
Κριτική | «Μητροφάγος» από την Ιώ Βουλγαράκη: με τίμημα τη λάμψη
Έτσι, το έργο αιωρείται ανάμεσα στον φιλοσοφικό στοχασμό και το χρονικό, τη μπουφωνική κωμωδία και το φρικώδες θρίλερ, καθιστώντας το εξαιρετικά δύσκολο στη χρήση του ως θεατρικό κείμενο, μιας και οι λεπτές ισορροπίες που το διατρέχουν αν δεν τηρηθούν σκηνικά, κινδυνεύει να ναυαγήσει.
Ίσως θα ήταν προτιμότερο η Ιώ Βουλγαράκη να απέδιδε θεατρικά στη σκηνή της Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, και τις δύο ιστορίες που συνθέτουν το έργο του Αργεντίνου Ρόκε Λαρράκι.
Η πρώτη ιστορία (αυτή που παρακολουθήσαμε) αναφέρεται σε ένα σανατόριο στα προάστια του Μπουένος Άιρες το 1907. Εκεί, οι γιατροί αποφασίζουν να εκτελούν θανάσιμα πειράματα στους νοσηλευόμενους με στόχο τη διερεύνηση των τελευταίων δευτερολέπτων της ζωής πριν επέλθει ο οριστικός θάνατος. Ασθενείς που υποφέρουν από καρκίνο, υπό το πρόσχημα της προσφοράς στην ιατρική, πείθονται να συμφωνήσουν στον αποκεφαλισμό τους. Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής γιατρός Κιντάνα όπως και όλοι οι γιατροί του σανατορίου είναι ερωτευμένοι με την προϊσταμένη του νοσηλευτικού προσωπικού.
Στο δεύτερο μέρος (αυτό που απουσιάζει από την παράσταση), μεταφερόμαστε εκατό χρόνια μετά και η δράση εστιάζεται σε έναν καλλιτέχνη ζωγράφο που εξωθεί τόσο τον εαυτό του όσο και την τέχνη του στα άκρα «αναζητώντας την τελειότητα στην αισθητική μεταμόρφωση, μετατρέποντας τον εαυτό του σε ένα αμφιλεγόμενο έργο τέχνης».
Είναι προφανές ότι ο Λαρράκι, μέσα από αυτό το έργο του θέτει καίρια ερωτήματα: Τι ορίζουμε επιστήμη (στην πρώτη ιστορία) και τι τέχνη (στη δεύτερη). Ποια είναι τα όρια τους (εάν υπάρχουν και εάν πρέπει να υπάρχουν), ποια είναι η προσφορά και ο σκοπός τους, και τι γίνεται όταν μέσα και σκοποί εκτραχύνονται σε άλλους δρόμους.
Η Ιώ Βουλγαράκη δραματοποίησε με τη Σοφία Ευτυχιάδου το πρώτο κομμάτι, αυτό που αφορά την επιστήμη, και αυτόματα, το έργο έχει απολέσει τις συγγραφικές εκβολές του. Προφανώς, σε μια τέτοια προσπάθεια, τα παράπλευρα στοιχεία που συνθέτουν τη γενικότερη εικόνα, αναδεικνύονται σε πρωτεύοντα: ο μισογυνισμός, ο ρατσισμός, η χαλαρή ηθική, η τοξική αρρενωπότητα όλα αυτά που λειτουργούν σε παράλληλα επίπεδα με το βασικό διακύβευμα, αυτό της «Γνώσης» και του προσχήματος της επιστημονικής κατάρτισης και της διεύρυνσης του γνωστικού πεδίου, γίνονται τελικά τα πρωτεύοντα φωτισμένα σημεία, χωρίς να αναδεικνύεται το βασικότερο, ότι η «πρόοδος» μπορεί να αποτελέσει το τέλειο άλλοθι ενός αδίστακτου κανιβαλισμού της εξουσίας. Η «Γνώση» μετατρέπεται σε όπλο εξόντωσης, και ο Λαρράκι, προοικονομεί εν είδει οιωνού (εκ των υστέρων στην πρώτη ιστορία) αυτό που θα ακολουθήσει μερικές δεκαετίες μετά, την εμφάνιση του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, των φρικιαστικών πειραμάτων Μένγκελε που οδηγούσαν στην εξόντωση του ανθρώπινου είδους. Γιατί η τέχνη, αντιγράφει τη ζωή.
Έτσι, το έργο αιωρείται ανάμεσα στον φιλοσοφικό στοχασμό και το χρονικό, τη μπουφωνική κωμωδία και το φρικώδες θρίλερ, καθιστώντας το εξαιρετικά δύσκολο στη χρήση του ως θεατρικό κείμενο, μιας και οι λεπτές ισορροπίες που το διατρέχουν αν δεν τηρηθούν σκηνικά, κινδυνεύει να ναυαγήσει.
Το ναυάγιο, ευτυχώς, δεν επήλθε στην παράσταση, αλλά το πλοίο δεν ελλιμενίστηκε χωρίς απώλειες. Και παρόλο που κατάφερε τελικά τη θεατρική αμφιδέτηση του, αυτό κατέστη δυνατό με μια δραματουργική οπισθοχώρηση σε μια σκηνική στατικότητα για να μπορέσει να κρατηθεί ένας σταθερός ρυθμός. Ρυθμός, που δεν επιτρέπει ωστόσο στην παράσταση να «λάμψει». Κι ενώ η Ιώ Βουλγαράκη, επιχειρεί να «τιθασεύσει» αυτό το μονόχρωμο κείμενο, αναζητώντας δρόμους και στιγμές αναζωογόνησης (επιτυχημένα πολλές φορές), από την παράσταση απουσιάζει η σπιρτάδα. Ίσως, τελικά παγιδεύτηκε από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο της συγγραφικής παρατήρησης με συνέπεια η θεατρική ροή και αμεσότητα να υστερήσουν.
Σε αυτό το πλαίσιο, μάλλον, συνέβαλε και το στατικό και «αδρανές» σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού, που λειτούργησε μονοδιάστατα μόνο ως ταυτολογικό «κάδρο» του χώρου και του τόπου, με έναν υπαινιγμό θερμοκηπίου. Ταυτολογικά και τα όμορφα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα (μόνο που δεν καταλάβαμε την αναγκαιότητα τριών βοηθών ενδυματολόγου για την παράσταση!). Τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου, η κίνηση της Κατερίνας Φώτη, οι βιντεοπροβολές από τα Μαύρα Γίδια, προσπάθησαν να «σηκώσουν» μια ζωντανή ατμόσφαιρα.
Ικανοί ηθοποιοί, μια πραγματικά δυναμική διανομή, ήρθαν αντιμέτωποι με ένα κείμενο δύσκολο, που «σκόνταψε» στην πειστική θεατρική ματιά του. Οι Δημήτρης Δρόσος, Μαργαρίτα Κλάγκου, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Διονύσης Πιφέας, Αινείας Τσαμάτης, Νικόλας Χανακούλας, Χριστίνα Χριστοδούλου, παρόλες τις φιλότιμες υποκριτικές τους εξάρσεις, παρέμειναν αγκιστρωμένοι σε ένα άμορφο σχήμα, αδιάσπαστο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Η παράσταση παίχτηκε στον Χώρο Η της Πειραιώς 260 από 13 έως 16 Ιουνίου.
Σκηνοθεσία – Δραματουργία Ιώ Βουλγαράκη
Διασκευή – Συνεργασία στη δραματουργία Σοφία Ευτυχιάδου
Σκηνικό Μαγδαληνή Αυγερινού
Κοστούμια Βασιλική Σύρμα
Μουσική Νίκος Γαλενιανός
Κίνηση Κατερίνα Φώτη
Σχεδιασμός φωτισμού Αλέκος Αναστασίου
Σχεδιασμός βιντεοπροβολών Μαύρα Γίδια / Μάριος Γαμπιεράκης, Χρυσούλα Κοροβέση
Βοηθός σκηνοθέτιδας Μάγια Κυριαζή
Ηχοληψία Brian Coon
Βοηθός σκηνογράφου Μυρτώ Σταματοπούλου
Α΄ βοηθός ενδυματολόγου Νάντα Αμπντράμπο
Β΄ βοηθός ενδυματολόγου Σταύρος Χρονόπουλος
Συνεργάτιδα εκτέλεσης παραγωγής Αγγέλικα Σταυροπούλου
Κατασκευή σκηνικού ergon-ioannou
Μοδίστρα Ευαγγελία Τσιούνη
Ράφτης Γιώργος Παρλιάρος
Γ΄ βοηθός ενδυματολόγου – μαθητευόμενη Στέλλα Σταμούλη
Παίζουν (αλφαβητικά) Δημήτρης Δρόσος, Μαργαρίτα Κλάγκου, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Διονύσης Πιφέας, Αινείας Τσαμάτης, Νικόλας Χανακούλας, Χριστίνα Χριστοδούλου
Οργάνωση – Εκτέλεση παραγωγής LEFOU Productions / Βάσια Ατταριάν, Σεραφείμ Ράδης
Το βιβλίο του Ρόκε Λαρράκι Μητροφάγος (Roque Larraquy, La comemadre, 2010, 2η έκδ. Fulgencio Pimentel, 2022) κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου από τις εκδόσεις Αντίποδες (2022).