από την Μαριλιάνα Ρηγοπούλου*/ //

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του μετρό της Ομόνοιας, αποκαλύπτεται σιγά σιγά στα μάτια μου το επιβλητικό ξενοδοχείο φάντασμα πια το «Μπάγκειον», μια μαύρη σιδερένια δίφυλλη πόρτα με ανοιχτό το ένα φύλλο της, στο βάθος ένας διακριτικός φωτισμός γαλήνιος, σχεδόν απόκοσμος κι ένας γκρουμ με βελούδινο κόκκινο σακάκι να περιμένει αγέρωχος να εκτελέσει τα καθήκοντά του προς όλους τους πελάτες του ξεχασμένου ξενοδοχείου.

Πάνω ακριβώς στην πλατεία Ομόνοιας, κόσμος, κίνηση, θόρυβος, αυτοκίνητα να κορνάρουν κι όμως όταν τα πόδια μου πάτησαν τα πρώτα μαρμάρινα σκαλοπάτια η απόλυτη ηρεμία, σχεδόν μυστηριακή.

Μια σκάλα μαρμάρινη, μια σιδερένια κουπαστή και στο βάθος η ρεσεψιόν υποδοχής.

Δωμάτιο 158, αυτό ήταν το εισιτήριό μου μαζί με το κλειδί, 1ος= όροφος, αίθριο.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή όλα έδειχναν πως εδώ συμβαίνει κάτι διαφορετικό από τις συμβατικές θεατρικές φόρμες.

Ο Χρήστος Καπενής ως γκρουμ αρχικά μας υποδέχεται σ’ ένα ταξίδι στο χρόνο, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το 2018 είναι ανύπαρκτο πια.

Η παράσταση αρχίζει ήδη απ’ το ισόγειο με τη μικρή αναφορά στην ιστορία του ίδιου του ξενοδοχείου «Μπάγκειον», που κουβαλά 124 χρόνια στις πλάτες του από τη μέρα δημιουργίας του από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Έρνστ Τσίλλερ, στη θέση ακριβώς όπου υπήρχε η οικία του Χαρίλαου Τρικούπη.

Το όνομά του προέρχεται από τον Ηπειρώτη Ιωάννη Μπάγκα, ο οποίος το έκανε δωρεά στο ελληνικό κράτος όσο ήταν εν ζωή, γι’ αυτό και ο Χαρίλαος Τρικούπης, εισηγήθηκε να του δοθεί μία σύνταξη 400 δραχμών ώστε να ζει αξιοπρεπώς. Μετά το θάνατό του, έχοντας συγκεντρώσει χρήματα και από αυτή τη σύνταξη τα άφησε πάλι στο ελληνικό κράτος.

Κτίριο έκτασης 2.200 τετραγωνικών μέτρων, με εξαιρετικές οροφογραφίες και μια αρχιτεκτονική καινοτομία καθώς υπάρχει κεντρικό αίθριο με γυάλινη σκεπή γύρω από το οποίο βρίσκονταν κυκλικά τα δωμάτια.

Στο υπόγειο του «Μπάγκειον» μια διαφορετική εικόνα, στεγάζεται το καφενείο του οποίου η γοητευτική παρουσία απορρέει απ’ την ανθρώπινη σύστασή του καθώς μετατρέπεται σε φιλολογικό-καλλιτεχνικό στέκι, στην ίδια αίθουσα που λέγεται ότι λειτουργούσε και ως καφέ σαντάν της εποχής, εκεί έπιναν τον καφέ, το ποτό τους μεγάλες φυσιογνωμίες των γραμμάτων και των τεχνών όπως ο Κώστας Βάρναλης, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κώστας Ουράνης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Ορέστης Λάσκος ο οποίος μάλιστα είχε γράψει: «Κάτω απ’ τα τόξα του υπογείου με τις τεφρές σκιές των/ και μες στην κούφια ατμόσφαιρα που μια σιγή αντηχεί/ της κοινωνίας οι άχρηστοι κηφήνες, μοναχοί, στο περιθώριον της ζωής διαγράφουν τις τροχιές των», όλη η φιλολογική διανόηση συγκεντρωμένη, έμελλε να γράψει Ιστορία.

• «Τζόαν Παντάν και οι θλιμμένοι τροπικοί» δύο έργα δεμένα μεταξύ τους που εναλλάσσονται επί σκηνής από τον Χρήστο Καπενή που υποδύεται τον Τζόαν Παντάν

«Ο Τζόαν Παντάν», έργο του ανατρεπτικού Ντάριο Φο κατά το οποίο ένας νεαρός Βενετσιάνος τυχοδιώκτης προκειμένου να γλυτώσει από την Ιερά Εξέταση, μπαρκάρει στο πλοίο του Κολόμβου που σαλπάρει για το Νέο Κόσμο.

«Οι Θλιμμένοι Τροπικοί» του Κλώντ Λεβί-Στρως, αποτελεί μια ταξιδιωτική μυθιστορία, με αρκετές εθνογραφικές αναλύσεις για τις φυλές του Αμαζονίου και παράλληλα ποικίλους φιλοσοφικούς στοχασμούς.

Ιδιαιτέρως ευρηματική η σύλληψη και διασκευή τόσο από τον σκηνοθέτη Γρηγόρη Χατζάκη όσο κι απ’ τον ηθοποιό Χρήστο Καπενή.

Θεωρώ πως η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου, θα έβρισκε σύμφωνο ακόμα και τον Ντάριο Φο καθώς και ο ίδιος στο Μιλάνο είχε μετατρέψει ένα παλιό εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σε θέατρο το 1968, πάντα πρωτοποριακός.

Όλο το έργο διαδραματίζεται στον 1ο= όροφο, στο αίθριο

Το εγχείρημα αυτό, είναι εξαιρετικά τολμηρό και ριψοκίνδυνο, καθώς η ένωση των δύο αυτών συγγραφέων με τα έργα τους φαινομενικά αντίκειται και δεν είναι λειτουργική, ωστόσο ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Χατζάκης κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί όλα τα καινοτόμα στοιχεία του ύφους της γραφής του Ντάριο Φο, όπως το ανατρεπτικό και απροσδόκητο χιούμορ, τον άμετρο αυτοσχεδιασμό (όπου κατά κόρον σ’ αυτόν βασίζονται τα έργα του) και το πλούσιο υλικό από την Commedia dellarte που βασίζεται περισσότερο στην άψογη τεχνική της κωμωδίας (όχι επιτηδευμένη) και όχι στη λόγια κωμωδία.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, καθώς ο Ντάριο Φο στην ουσία υπήρξε ιδρυτής ενός νέου είδους θεάτρου, του αφηγηματικού όπως: «Μίστερο Μπούφο», έρχεται το προζάτο και αφηγηματικό κείμενο του Λεβί-Στρως να παντρευτεί.

Επιτυγχάνοντας αυτό το πρώτο επίτευγμα άρρηκτης ζεύξης των δύο έργων, ο Γρηγόρης Χατζάκης κατορθώνει το ανέφικτο σε εφικτό, τη μεταφορά του στο σήμερα, στις παρούσες πολυπολιτισμικές συνθήκες, με τις όποιες διαπολιτισμικές διαφορές που προκύπτουν απ’ τις μετακινήσεις των πληθυσμών, είτε αυτές αφορούν ήθη, έθιμα, κουλτούρα, γλώσσα, θρησκεία.

Ο τρόπος παρουσίασης αιχμηρός, τα θέματα που θίγει και κατακεραυνώνει, ποικίλα, τη διαφορά των ανθρώπων τόσο τη γενετήσια, όσο και την κοινωνική, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που κάνει τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές εν δυνάμει δολοφόνους κάτω από τις ανάλογες συνθήκες, η βαθειά ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε μια ανώτερη δύναμη που μπορεί να τον προστατέψει, ο φόβος, η έλλειψη γνώσης πόσο απροστάτευτους, άβουλους μας αφήνει και εκτεθειμένους κάποιες φορές.

• Ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Χατζάκης, οικοδόμησε μια κοινωνική παράσταση, με υπόβαθρο καθαρά φιλοσοφικό, καθώς οι στοχασμοί που ξεδιπλώνουν το νήμα τους μέσα από τον κεντρικό ήρωα Τζόαν Παντάν, είναι βαθειά ηθικοί, ουσιαστικά αποκαλυπτικοί, μιλούν για την αγάπη, την ισότητα με την ευρύτερη έννοια, την εσωτερική αναζήτηση, την αποκάλυψη των υπαρξιακών ερωτημάτων, τον διαχωρισμό του σίτου από την ήρα και των εριφίων από τα πρόβατα, την ύψωση της ψυχής ή το κατακρήμνισμά της

Αντινομίες του μυαλού και της ψυχής που μόνο η ελεύθερη συνείδηση μπορεί ad hoc να επιλύσει.

Στο ρόλο του Τζόαν Παντάν ο Χρήστος Καπενής, που φτάνει στον Νέο Κόσμο, γνωρίζει μια διαφορετική ζωή με άλλη μορφολογία, εντυπωσιάζεται, φοβάται, δειλιάζει, χαίρεται, αναζητά το νόημα της ζωής, οι ψυχολογικές του διακυμάνσεις πλούσιες, για να καταλήξει να βοηθήσει τους Ινδιάνους να αναχαιτίσουν την επέλαση των Ισπανών κατακτητών, έντονα τα ιστορικά στοιχεία διαχέονται σε όλο αυτό το αφηγηματικό κομμάτι.

Ο Χρήστος Καπενής επί σκηνής είναι χαρισματικός, καθώς εμφανίζει μια ιδιαίτερη ευελιξία των εκφραστικών του μέσων, κατορθώνει να ενσωματώσει απόλυτα την εναργή δραματοποίηση με την αφηγηματική ακολουθία, ξεδιπλώνοντας το σημειολογικό υπόβαθρο των κειμένων, καθώς αρχικά εμφανίζεται ως ένας νεαρός ρασιοναλιστής τυχοδιώκτης, για να καταλήξει γυμνός μπροστά στη μοίρα με περισσότερη γενναιότητα και εσωτερική ελευθερία και να κατορθώσει να ανταποκριθεί στον μεσσιανισμό των Ινδιάνων.

Ο Λεβί-Στρως στο έργο του μας λέει: «…….η περιπέτεια στην καρδιά του Νέου Κόσμου σημαίνει πριν από όλα ότι ο κόσμος αυτός δεν ήταν δικός μας και ότι κουβαλάμε το αμάρτημα της καταστροφής του. Και κατά δεύτερο λόγο ότι δεν θα υπάρξει πλέον κανένας άλλος».

Η περιπέτεια λοιπόν και η ηθική υπόσχεση αποτέλεσαν για τους Ginger Creepers (Χρήστο Καπενή και Γρηγόρη Χατζάκη) τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης-καινοτόμας παράστασης εκμεταλλευόμενοι πλήρως τον χώρο, την ευελιξία της δομής του λόγω της φυσιογνωμίας που κατέχει το Αίθριο του «Μπάγκειον» σε συνδυασμό με τα σκηνικά της Ζωής Αρβανίτη που δηλώνουν τη σύγχρονη υπόσταση των πραγμάτων, τους εύστοχους φωτισμούς, τα ηχητικά εφέ, τις βιντεοπροβολές, τις δημοσιογραφικές ηχογραφήσεις και τους θεατές να μετέχουν στην εξέλιξη της ιστορίας, άλλοτε με προσωπικά τους αντικείμενα κι άλλοτε με τη δημιουργικότητά τους, αποτυπώνοντάς τη σ’ ένα φύλλο χαρτί με τη βοήθεια ενός μαρκαδόρου, σχεδιάζοντας, για να καταλήξουν στην αναπάντεχη αποκάλυψη, ότι στόχος αυτού του δύσκολου εγχειρήματος ήταν η δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ με συλλογή στοιχείων από την παράσταση, ώστε να ταξιδέψουν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού εκεί όπου ζει μια φυλή ιθαγενών και να τη γνωρίσουν.

Ο Ντάριο Φο έλεγε πως: «Η άγνοια είναι η βάση της αδικίας. Σήμερα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το γεγονός ότι εμείς οι άλλοι, οι θεατράνθρωποι, οι διανοούμενοι, οι ηθοποιοί, έχουμε το δικαίωμα του λόγου και τη δυνατότητα να ενημερώνουμε τους νέους. Έχουμε το χρέος να αφηγούμαστε τη ζωή».

Αυτό ακριβώς έκαναν και οι Ginger Creepers (Γρηγόρης Χατζάκης και Χρήστος Καπενής), μας αφηγήθηκαν τη ζωή.

Ακούστε τους, δωμάτιο 1492!!

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου