γράφει ο Κώστας Ζήσης //

«…Εμένα ίσως να με διαβάζουν πενήντα χρόνια ακόμα, μετά θα ξεχαστώ»

Αν στην εποχή του αυτά τα λόγια του Άντον Τσέχωφ ακούγονταν υπερφίαλα, σήμερα ακούγονται το λιγότερο μετριοπαθή. Γιατί έχουν περάσει 117 χρόνια από τον θάνατο του Ρώσου συγγραφέα και όχι μόνο διαβάζεται ακόμα, αλλά μελετάται (τουλάχιστον στο θέατρο), και το έργο του ανεβαίνει, αποδομείται και επανασυντίθεται, εμμονικά θαρρείς και πάντως σίγουρα με αφοσίωση. Ο βασικότερος λόγος αυτής της διαχρονικότητάς του, είναι αναμφισβήτητα η μοναδικότητά του να μετατρέπει σχεδόν αδιόρατα και μάλλον ύπουλα και πονηρά, την καθημερινότητα κοινότυπων και συνηθισμένων πράξεων σε τραγικό μεγαλείο. Οι ήρωες-αντιήρωές του είναι σύσσωμοι παγιδευμένοι στα αδιέξοδα του βίου τους, αυτοεξόριστοι, αυτοαποκλεισμένοι. Και ενώ τέτοιοι ήρωες συνηθέστατα οδηγούν και οδηγούνται αναπόφευκτα σε μελό ατμόσφαιρες, ο Τσέχωφ μοναδικά και αριστοτεχνικά βρίσκει καταφύγιο στον (αυτο)σσρκασμό τους και την κωμική ειρωνεία («οι ήρωές μου είναι μπουφόνοι», διατείνεται) και σίγουρα θα διαφωνούσε κάθετα με τα πάμπολλα ανεβάσματα του έργου του που αναδεικνύουν μονόπλευρα την τραγική διάσταση των ηρώων, με μεγαλόστομα σκηνοθετικά τεχνάσματα. Ο Τσέχωφ, μέχρι σήμερα, παραμένει μοναδικά μοντέρνος και σύγχρονος, γιατί έγραψε αποκλειστικά κινούμενος από την αγάπη του για τον Άνθρωπο και τους κοινωνικούς δεσμούς του (οικογένεια, εργασία, κοινωνία, περιβάλλον)..

Ο «Βυσσινόκηπος» , το κύκνειο άσμα του, προοικονομεί και προφητεύει τις μεγάλες σαρωτικές κοινωνικές αλλαγές που θα βιώσει η Ρωσία τα επόμενα χρόνια. Ανεβαίνει έναν χρόνο πριν την αποτυχημένη επανάσταση του 1905 και 13 χρόνια πριν την Οκτωβριανή του 1917. Ο Τσέχωφ παρατηρεί την παρακμή της ρωσικής αστικής τάξης και οσμίζεται το πέρασμα της κτήσης του περίφημου βυσσινόκηπου, στα χέρια των πρώην καταπιεσμένων. Ο ίδιος ο Τσέχωφ προσμένει αυτήν την αλλαγή επειδή αγαπάει τον κόσμο. Μέσα στον «Βυσσινόκηπό» του αναφέρει: «Για να αλλάξετε τον κόσμο, πρέπει να τον αγαπήσετε».

Ο Πρόδρομος Τσινικόρης αποφάσισε να συναντηθεί με το Τσεχωφικό αυτό αριστούργημα και να επιχειρήσει μια ανάγνωση του έργου ως αφορμή για να σχολιάσει τους δρόμους και τις επιλογές της σύγχρονης οικονομικοπολιτικής ιστορίας του Ανθρώπινου είδους. Αυτό από μόνο του αποτέλεσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα αν και εγώ θα αποτολμούσα να τη χαρακτηρίσω επικίνδυνα ιντριγκαδόρικη. Ο ίδιος, μετρ και εισηγητής στην Ελλάδα του περίφημου θεάτρου-ντοκιμαντέρ, που μας έχει χαρίσει μοναδικές παραστάσεις, διευθυντής μέχρι πρότινος της καταργηθείσας Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου η οποία επέδειξε θαυμαστό έργο, αποτέλεσε εγγύηση για τους δρόμους που θα έβαζε να περπατήσουν η Λιούμποφ, η Άννια, ο Γκάεφ, ο Λοπάχιν , η Ντουνιάσα. Και έχοντας ήδη δει για παράδειγμα τη δραματουργική επεξεργασία που είχε κάνει στο Ιψενικό «Ο εχθρός του λαού» μετατρέποντάς το σε διαδραστικό θέατρο-ντοκουμέντο, οι προσδοκίες ομολογουμένως ήταν πολύ υψηλές.

Όμως, εδώ κάτι δεν δούλεψε σωστά. Ο ίδιος, έχοντας και τον ρόλο του αφηγητή, καθοδηγεί την τσεχωφική ιστορία σε ένα σκηνικό περιβάλλον που θέλει τους υπόλοιπους ήρωες να ακούγονται μέσα από μια ασφυκτική, στενόχωρη παράγκα, εξερχόμενοι μόνο σποραδικά και κατά περίσταση. Οι ήχοι από τα σκηνικά αντικείμενα ακούγονται εκκωφαντικοί, σημάδι προοικονομίας των σαρωτικών αλλαγών που θα επέλθουν. Σε αυτή τη συνθήκη, ο θεατής αυτόματα αποστασιοποιείται από την παράσταση, ειδικά αν είναι ανυποψίαστος τόσο από την ίδια την υπόθεση του έργου, όσο και από τους χαρακτήρες των ηρώων. Χρειάστηκε αλήθεια, χρόνος και προσπάθεια να «μπούμε» στην τσεχωφική ιστορία, η οποία αποδίδονταν βιαστικά και αποσπασματικά, δικαιολογημένα ίσως δραματουργικά, αλλά με μεγάλα σκηνικά κενά και απουσίες μιας και άλλος ήταν ο στόχος της παράστασης. Στο δεύτερο μέρος, η παράσταση χωρίς δραματουργική συνέχεια, επανεκκινείται (η σκηνική παράγκα αποδομείται) εν είδει στρογγυλής τραπέζης σε μια συνθήκη που θέλει τους ήρωες του Βυσσινόκκηπου να ζουν στο σήμερα και να αφηγούνται τις ζωές τους.

Οι Γιώργος Βαλαής, Γιώργος Βουρδαμής, Μαρία Πανουργιά, Νάνσυ Σιδέρη, Καλλιόπη Σίμου μαζί με τον σκηνοθέτη, εξιστορούν με σατιρικό, ειρωνικό και κωμικοτραγικό πλέον τρόπο, τις ζωές των ηρώων τους μέσα στη δίνη του νεοφιλελευθερισμού που έχει επικρατήσει πια οριστικά στην οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση της υφηλίου. Παρουσιάζεται το φαινόμενο των Νεόπτωχων και οι αυταπάτες ότι αυτοί μπορούν να γίνουν Νεόπλουτοι. Η «νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη» και πώς αναπτύσσει τον πλουτισμό των λίγων και τη φτώχεια των πολλών. Η λεγόμενη «τουριστική ανάπτυξη» που σερβίρεται ως πανάκεια για την ευημερία ενός τόπου σαν την Ελλάδα με ό,τι συνεπάγεται αυτό (μετατροπή των κατοικιών σε airbnb, οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στον τουρισμό, ο αγοραίος έρωτας και ο σεξουαλικός τουρισμός). Δεν λείπουν από τον σχολιασμό τους τα πάσης φύσεως ψευτοεπαναστατικά κινήματα όπως αυτό του βεγκανισμού, η επιρροή και η μεγάλη διείσδυση των διαφόρων κοινωνικών δικτύων στη χειραγώγηση του ανθρώπου, ενώ δεν περνάει απαρατήρητη και η παραμύθα της λεγόμενης «βιώσιμης ανάπτυξης» που με την κάθε ευκαιρία εξαγγέλλεται..
Εκείνο που μέτρησε αρνητικά, παρόλο που μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα κανείς τις αγνές σκηνοθετικές προθέσεις και την ευφυή ιδέα μιας τέτοιας σύγχρονης προέκτασης του Βυσσινόκηπου, ήταν η διάσπαση της παράστασης σε δύο διαφορετικές σχεδόν καθόλα παραστάσεις σε ύφος, ατμόσφαιρα και ερμηνευτική γραμμή. Έτσι, όλα τα μηνύματά της, μοιάζουν επιβεβλημένα και ξένα (αυτό που λέμε κοινώς «φορεμένα») στο έργο, χωρίς τελικά να επέρχεται καμία σύνδεση με το τσεχωφικό αποτέλεσμα, εκτός ίσως των (μεταλλαγμένων) κοινών ηρώων.
Ομολογουμένως δεν ήταν από τις καλύτερες στιγμές του Πρόδρομου Τσινικόρη. Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε την επιμονή και την αφοσίωσή του σε αυτό το δύσκολο είδος του ερευνητικού θεάτρου, στο θέατρο ντοκουμέντο, που μετατρέπει το θέατρο σε αλήθεια και που προωθεί τη γνωστική και αισθητική εμπειρία του θεατή ένα βήμα μπροστά. Γιατί το θέατρο έχει ανάγκη και την έρευνα και το ντοκουμέντο.

Η παράσταση (Somewhere) Beyond the cherry-trees παίχτηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου 2021 στην Πειραιώς 260, την 1-2-3 Ιουνίου.