Εδώ (2024) – Ο βραβευμένος σκηνοθέτης, συγγραφέας του Forest Gump Ρόμπερτ Ζεμέκις συναντά ξανά τους πρωταγωνιστές του, Τομ Χανκς και Ρόμπιν Ράιτ παρουσιάζοντας μία ταινία γύρω από την αγάπη, την απώλεια, το γέλιο, τη ζωή. Η ταινία βγαίνει στα σινεμά την Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου.
Εδώ – Η κεντρική σύλληψη, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να δώσει μέχρι και αριστούργημα. Δυστυχώς οι Ρόμπρτ Ζεμέκις κι Ερικ Ροθ βάζουν πολύ ασφυκτικά όρια στο σενάριο που υπογράφουν και το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα μάλλον άτολμο φιλμ, που για κάθε σεκάνς που καθρεφτίζει κάτι κάπως αληθινό προσφέρει και ως «δωράκι» καμιά δεκαριά κλισέ.
Δεν είναι τυχαίο ότι η μίνι θεώρηση της αμερικάνικης ιστορίας που επιχειρείται μέσα από σύντομα στιγμιότυπα διέπεται από μια νοοτροπία οιονεί φωτογραφικού άλμπουμ στο στιλ του «Φόρεστ Γκαμπ», αλλά προσαρμοσμένη στα μικρότερα εύρη προσοχής του σήμερα.
«Χτυπάει» πάρα πολύ εκ των υστέρων το γεγονός πως οτιδήποτε από άποψη δράσης που δεν αφορά την κεντρική οικογένεια των Τομ Χανκς και Ρόμπιν Ράιτ φαντάζει περιττό και απλά μοιάζει να γεμίζει κινηματογραφικό χρόνο, αν και είναι λογικό για τον Ζεμέκις να εστιάζει περισσότερο επάνω στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και λίγο παραπέρα μιας και είναι το «παράθυρο» που αφορά τα ίδια του τα προσωπικά βιώματα.
Φυσικά, για να λειτουργήσει το σύνολο ως ένας στοχασμός επάνω στο πέρασμα του καιρού, πρέπει να υπάρχει αυτό το εύρος εποχών που παρουσιάζεται επί της οθόνης, απλά χρειάζονταν περισσότερα ώστε και πέραν της κύριας ιστορίας να εντοπιζόταν και κάτι ακόμη δραματουργικά επαρκές.
Και ο Ζεμέκις δυστυχώς, επειδή στοχεύει κατά βάση για την «ταινία κοινού», κινείται αρκετά ρηχά όσον αφορά το συναίσθημα, ενώ και η ματιά του γύρω από το τι αποτελούσε καθημερινότητα σε διαφορετικά χρονικά πλαίσια είναι καρτποσταλική. Δεν βοηθάει και η υπερβολικά γλυκερή μουσική του Άλαν Σιλβέστρι που υπαγορεύει πιο πολύ από το αναγκαίο στον θεατή το πώς θα νιώσει σε μια δεδομένη σκηνή.
Επιπλέον, ειδικά από τη στιγμή που στο πεδίο των εφέ τα χέρια της παραγωγής ήταν κάπως δεμένα σχετικά με τον προϋπολογισμό, θα έπρεπε το σενάριο να γραφτεί με τρόπο τέτοιο ώστε να μην εξαρτάται τόσο η πλοκή από τον εν λόγω παράγοντα.
Με τον τύπο κινηματογράφησης που επιλέγεται, ο οποίος κινείται σχεδόν στα όρια του πειραματικού, μειώνεται και η δυναμική της πλειοψηφίας των ερμηνειών, καθώς τα κοντινά που αναδεικνύουν πρόσωπα είναι ελάχιστα.
Εδώ – Η έκπληξη πάντως έρχεται από το γεγονός πως, ακόμη και με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι τόσο ο Τομ Χανκς που ξεχωρίζει (μάλλον μια συνηθισμένη μανιέρα καθημερινού ανθρώπου επιστρατεύει και πάλι, όχι όμως σε φόρμα όπως στους καλύτερους ρόλους του) όσο ο Πολ Μπέτανι. Το ταξίδι του χαρακτήρα που υποδύεται από την ελπίδα ενός νέου ξεκινήματος στην απόγνωση ενός απολογισμού για μια ζωή που έλαβε χώρα ανάμεσα σε διαλείμματα από σκέψεις για εξελίξεις που θα μπορούσαν να είχαν πάρει άλλο δρόμο αποδίδεται από τον υποτιμημένο ηθοποιό με τρυφερότητα.
Η τελική αίσθηση που μένει είναι αυτή ενός φιλμικού οξύμωρου, αλλά όχι με την καλή έννοια, ένα κινηματογραφικό προϊόν υπερβολικά φιλόδοξο ως concept για να θεωρηθεί επιτυχημένο με το χαμηλότονο ύφος που υιοθετεί, αλλά ταυτόχρονα και υπερβολικά «μικρό» και ανθρωποκεντρικό για να αντέξει το βάρος των πιο μεγαλεπήβολων παραμέτρων του.
Έχει το ενδιαφέρον του ως ένα καλλιτεχνικό στοίχημα, αλλά ως επί το πλείστον ρίχνει «άσφαιρα» σε βαθμό τέτοιο που, τελικά, πιο πολύ παρακολουθεί κανείς αυτό που προκύπτει σαν κάτι το αξιοπερίεργο παρά σαν κάτι όντως λειτουργικό και άρτιο.
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ζεμέκις
Σενάριο: Ερικ Ροθ, Ρόμπερτ Ζεμέκις
Πρωταγωνιστούν: Τομ Χανκς, Ρόμπιν Ράιτ, Πολ Μπέτανι, Κέλι Ράιλι, Μισέλ Ντόκερι