γράφει ο Κώστας Ζήσης //

«…άνθρωποι σαν κι εμάς, είναι οι πιο έρημοι του κόσμου…»
Και είναι αυτή η αποστροφή του λόγου, που γέννησε ένα τέτοιο σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, είναι η ουσία του, η κεντρική του ιδέα και το απόσταγμά του.

Ο Τζον Στάινμπεκ, στον απόηχο του κραχ του ’30, δεν καταγράφει απλώς σελίδες από τη ζωή της εργατικής τάξης, αλλά της χαρίζει πένα και χαρτί, λέξεις και σύμβολα και αφήνει τους ήρωές του να καταγράψουν αυτά που σκέφτονται και που δεν μπορούν να πουν, ακόμα και αυτά που λένε χωρίς να σκέφτονται. Οι ζωές του Τζορτζ και του Λένι, στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από τη σπαρακτική πορεία της λουμπενοποίησης της εργατικής τάξης, μέσα σε ένα σύστημα άδικο, άτιμο και εγκληματικό. Ένας ύμνος στους ταπεινούς και καταφρονεμένους της γης, που καταδικασμένοι αδυνατούν να κατανοήσουν την ίδια τους την καταδίκη, να σπάσουν τα δεσμά τους και να απελευθερωθούν. Ο δικός μας Κώστας Βάρναλης τους χαρακτήρισε «Μοιραίους». Σε αυτούς ακριβώς τους ήρωες δίνει χώρο ο Τζον Στάινμπεκ, στους «δειλούς, μοιραίους και άβουλους αντάμα, που προσμένουν ίσως κάποιο θάμα».

Είχα την τύχη να παρακολουθήσω την παράσταση του Βασίλη Μπισμπίκη στην πρώτη γενική της πρόβα, τον Νοέμβριο του 2018. Έκτοτε η παράσταση γνώρισε αμέτρητα, καθημερινά soldout, καθιστώντας την εξασφάλιση εισιτηρίου ένα πραγματικό κατόρθωμα.

Δικαιολογημένα; Απόλυτα, όπως διαπίστωσα εκ νέου, παρακολουθώντας την κινηματογραφημένη (ή μήπως κινηματογραφική) έκδοσή της.

•Η μεγάλη θεατρική επιτυχία «Άνθρωποι και Ποντίκια» – Του Βασίλη Μπισμπίκη οnlinestreaming 6/6 (Κυριακή) 19.00 με 24:00

Η επιτυχία της παράστασης οφείλεται πρωτίστως και σε μεγάλο βαθμό στην ευφυή και επιτυχημένη διασκευή του έργου. Το έργο μεταφέρεται όχι μόνο στο τώρα και στο σήμερα αλλά και στο «εδώ». Η ελληνική κοινωνία γίνεται το ίδιο το σκηνικό (τόσο με τη θεατρική όσο και με την κοινωνιολογική διάσταση του όρου) που εξελίσσεται η ιστορία του Βασίλη και Λένου (πλέον) αλλά και της Μαίρης, του Στέλιου, του Μάνου, του Γιώργου, του Γιαλμάζ, του Λευτέρη. Τίποτα και κανείς χαρακτήρας δεν είναι ξένος στον θεατή. Η ελληνική σημαία (όπως άλλωστε και το «εικονοστάσι» του λαϊκού ινδάλματος) που δεσπόζει στον εργοταξιακό σκηνικό χώρο, ξεπερνά τον αυτονόητο σκηνικό συμβολισμό και αποκτά ιδιαίτερη δυναμική μέσα στην αναγνωρίσιμη ρεαλιστική πραγματικότητα. Η μουσική επένδυση με σουξέ και γνήσια, αυθεντικά λαϊκά τραγούδια/ύμνους έρχεται να συνδράμει καίρια στην (ανα)παράσταση (με την έννοια της πιστής απεικόνισης πλέον) των απλών ηρώων. Η μετάφραση της Σοφίας Αδαμίδου δεν ακολουθεί απλά τη λιτή γλώσσα του Στάινμπεκ. Είναι ολοφάνερο ότι δεν «άκουσε» απλά Στάινμπεκ, δε διάβασε και μετέτρεψε απλά κάποιους γλωσσικούς κώδικες: η Σοφία Αδαμίδου αφουγκράστηκε την ουσία και την ποιότητα των χαρακτήρων και του βίου τους και αυτή την ωμή, βίαιη και σκληρή ποιότητα την πρόσφερε άμεσα και οικεία, σχεδόν λυτρωτικά στο κοινό. Ένας τρίτος καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας της παράστασης είναι ότι λεπτό προς λεπτό, η πλοκή και οι συγκρούσεις, αναδεικνύουν πολύπλευρα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που παραμένουν επίκαιρα και άλυτα στο πέρασμα των αιώνων. Οι ήρωες δεν ηθογραφούνται, αλλά γίνονται οι ίδιοι όχι ίσως εν πλήρη γνώσει τους, προβολείς που φωτίζουν ολόπλευρα την κοινωνία: η αδερφική φιλία, η συναδελφική αλληλεγγύη, ο ρατσισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός της διαφορετικότητας, πορνεία, ναρκωτικά, αλκοόλ, τζόγος, οι οικογενειακές σχέσεις, η θέση της γυναίκας, η αυτοεκτίμηση της γυναίκας, το ανδρικό μπρουτάλ στερεότυπο, οι σχέσεις εργοδότη-εργαζομένου. Φωτίζουν και θέματα ακόμα πιο ευαίσθητα όπως ο σύγχρονος τρόπος ζωής, τα πρότυπα που προβάλλονται, η υποκουλτούρα, το δόγμα «η φτώχεια τρέφεται με πατρίδα» αλλά φωτίζεται και η (φρούδα;) προσμονή μιας άλλης καλύτερης κοινωνίας (μέσα από το όνειρο της ιδανικής φάρμας, όπου ένας-ένας όλοι θέλουν να μετέχουν σε αυτό).

Στην κινηματογραφημένη εκδοχή της παράστασης, ο Βασίλης Μπισμπίκης επωφελείται από την ευκαιρία και τη συνεργασία του με τον εξαιρετικό Δημήτρη Κατσαΐτη (ο οποίος έχει και τη Διεύθυνση Φωτογραφίας) και μειώνει ακόμα περισσότερο την απόσταση κοινού-σκηνής, σε μια προσπάθεια να μετριάσει όσο το δυνατόν περισσότερο την απουσία της αμεσότητας ως συνέπεια της κινηματογραφημένης εκδοχής. Η κάμερα ζουμάρει σε πρόσωπα και εκφράσεις, παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς στάσεις και αντιδράσεις, ενώ σε κάποιες στιγμές παρακολουθεί από ψηλά τη δράση, βάζοντας στο επίκεντρο τη συνολική πλοκή. Η ρεαλιστική γραφή γίνεται πλέον καταγραφή, ενώ στην ίδια την παράσταση προστίθεται η ατμόσφαιρα ενός σύγχρονου κοινωνικοπολιτικού ντοκουμέντου.

δείτε το τρέιλερ της παράστασης

Οι ερμηνείες των ηθοποιών παραμένουν σε υψηλό επίπεδο. Θα μιλήσω για άλλη μια φορά για το τεράστιο ταλέντο του Δημήτρη Δρόσου, που στον ιδιαίτερο ρόλο του Λένου, μεγαλουργεί, καταφέρνοντας να ερμηνεύσει τον ήρωά του πηγαία και άμεσα, χωρίς μιμητισμούς, ξεπερνώντας την παγίδα της στερεοτυπικής ερμηνευτικής προσέγγισης που έχουμε δει κατά καιρούς σε παρόμοιους ρόλους (και θα αναρωτηθώ αν μέσα σε αυτά τα 2,5 χρόνια που παίζεται η παράσταση την έχει δει κάποιο μέλος της επιτροπής βραβείων Δημήτρης Χορν). Ο Βασίλης Μπισμπίκης, τον κατέχει γερά τον ρόλο του Βασίλη/Τζορτζ, ίσως «ακούγεται» λίγο περισσότερο στην κινηματογραφημένη εκδοχή αφού πατάει σταθερά στις θεατρικές καταβολές του έργου. Η Μαίρη Μηνά παίζει σκληρά και έχοντας τινάξει παντελώς το συναίσθημα από την ερμηνεία της και γι’ αυτό ίσως αποδίδει την ηρωίδα της κάπως προβλέψιμα, χωρίς έκπληξη και γι’ αυτό χωρίς ερμηνευτική κορύφωση. Η αποκάλυψη στην κινηματογραφημένη εκδοχή έρχεται από τον Μάνο Καζαμία, που μέσα από την εγγύτητα του φακού και την ερμηνευτική άνεσή του, αποκαλύπτονται στοιχεία που προσδίδουν ένταση και χρωματισμό στον χαρακτήρα του. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι άλλοι ηθοποιοί, ο Στέλιος Τυρακίδης, ο Γιώργος Σιδέρης, ο Λευτέρης Αγουρίδας και ο Κούρδος Γιανμάζ Ερντάλ, καθοδηγούνται και οδηγούν το έργο στη λύτρωση μέσα από ένα ρεαλιστικό, ερμηνευτικό ρεσιτάλ, χωρίς μανιέρες, στυλιζαρίσματα, σχολές και σπουδές.
Στον επίλογο, ο Βασίλης λυτρώνει τον Λένο. Με οδυνηρό και για τους δύο τρόπο. Η λύτρωση μιας ολόκληρης κοινωνίας ίσως έρθει με ένα εξίσου οδυνηρό τρόπο. Ίσως και αυτός είναι ο λόγος που αργεί να έρθει. Η παράσταση/ταινία τελειώνει και ο θεατής, έχοντας γελάσει, κλάψει, συγκινηθεί, νευριάσει, ενοχληθεί, έχει γίνει τελικά κατά τι καλύτερος. Κατά τι, μόνο. Και ίσως και για λίγο. Αλλά, πόσο σπουδαίο!

Ταυτότητα της κινηματογραφημένης εκδοχής της παράστασης

Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Κατσαΐτης
Μετάφραση: Σοφία Αδαμίδου
Ελεύθερη Απόδοση – Διασκευή: Ομάδα Cartel
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Κατσαΐτης
Οπερατέρ: Στέλιος Ορφανίδης
Ηχολήπτης: Δημήτρης Δεμοιράκος
Ηλεκτρολόγοι: Λάμπρος Παπούλιας, Μιλτιάδης Στόλη
Ηλεκτρολόγος Β’: Βαγγέλης Καλαβρυτινός
Μοντάζ: Δημήτρης Κατσαΐτης, Στέλιος Ορφανίδης
Μιξάζ: Κώστας Φυλακτίδης
Colouring: Δημήτρης Κατσαΐτης
Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος: Αλεξία Θεοδωράκη
Set Decorator: Σταυρούλα Συγγούνα
Ειδικές Κατασκευές: Προκόπης Βλασερός
Κινησιολόγος: Αγγέλα Πατσέλη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ερατώ Αγγουράκη
Μακιγιάζ: Κατερίνα Κατσαΐτη
Μουσική Επιμέλεια: Βασίλης Μπισμπίκης
Κατασκευή Σκηνικού: Ομάδα Cartel

Φωτογραφίες από την παράσταση: Ελίνα Γιουνανλή
Υπεύθυνη Επικοινωνίας Ομάδας Cartel: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Υπεύθυνη Παραγωγής: Φαίη Τζήμα
Παραγωγή: V.F.PRODUCTIONS
Συμπαραγωγή:Onassis Culture

Παίζουν οι: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Μαίρη Μηνά, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Λευτέρης Αγουρίδας, Αγγέλα Πατσέλη, Μάρα Ζαλώνη, Ερατώ Αγγουράκη, Δημήτρης Γαλάνης, Διονύσης Κοκκοτάκης.

Αγορά εισιτηρίων μέσω Viva.gr: 14 ευρώ

Προμηθευτείτε τα εισιτήρια σας: https://www.viva.gr/tickets/theatre/streaming/anthropoi-kai-pontikia/