα από τον φακό της Γερμανίδας σκηνοθέτιδας Μαρίας Σπετ.
•Το Σταντάλεντορφ είναι μια μικρή βιομηχανική πόλη της κεντρικής Γερμανίας, όπου η πλειοψηφία των κατοίκων είναι μετανάστες. Η ιστορία της σε σχέση τους ξένους είναι μακρά και περίπλοκη. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο χαρισματικός δάσκαλος Ντίτερ Μπάχμαν προσπαθεί με τις αντισυμβατικές εκπαιδευτικές του μεθόδους να δώσει στους μαθητές του τα εφόδια αλλά και τις αξίες, ώστε να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τον διπλανό τους, αλλά και να νιώσουν τη Γερμανία… σπίτι τους.
Το «Ο κύριος Μπάχμαν και η τάξη του» είναι ένα τρυφερό ντοκιμαντέρ που καταγράφει τον δεσμό ανάμεσα σε έναν δάσκαλο μαθητών βασικής εκπαίδευσης και τους μαθητές του. Οι αντισυμβατικές του μέθοδοι συγκρούονται με τις σύνθετες κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες της επαρχιακής γερμανικής πόλης στην οποία ζουν. Οι μαθητές είναι έφηβοι ηλικίας από 12 έως 14 ετών που για διάφορους λόγους έχουν μείνει «πίσω». Μαθητές με τεράστιες διαφορές σε επίπεδο σχολικών δεξιοτήτων μέσα στην ίδια τάξη, που στο τέλος της χρονιάς θα επιλεγούν για διαφορετικές κατευθύνσεις σπουδών. Ένα πολύχρωμο μείγμα μαθητών από εννέα χώρες. Μια συγκέντρωση πολύ διαφορετικών πολιτισμών, ως αποτέλεσμα ενός κόσμου που παγκοσμιοποιείται.
Ο κύριος Μπάχμαν διδάσκει στο ενιαίο σχολείο Georg-Büchner του Σταντάλεντορφ, στο βόρειο Χέσε της Γερμανίας. Η πολιτισμική σύνθεση της τάξης του αντικατοπτρίζει το πληθυσμιακό μείγμα της πόλης, στην οποία κατοικούν περίπου 21.000 άνθρωποι. Το 25% δεν έχει γερμανική υπηκοότητα, το 70% προέρχεται από οικογένειες μεταναστών. Περίπου 5.000 κάτοικοι είναι μουσουλμάνοι. Το Σταντάλεντορφ είναι μια μικρή πόλη με μεγάλη βιομηχανική βάση. Το χυτήριο σιδήρου Fritz Winter ιδρύθηκε το 1951 και σήμερα προσφέρει 2.800 θέσεις εργασίας. Το 1956, η Ferrero εγκατέστησε εδώ το μεγαλύτερο εργοστάσιό της παγκοσμίως με 3.400 υπαλλήλους. Οι πρώτοι ξένοι εργάτες έφτασαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, από την Ιταλία και την Ελλάδα, και από το 1963 και από την Τουρκία. Όμως, το ιστορικό της πόλης να απασχολεί ξένους εργάτες πάει πίσω μέχρι το καθεστώς των Ναζί. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Σταντάλεντορφ ήταν το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κέντρο παραγωγής όπλων και πυρομαχικών. Η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού δεν ήταν εκεί με τη θέλησή του. Πολλοί από τους εργάτες προέρχονταν από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μουνχμούλε και δούλευαν εκεί καταναγκαστικά.
•Το Σχόλιο της σκηνοθέτιδας Μαρίας Σπετ
Ο Ντίτερ Μπάχμαν και εγώ γνωριζόμαστε εδώ και δεκαετίες. Αφότου ξεκίνησε να εργάζεται στο Σταντάλεντορφ ως δάσκαλος, μου είχε μιλήσει επανειλημμένα μέσα στα χρόνια για αυτή την πόλη και τους μαθητές του σχολείου Georg-Büchner και μου έλεγε ότι θα πρέπει στ’ αλήθεια να έρθω να ρίξω μια ματιά.
Προσεγγίζοντας αυτή την πόλη της γερμανικής ενδοχώρας από έναν από τους γύρω λόφους, βλέπεις τις σιλουέτες των εργοστασιακών καμινάδων να καπνίζουν μέσα στην ομίχλη που απλώνεται πάνω από την πεδιάδα. Από μακριά φαίνεται λες και είναι ένα μεγάλο βιομηχανικό συγκρότημα, το οποίο περιστοιχίζεται από συγκροτήματα κατοικιών από τη μία πλευρά και από ένα παραδοσιακό χωριό από την άλλη. Αναζητώντας την ιστορία πίσω από αυτά τα ίχνη, μαθαίνεις ότι το Άλεντορφ ήταν ένα μικρό αγροτικό χωριό μέχρι το 1938, όταν το καθεστώς των Ναζί έχτισε εκεί το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής εκρηκτικών.
Αν επισκεφθείς τον Ντίτερ Μπάχμαν στην τάξη του, θα δεις έναν δάσκαλο που χτίζει μια προσωπική, συναισθηματική σχέση με τους μαθητές του. Κάποιον που δε μεταδίδει απλά γνώση αλλά που εμπλέκει όλη του την προσωπικότητα, με όλες τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του. Κάποιον που δεν έχει κανένα ταμπού και σχετίζεται με τους μαθητές του χωρίς προκαταλήψεις. Όχι στην υπηρεσία της πολιτικής ορθότητας αλλά ως βιωμένο, συναισθηματικό άνοιγμα, χωρίς καμία συγκαλυμμένη δυσαρέσκεια. Δημιουργεί μια ανοιχτή ατμόσφαιρα χωρίς φόβο, μέσα στην οποία οι μαθητές του αισθάνονται ασφαλείς, μπορούν να δείξουν τον εαυτό τους και να εξελιχθούν. Το σχολείο γίνεται το καθιστικό τους, ένας χώρος εμπιστοσύνης, όπου μπορούν να μιλήσουν για οτιδήποτε τους απασχολεί. Με έναν δάσκαλο που μέσα στη συζήτηση τούς δοκιμάζει, τους προκαλεί, τους ενθαρρύνει, τους ενδυναμώνει και προωθεί την αλληλεγγύη και την ενσυναίσθηση.
Το σημείο εκκίνησης αυτού του πρότζεκτ δεν ήταν μια διατριβή για την πραγματικότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ως μια χώρα μεταναστών ή την παρουσίαση ενός εναλλακτικού παιδαγωγικού μοντέλου, αλλά η παρατήρηση και η χωρίς προκαταλήψεις γνωριμία με αυτούς τους ανθρώπους.
Τα παιδιά στην τάξη του Μπάχμαν προέρχονται κυρίως από εργατικές οικογένειες, ανεξάρτητα από την τουρκική, ρωσική, βουλγαρική ή γερμανική καταγωγή τους. Μπορεί κανείς δικαίως να ισχυριστεί ότι οι ζωές τους είναι ασταθείς, οι ευκαιρίες τους για μόρφωσή και κοινωνική ανέλιξη περιορισμένες. Αλλά, όπως ο δάσκαλος Μπάχμαν δίνει σε αυτούς τους νέους ανθρώπους την ευκαιρία να αναπτύξουν δεξιότητες, ομορφιά και αξιοπρέπεια, το ίδιο ήθελα να τους δώσω κι εγώ στο μοντάζ μου: να γίνουν σταρ για 217 λεπτά.
Ο ίδιος ο κύριος Μπάχμαν λέει: “Ήταν μια χιονισμένη χειμωνιάτικη μέρα όταν διέσχισα για πρώτη φορά το προαύλιο του σχολείου Georg-Büchner. Και βρέθηκα κάπως απροετοίμαστος. Ήξερα ότι δεν ήταν το μέρος που ήθελα να είμαι. Όχι! Ραπ μουσική ούρλιαζε από κάπου, τα πάντα ήταν ανάστατα, τρεχαλητά, φωνές.
Από μακριά, είδα δύο αγόρια να με «κόβουν». «Ποιον ψάχνετε; Τι κάνετε εδώ;» Γέλασαν, χωρίς αγένεια. «Μμμ, λοιπόν… Νομίζω ότι θα πρέπει να γίνω δάσκαλος εδώ», αστειεύτηκα.
Τα αγόρια γούρλωσαν τα μάτια τους. «Ω ναι! Τότε θα πρέπει να γίνετε ο δικός μας δάσκαλος! Πώς σας λένε;» Παραλίγο να απαντήσω «Ντίτερ», αλλά τελικά κατάφερα να πω: «Είμαι ο κύριος Μπάχμαν». Με πήραν από το χέρι και με οδήγησαν στο γραφείο της διεύθυνσης του σχολείου. Κι έτσι γεννήθηκε ο δάσκαλος Μπάχμαν!”
Σκηνοθεσία: Μαρία Σπετ
Σενάριο: Μαρία Σπετ, Ράινχολντ Φόρσναϊντερ